Η σπουδαία ηθοποιός Δέσποινα Μπεμπεδέλη ετοιμάζεται να δώσει άλλο ένα θεατρικό master class. Εκείνο που την «ζιζάνεψε» αυτή τη φορά ήταν η αληθινή ιστορία μιας γυναίκας που υπήρξε στενογράφος ενός από τους μεγαλύτερους εγκληματίες της Ιστορίας στη χιτλερική Γερμανία. 
 
– Έχετε σκεφτεί τι είναι αυτό που σας συγκινεί στο θέατρο ακόμα; Τι ανανεώνει κάθε φορά το ενδιαφέρον σας ν’ ανεβείτε στη σκηνή; Η ίδια η μελέτη του κάθε ρόλου που αναλαμβάνω και είναι μια άλλη προσωπικότητα απ’ τη δική μου. Έτσι κι αλλιώς η υποκριτική αυτό ζητεί και επιβάλλει στον ηθοποιό: να είσαι, μέσα απ’ τη δική σου υπόσταση, κάποιος άλλος. Αυτή η μεταμόρφωση με ενδιαφέρει πάντα. Θεωρώ καταπληκτικό τούτο το θαύμα της υποκριτικής: ύστερα από ένα διάστημα μελέτης 2-3 μηνών ανεβαίνεις κάποια βράδια στη σκηνή και δεν είσαι εσύ. Αυτό με γοητεύει και όσο μπορώ να το κάνω θα το κάνω. 
– Αυτή τη φορά τι σας γοήτευσε στην Μπρουνχίλνε Πόμζελ, τη νέα σας ηρωίδα; Πρόκειται για τη στενογράφο του Γκέμπελς η οποία αφηγείται τη ζωή της. Αυτό ήταν που με ζιζάνεψε. Το ότι ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο. Πρόκειται για μια γυναίκα που ενεπλάκη χωρίς να το θέλει μέσα σε αυτό το γρανάζι της ναζιστικής θηριωδίας. 
 
– Αλήθεια, ποια είναι η αναγκαιότητα της τέχνης; Μια παράσταση, ένα χορευτικό, μια ωραία ζωγραφική, μια ωραία μουσική κάνει τους ανθρώπους να χαρούν, να αλλάξει η ματιά τους, να ηρεμήσει το τρομαγμένο βλέμμα, ο φόβος να καλμάρει, τα παιδιά να χαρούν. Προσφέρει πολύ δυνατά συναισθήματα η τέχνη. Και γιατρεύει κατά κάποιον τρόπο. Μπορεί να είναι παροδικό αλλά έστω και αυτό το παροδικό γιάτρεμα είναι λυτρωτικό για τους ανθρώπους πάσης ηλικίας. Η τέχνη αφυπνίζει. Σίγουρα, εάν θα έσωζε τον κόσμο, θα το είχε κάνει. Αν η λογοτεχνία, το θέατρο, η μουσική, κατάφερναν να σταματήσουν οι πόλεμοι και όλα όσα μαστίζουν την ανθρωπότητα θα το έκαναν. Καλλιεργούν όμως την ψυχή σου. 
 
– Γιατί λέτε οι άνθρωποι πηγαίνουν στο θέατρο; Πάνε για να περάσουν δύο ώρες όμορφα. Εάν αυτές οι ώρες τους προσφέρουν και κάτι που θα το κουβαλήσουν και θα το σκεφτούν, ακόμα καλύτερα. Το θέατρο μας αναγκάζει να σκαλίσουμε το μυαλό και τη συνείδησή μας. Να αποκτήσουμε μια κριτική ματιά πάνω σε αυτό που βλέπουμε και ακούμε. 
– Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή που βιώσατε στα 58 χρόνια που κάνετε θέατρο; Θυμάμαι τον εαυτό μου σε περιόδους δύσκολες ψυχολογικά, συναισθηματικά να έχω κάνει τα πιο ωραία πράγματα πάνω στη σκηνή. Ίσως γιατί το θέατρο σε κάνει να ξεχνάς, ίσως σου δίνει τη δύναμη που χάνεις έξω απ’ τη σκηνή για κάποια γεγονότα που σε πληγώνουν και σου προκαλούν αδυναμία. Είχα μια τέτοια εμπειρία όταν έπαιζα την Μοντ το ’96 στην Αθήνα με τον Βούρο. Ήταν ανήμερα Χριστούγεννα και εκείνη τη νύχτα πέθανε η μαμά μου εδώ στην Κύπρο. Δεν σταμάτησα. Έπαιξα και τις επόμενες μέρες και ήρθα στην Κύπρο στις 30 του Δεκέμβρη. Έγινε ό,τι έγινε και την επομένη έφυγα, παραμονή Πρωτοχρονιάς γιατί είχα παράσταση. Είναι πολύ σκληρό αυτό. Πάρα πολύ σκληρό.  
 
