Αν η Κύπρος ήταν πλάι στο Λουξεμβούργο, ή τη Μάλτα, και όχι εδώ που την έταξε η γεωγραφία, οι Αρχιεπισκοπικές Εκλογές δεν θα είχαν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και αν γείτονες της Κύπρου ήταν η Ολλανδία ή το Βέλγιο, και όχι η Τουρκία, πάλι το ίδιο: Οι Αρχιεπισκοπικές Εκλογές θα ήταν αποκλειστικά εσωτερικό θέμα της Εκκλησίας της Κύπρου να εκλέξει τον προκαθήμενό της.

Η Κύπρος όμως τάχθηκε από τη μοίρα να έχει ως γείτονά της την Τουρκία, η οποία μάλιστα κατέχει το 40% του εδάφους της εποφθαλμιώντας και την υπόλοιπη. Για να την εκτουρκίσει καταστρέφοντας το λαό και τον πολιτισμό της. Όπως έκαμε όλους τους αιώνες από τότε που άφησε τις στέππες στην Ασιατική Ήπειρο και πορεύτηκε δυτικά. Από όπου πέρασε άφησε πίσω της ερείπια. Χωρίς να αφήσει στον παγκόσμιο πολιτισμό κανένα σημαντικό κληροδότημα, ώστε να οικοδομηθεί αυτό που λέμε σήμερα σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός. Οι Βαβυλώνιοι, οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς που έζησαν στην περιοχή μας, άφησαν στην ανθρωπότητα αξεπέραστα κληροδοτήματα πολιτισμού: στην επιστήμη, την ιατρική, την αστρονομία, τις τέχνες, το θέατρο, τα νομικά, τη φιλοσοφία, την αρχιτεκτονική και άλλα πολλά που συνθέτουν το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Με κίνδυνο να παρεξηγηθώ ερωτώ: Οι Τούρκοι τι άφησαν μέσα στους αιώνες από την άφιξή τους στην Ευρώπη εκτός από ερείπια και αποκαΐδια; Οι Έλληνες έχουμε βιώσει πρωτοφανείς καταστροφές και σφαγές. Σίγουρα δεν είμαστε οι μόνοι. Οι Ασσύριοι, οι Αρμένιοι, οι Κούρδοι και άλλοι λαοί έχουν να πουν πολλά. Η Κύπρος, όμως, ως κομμάτι του ελληνισμού αποκομμένο από την Ηπειρωτική Ελλάδα βίωσε την τουρκική βαρβαρότητα όσο λίγοι. Χιλιάδες Έλληνες σφάχτηκαν ή άφησαν την πνοή τους αβοήθητοι κάτω από την μπότα των Τούρκων κατακτητών. Χιλιάδες κοπέλες βιάστηκαν ή εξαναγκάστηκαν να εμπλουτίσουν τα χαρέμια των Τούρκων αγάδων. Μνημεία πολιτισμού χιλιάδων χρόνων που έφεραν την ελληνική σφραγίδα καταστράφηκαν. Εκατοντάδες εκκλησίες και μοναστήρια βεβηλώθηκαν ή γκρεμίστηκαν ή μετατράπηκαν σε τζαμιά. Και ο γραπτός και προφορικός μας λόγος, η γλώσσα μας δηλαδή, κινδύνευσε να εξαφανιστεί.

Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να μην αναφέρω αυτούσιο ένα περιστατικό που επιβεβαιώνει τα όσα γράφονται πιο πάνω. Το 1985 βρισκόμουν στην Κωνσταντινούπολη ως μέλος κυπριακής αντιπροσωπείας υπό τον Υπουργό Γεωργίας στο περιφερειακό συνέδριο γα την Εγγύς Ανατολή του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας. Το βράδυ της πρώτης μέρας παρέθετε δείπνο στις τριάντα τόσες αντιπροσωπείες ο τότε πρόεδρος της Τουρκίας Τορκούτ Οζάλ. Στο τραπέζι του Τούρκου προέδρου κάθονταν οι αρχηγοί των αντιπροσωπειών που συμμετείχαν στο συνέδριο: υπουργοί ή πρέσβεις των χωρών μελών διαπιστευμένοι στον εν λόγω Οργανισμό. Στο διπλανό τραπέζι καθόμασταν τα υπόλοιπα μέλη των αντιπροσωπειών: τεχνικοί σύμβουλοι κ.ά. Απέναντι μου ακριβώς στο τραπέζι καθόταν μέλος της αντιπροσωπείας του Βατικανού. Σε κάποια στιγμή σκύβει και μου λέει: Cyprus? Τουτέστιν, δηλαδή, Κύπρος; Ναι του απάντησα σαστισμένος. Να σε ρωτήσω κάτι μου λέει. Μπορείς να μου πεις ποια ήταν η συμβολή των Τούρκων στον παγκόσμιο πολιτισμό; Ξαφνιάστηκα. Με κατέλαβε εξ απροόπτου. Τι να του απαντήσω; Πίσω μου ακριβώς καθόταν ο πρόεδρος της Τουρκίας και από το πολυάριθμο προσωπικό που υπηρετούσε τους φιλοξενούμενους δεν ήξερα ποιοι πράγματι ήταν γκαρσόνια και ποιοι μέλη των μυστικών υπηρεσιών. Σάστισα. Μάζεψα όλη μου την τέχνη και μίλησα. Δεν το σκέφθηκα του λέω. Έμεινε σιωπηλός για δύο λεπτά. Να σου πω εγώ μου λέει: Κατέστρεψαν τα πάντα από όπου πέρασαν.