– Ήσασταν δεμένες με τη μαμά σας; Πάρα πολύ. Ο πατέρας μου έφυγε μικρός, όταν ήμουν 20 χρονών, και μέναμε πάντα με τη μαμά μαζί. Έμεινε για λίγα χρόνια μόνη της αλλά ύστερα ήρθε και εγκαταστάθηκε κοντά μου, μεγάλωσε τα εγγόνια της και κάποια ώρα έφυγε άρρωστη. 
 
– Υπάρχει κάτι σήμερα που βλέποντας τον εαυτό σας στον καθρέφτη σας θυμίζει τους γονείς σας; Καταρχήν όσο πάω είμαι ίδια η μάνα μου! Έχω αποκτήσει τον σωματότυπό της. Έχω μάλιστα κρατήσει σχεδόν όλα της τα ρούχα για σκοπούς βεστιαρίου, επειδή είναι μιας άλλης εποχής, και τώρα επειδή τα φοράω, όταν περνάω απ’ τον καθρέφτη νομίζω ότι τη βλέπω. Έχω αποκτήσει την κίνηση της, το περπάτημά της, το μπόι της πια. 
 
– Απ’ την άλλη, τι έχετε έντονα στον χαρακτήρα σας που δεν θυμίζει του γονείς σας; Τα πιο πολλά χαρακτηριστικά μου τα πήρα απ’ τη μάνα μου. Ο μπαμπάς ήταν ο κλασικός πατέρας εκείνων των δεκαετιών: αποφασίζω και διατάζω. Ήθελε τα πάντα στη θέση τους, ήθελε να τηρώ τα ωράρια, το όχι του ήταν όχι. Δεν θέλω να τον αδικήσω όμως γιατί ήταν ο πρώτος που είπε το ναι γα να σπουδάσω θέατρο.
 
– Αντιφατικό αυτό. Ο ίδιος ήταν θεατρόφιλος και ήξερε τι σήμαινε το θέατρο και το εκτιμούσε. Επομένως δεν έχω χαρακτηριστικά του παρόλο που τον είδα πολλές φορές να κλαίει -όλοι οι άνθρωποι κλαίνε- και δεν ήταν κακός. Ήταν πατέρας, αυστηρός.
 
– Και εσείς όμως μου δίνετε την αίσθηση πως όταν θυμώσετε καλύτερα να μην είναι κανείς τριγύρω… (γέλια) Δεν θυμώνω εύκολα. Στη δουλειά δεν το κάνω για να έχω διαύγεια, να μπορώ να αντιλαμβάνομαι και να επικοινωνώ με τον άνθρωπο που συνεργάζομαι. Εκεί που φουτουνιάζομαι είναι όταν είμαι στην τάξη και διαπιστώσω τεμπελιά, αμέλεια, ζαμανφουτισμό και αυθάδεια. Άμα δω συμπεριφορά προκλητική, γίνομαι έξαλλη. Θεωρώ πως με τους μαθητές μου είμαι φίλη. Δεν κάθομαι σε απόσταση απ’ αυτούς. Απαιτώ και τους τονίζω πως είμαστε φίλοι αλλά δεν είμαστε φιλαράκια. Και πάντα υπάρχει μια αόρατη γραμμή που χωρίζει τον μαθητή από τον δάσκαλο. Αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση στα νέα παιδιά για να περιοριστεί η περιβόητη παραβατικότητα. Επομένως γυρνάει το… μάτι μου κάποιες φορές. Αλλιώς θα ήταν μονότονο. 
 
– Τι θα συμβουλεύατε τον 20χρονο εαυτό σας; Δεν έκανα καμιά στραβή Πιερή. Είχα κάποια εφόδια απ’ τους γονείς μου. Το να προσέχω τις γνωριμίες μου, τη συμπεριφορά μου, υπήρχαν ξεκάθαρα μέσα μου. Ούτε έκανα λάθη μεγάλα στις συνεργασίες μου. Όταν έφυγα απ’ το Τέχνης πήγα στο θέατρο του Αλεξανδράκη. Εκεί όχι μόνο δεν είχα να προσέχω τίποτα, αλλά άνοιξα ακόμα πιο πολύ τα φύλλα της καρδιάς μου γιατί είχα μπροστά μου ηθοποιούς τεράστιους, όπως ο Αλέκος, ο Κατράκης, ο Αλέξης Δαμιανός. Τι επιφύλαξη να έχω με αυτούς; Να προσέξω τι; Πρόσεχα πώς έπαιζε ο Κατράκης. Πρόσεχα την ομορφιά του Αλεξανδράκη που ήταν κούκλος το πουλάκι μου. (γέλια) Είχα αντιστάσεις και ωριμότητα. Στο σπίτι είχα επικοινωνία με τους γονείς μου, μιλάγαμε. Έβλεπα τη συμπεριφορά του πατέρα μου, την εντιμότητά του, την ευθύτητά του, ακόμα και την αυστηρότητά του. Είχα τη γλυκύτητα της μάνας μου, την αντοχή της, την υπομονή της, την ομορφιά και την εργατικότητά της. Άκουγα τις αφηγήσεις τους απ’ την εποχή του πολέμου. Μετά τη Γερμανική Κατοχή πείναγε όλος ο κόσμος. Η μάνα μου πούλησε όλη της την προίκα για να εξοικονομήσει ένα ποτήρι γάλα και δυο πατάτες για να έχω να φάω. Στον εμφύλιο είδα φίλους να σκοτώνονται και να πεθαίνουν. Ο Βαγγελάκης σκόρπισε σαν το ρόδι στο χωράφι γιατί πάτησε νάρκη, η Φανούλα πέθανε από φυματίωση. Κατάλαβες; Δεν ήμουν ένα χάπατο που έβγαινε στον κόσμο και δεν ήξερα πού να πατήσω και πού να βρεθώ. 
 
– Μια γυναίκα που ζει για να παίζει, που κέρδισε χρήματα απ’ το θέατρο και που έζησε απ’ αυτό πώς βλέπει την εξέλιξή του; Το κοινό ωρίμασε σιγά-σιγά. Ήρθαμε απ’ την Αθήνα, απ’ το θέατρο Τέχνης που ποτέ δεν το είδαμε άδειο ό,τι κι αν ανέβασε. Εδώ διαμορφωνόταν το θέατρο και το κοινό δεν ήταν έτοιμο πάντα να δεχτεί την πρωτοπορία. Αυτό το ανοίκειο τον απωθούσε αλλά σιγά-σιγά, με την πάροδο των χρόνων, αυτό άλλαξε. Πριν από χρόνια υπήρχαν 2-3 σκηνές ενώ τώρα έχουμε αποθήκη και θέατρο. Αυτό δεν είναι κακό. Αυξήθηκαν οι ηθοποιοί και έχουν ανησυχίες, όνειρα. Θέλουν να παίξουν. Τώρα λοιπόν πολλά νέα παιδιά έχουν αυτές τις νέες τεχνικές – είμαι λίγο μακριά απ’ αυτά τα εναλλακτικά. 
– Συνειδητά όμως είστε μακριά, όχι λόγω ηλικίας… Συνειδητά βέβαια. Θεωρώ πως εάν θες να γίνεις ηθοποιός δεν ξοφλάς με τον αυτοσχεδιασμό, ούτε με το «να γράψουμε όλοι μαζί ένα έργο». Υπάρχουν συγγραφείς που έχουν γράψει έργα και απαιτώ να είσαι ικανός να παίξεις αυτά τα έργα. Όπως τα έχει γράψει ο θεατρικός συγγραφέας. Ούτε να επέμβεις και να το κάνεις όπως θες εσύ γιατί αυτό που έγραψε δεν σου αρέσει. Σε αυτό είμαι κάθετη γιατί τα θεωρώ ευκολίες. Όλους αυτούς τους ακροβατισμούς δεν τους καταλαβαίνω. Θαυμάζω ένα ευλύγιστο σώμα αλλά δεν βλέπω ηθοποιό. 
– Παρόλο που και ο Τερζόπουλος κάνει πρωτοπορία αλλά ήσασταν εκεί και το στηρίξατε απόλυτα. Μα δεν ακυρώνω την πρωτοπορία γενικότερα. Εάν όλα τα παιδιά που κάνουν αυτές τις καινούργιες μεθόδους στο θέατρο μπορούσαν να κάνουν αυτά που ζητάει ο Τερζόπουλος θα γίνονταν πολύ σημαντικοί ηθοποιοί. Ο Τερζόπουλος ανεβάζει τραγωδίες, Μπέκετ, Στρίντμπεργκ. Δεν γράφει μόνος του τα έργα. Ούτε κάνει πρωτοπορία απλά για να την κάνει. Έχει μια απόλυτη θέση απέναντι στο θέατρο και τον ηθοποιό. Βασίζεται και πιστεύει ότι πρώτα μιλάει το σώμα του ηθοποιού και ύστερα η γλώσσα του. Εάν λοιπόν το σώμα δεν είναι σε θέση να εκφράσει λόγο τότε αυτός θα είναι κενός, ψεύτικος ή πομπώδης ή δήθεν μου, τάχα μου. Γι’ αυτό και επιμένει και η συνεργασία μου μαζί του ήταν πολύ εποικοδομητική, γιατί έκανα ένα δύσκολο πράγμα. Και παρόλο που έχω ξανακάνει Εκάβη –είναι ένας ρόλος που με ακολουθεί και τον ακολουθώ– εκεί έκανα μια άλλη Εκάβη που ήταν όμως Εκάβη. Αλλά που μέχρι τότε δεν την είχα φανταστεί έτσι. Όλες μου οι Εκάβες ήταν έγκυρες από πολύ σημαντικούς σκηνοθέτες: από τον Νίκο Χαραλάμπους, τον Διαγόρα τον Χρονόπουλο, και ξανά από τον Χαραλάμπους και μετά από τον Καραγέωργο. Όμως έκανα άλλη μια Εκάβη από τον Τερζόπουλο και το έχω βάλει στο βιογραφικό μου σε πολύ διακεκριμένη θέση. 
– Σήμερα υπάρχουν μεγάλοι καλλιτέχνες; Στην Αγγλία είναι μεγάλοι καλλιτέχνες. Είμαι θαυμάστρια του αγγλικού θεάτρου και απ’ αυτό βγαίνουν διαμάντια. 
 