Αδιάψευστη επαλήθευση των όσων γράφονται στην προηγούμενη παράγραφο.

Αν λοιπόν σήμερα στην Κύπρο μιλούμε και γράφουμε Ελληνικά και διατηρούμε τον πολιτισμό μας που πηγάζει από την αρχαία Ελλάδα, τον πιο λαμπρό πολιτισμό που οικοδόμησε μαζί με το ρωμαϊκό τη σύγχρονη ανθρωπότητα, το οφείλουμε στην Εκκλησία. Γιατί όλα τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς που βίωσε η Κύπρος με τους Φράγκους, τους Ενετούς, τους Τούρκους, ακόμα και τους Άγγλους, υπερασπιστής και προστάτης των Ελλήνων της Κύπρου ήταν η Εκκλησία. Όταν μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα δεν υπήρχε κανένα ελληνικό δημοτικό σχολείο στα χωριά της Κύπρου και οι Κύπριοι παρέμεναν σε πηκτό σκοτάδι, την κατάσταση έσωσε η Εκκλησία με την ίδρυση και λειτουργία σχολείων από τους παπάδες και τους καλόγηρους σε πολλές μονές και εκκλησίες. Με τα ‘‘κολλυβογράμματα’’ που δίδασκαν, όσα δηλαδή ήξεραν και οι ίδιοι και με τις στοιχειώδεις βιβλιοθήκες που διατηρούσαν στα μοναστήρια, διέσωσαν τον ελληνικό πολιτισμό, την πίστη και τη γλώσσα μας.

Η Εκκλησία λοιπόν στάθηκε σωτήρια δύναμη στην επιβίωση των Ελλήνων της Κύπρου στην πατρίδα τους. Ακόμα και με τον ερχομό των Άγγλων, που ως χριστιανοί οι Κύπριοι τους δέχτηκαν ως ελευθερωτές, αν δεν ήταν η Εκκλησία δεν θα ιδρύονταν δημοτικά σχολεία και γυμνάσια για τα παιδιά της Κύπρου. Ήταν η Εκκλησία πίσω από αυτή την προσπάθεια μέχρι που την ευθύνη ανέλαβε η Κυβέρνηση της Κύπρου με την ανεξαρτητοποίησή της.

Στο θέμα όμως της κατοχής της μισής Κύπρου από τους Τούρκους, που είναι ο κατ’ εξοχήν κίνδυνος αφανισμού μας, είναι ξανά αναγκαία η παρέμβαση της Εκκλησίας. Όχι πια ως Εθναρχία αφού υπάρχει η επίσημη Κυβέρνηση, αλλά ως ομπρέλα που θα διαδραματίσει πάλι το ρόλο της όπως έπραξε μέσα στους αιώνες που πέρασαν ως προστάτης του λαού. Τις δύσκολες αυτές μέρες καλείται ξανά να απλώσει πέπλο προστασίας προς τον ελληνισμό της Κύπρου και να διατηρήσει το πρόβλημα της κατοχής ζωντανό και τη μνήμη των κατεχομένων εστιών μας άσβεστη. Και να ανακόψει επιλογές που δεν οδηγούν πουθενά κρατώντας το φρόνημα του λαού ζωντανό μέχρι να έρθει η δικαίωση.

Δεν είναι θέμα υποσκέλισης της πολιτικής εξουσίας. Αλλά θέμα συμπόρευσης. Θέμα συνέχισης του ρόλου της που είχε μέσα στους αιώνες διασώζοντας τον κυπριακό ελληνισμό. Γι’ αυτό και οι Αρχιεπισκοπικές Εκλογές στην Κύπρο έχουν κεφαλαιώδη σημασία και αφορούν άμεσα τον κυπριακό λαό. Για να διατηρηθεί η φλόγα της ελπίδας άσβεστη και ζωντανή ώσπου να έρθει η άγια μέρα να απελευθερωθεί ο τόπος.

Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης κ.κ. Γεώργιος απέδειξε όλα αυτά τα χρόνια, ως Μητροπολίτης Πάφου και τοποτηρητής του αρχιεπισκοπικού θρόνου ότι έχει όλα τα εχέγγυα για να αντεπεξέλθει στο έργο του. Να προΐσταται της Εκκλησίας της Κύπρου με σοφία και να καθοδηγεί τον αγώνα για απελευθέρωση με τη σωφροσύνη, την ταπεινότητα, τον πατριωτισμό και το ήθος που τον χαρακτηρίζει.

Γι’ αυτό και πρέπει να παραμείνει με την έγκριση του λαού και της Ιεράς Συνόδου επικεφαλής της Εκκλησίας της Κύπρου. Για να συνεχίσει το έργο του υπερασπιζόμενος το λαό μπροστά στους κινδύνους που ελλοχεύουν.