– Τι είναι αυτό που κάνει κάποιον μεγάλο ηθοποιό; Να μπορεί να κάνει τα πάντα. Να μπορεί να παίξει και κωμωδία και τραγωδία και δράμα και κλασικό ρεπερτόριο. Πρέπει η ευλυγισία του η υποκριτική, να είναι ατελείωτη και διαρκής. Και πρέπει να γίνεται ο άλλος. Να βλέπεις κάθε φορά τον ίδιο ηθοποιό και να είναι άλλος.
 
– Εσείς είστε μεγάλη ηθοποιός; Εσείς να το πείτε αυτό. Ξέρω ότι είμαι μια ηθοποιός πολύ μελετηρή, ενθουσιάζομαι και σκαλίζω για να μάθω και να πάω παρακάτω. Δεν είναι εύκολη η υποκριτική και αυτό πρέπει να το βάλουν καλά στο μυαλό τους τα νέα παιδιά που θέλουν να γίνουν ηθοποιοί ή που έγιναν ηθοποιοί ή που νομίζουν ότι είναι ηθοποιοί.
 
– Υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί εκεί έξω, που παλεύουν να καθιερωθούν και να ξεχωρίσουν, ενώ υπάρχουν και δεκάδες άλλοι που νιώθουν αδικημένοι γιατί δεν τα κατάφεραν. Με εσάς γιατί συνέβηκε; Ήταν θέμα τύχης; Ταλέντου; Γνωριμιών; Δουλειάς; Το να κυνηγάς τις σχέσεις τις καλλιτεχνικές και τις κοινωνικές δεν σε βοηθάει τόσο πολύ να γίνεις ηθοποιός αλλά φίρμα. Ηθοποιός δεν γίνεσαι με το να γνωρίζεις σινάφι. Ηθοποιός είναι προσωπική υπόθεση με μελέτη και σκληρή δουλειά. 
 
– Κάποιος όμως δεν θα μπορούσε να πει ότι σε κάποιες δουλειές που κάνατε στο παρελθόν βοήθησαν και κάποιες γνωριμίες; Ήσασταν φίλοι με τον Γαβριηλίδη για παράδειγμα… Δεν έχω αποφύγει τόσο εγώ όσο και ο Στέλιος (σ.σ. Καυκαρίδης) ρετσινιές τέτοιου είδους. Δηλαδή όταν ήμουν στον ΘΟΚ και μου ανέθετε ρόλο ο Βλαδίμηρος λέγανε «βέβαια, ποια θα πάρει τον ρόλο; Η νύφη του». Δεν ήταν έτσι… Για παράδειγμα στην «Αυλή των θαυμάτων» έπαιζε η Πεττεμερίδου, η Φλωρεντία Δημητρίου, η Βούλα Πελεκάνου, η Έλλη Κυριακίδου, εγώ. Εμένα ο σκηνοθέτης δεν θα μου έδινε το ρόλο της Βούλας ούτε της Πεττεμερίδου. Θα έκανα ένα κάρακτερ ρόλο όπως αυτόν της Αννετώ όπως η Έλλη έκανε την Άστα. Έκανε μια διανομή τότε ο άνθρωπος. Γιατί εγώ πήρα το ρόλο επειδή είμαι συγγενής του; Αυτές οι κακίες ελέχθησαν και για μένα και για τον Στέλιο. 
 
– Σας επηρέαζε αυτό; Καθόλου. Γιατί ξέρω πως όταν ήρθε ο Ούβε Χάουζ στην Κύπρο και δεν ήξερε κανένα, έκανε οντισιόν. Και δεν νομίζω να μου έδωσε τον ρόλο επειδή με συμπάθησε ή επειδή ήμουν η νύφη του Βλαδίμηρου. Παρακαλώ! Ο Εύης μου έδωσε ρόλους και άφησε απ’ έξω την Τζένη. Έκανε σωστές διανομές. Κακίες λέχθηκαν. Κάποτε είπαν «Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ίσον Θεατρικός Οργανισμός Καυκαριδέων». Ε και; Δουλεύαμε εκεί γιατί ήμασταν επαγγελματίες. Δεν μας έκανε κανένας χάρη. Από ένα σημείο και μετά όμως υπήρξε άκρα σιωπή.
 
– Υπήρξε αποδοχή. Αυτό. Στην Ελλάδα που πήγα δεν μπορεί κανείς να πει ότι πήγα με μέσο. Με φωνάζανε και πήγαινα. Ποιος με ήξερε; Ήμουν νεαρό κορίτσι όταν έφυγα. Όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι δέχονται βέλη. Και μπροστά και πίσω. 
 
– Αλήθεια, το ταλέντο γερνάει ποτέ; Όχι. Όσο υπάρχει η πνευματική διαύγεια και η συντήρηση η σωματική, θέλω να πω να μην είσαι ερείπιο όπου δεν μπορείς να περπατήσεις, υπάρχει και ταλέντο. Και προϊόντος του χρόνου αυτό γλυκαίνει.
 
– Με ποιον τρόπο; Σου αρέσει πιο πολύ. 
 
– Μου είχατε πει πως βάλατε ένα όριο να σταματήσετε όταν το μυαλό και το κορμί δεν συμβαδίζουν… Ευτυχώς συμβαδίζουν ακόμα… Οι δύο τελευταίοι μου ρόλοι ήταν απίστευτα δύσκολοι. Και αυτός που κάνω τώρα με τον Αντρέα Αραούζο και η Ρόουζ που έκανα στην Αθήνα. Ειδικότερα όταν πρόκειται για μονόλογο όπου είσαι μόνος σου συνέχεια σε μια σκηνή και δεν έχεις κάποιον να σε ξεκουράσει. Είναι πολύ πιο δύσκολη και περίπλοκη η διαδικασία απομνημόνευσης. Τεστάρω συνεχώς τη δυναμική της μνήμης μου… Και είμαι ήσυχη προς το παρόν.
 
– Σας φοβίζει ότι μια μέρα μπορεί αυτή η δυναμική να εξασθενήσει; Η μνήμη σιγά-σιγά θα αδυνατήσει. Το ξέρω ότι θα συμβεί κάποια στιγμή αυτό… 
 
– Δύσκολα μπορώ να πιστέψω ότι ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο θέατρο, μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό. Η ζωή μου δεν ήταν μόνο το θέατρο αλλά ήταν και η οικογένειά μου. Και αν συμβεί οτιδήποτε που θα με αναγκάσει να σταματήσω τη δουλειά θα το κάνω. Αισθάνομαι ακόμα ότι το μυαλό και το σώμα μου είναι γερά. Όχι για να κάνω πιρουέτες και να ανεβοκατεβαίνω σκάλες απνευστί. Τώρα κάνω τους ρόλους της ηλικίας μου. Θα ήταν ανόητο και γελοίο να κάνω κάτι άλλο. Κανένα-δυο χρόνια ακόμα και βλέπουμε…

*Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη πρωταγωνιστεί στον μονόλογο «Μια Ζωή Γερμανική» σε σκηνοθεσία Ανδρέα Αραούζου. Κεντρική Σκηνή, Σατιρικό Θέατρο, Λευκωσία. Παραστάσεις: 7, 8, 12, 13, 14, 15, 21 και 22/3.Ώρα έναρξης: 20.30 (18.30 τις Κυριακές). Περισσότερες πληροφορίες/Κρατήσεις: 22312940, 22421609. Εισιτήρια: www. soldoutticketbox.com και από το ταμείο.. 

[email protected]

 
Φιλελεύθερα, 1.3.2020.