Έργα δυο σπουδαίων καλλιτεχνών, της Βάσως Κατράκη (1909- 1988) και του Δημήτρη Αληθεινού (1945-) παρουσιάζει η έκθεση με τίτλο «Συνύπαρξη», που φιλοξενεί από τις 22 Μαΐου το Δημοτικό Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή, στη Λευκωσία.
Πρόκειται για δυο ανθρώπους που αν και από διαφορετικές γενιές σημάδεψαν με το έργο τους τον 20ό αιώνα.
Η πρώτη συνάντηση των δύο καλλιτεχνών γίνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και μισό αιώνα μετά, συναντώνται ξανά σε μια κοινή έκθεση στη Λευκωσία, την οποία επιμελείται ο ιστορικός τέχνης Γιάννης Μπόλης. Τα έργα της Βάσως Κατράκη ανήκουν στη συλλογή της οικογένειας της Μαριάννας Κατράκη και τα έργα του ∆ημήτρη Αληθεινού ανήκουν στον ίδιο τον καλλιτέχνη.
Ο επιμελητής της έκθεσης Γιάννης Μπόλης επισημαίνει ότι η πολιτική διάσταση της τέχνης τους, καθώς και το πνεύμα εναντίωσής τους, που πηγάζει τόσο από την ιδεολογία όσο και από την ιδιοσυγκρασία του καθενός για κάθε είδους καταπιεστικό μηχανισμό εξουσίας, είναι τα σημεία σύγκλισης των δύο εικαστικών με τους τόσο διαφορετικούς εκφραστικούς τρόπους και διαδρομές. Η έκθεση προέκυψε από την επιθυμία του Αληθεινού να συνυπάρξει με τη Βάσω– μια επιθυμία βαθιάς αγάπης και εκτίμησης για τη γυναίκα, τη δημιουργό, την αγωνίστρια.

Όπως σημειώνει ο διευθυντής του Δημοτικού Μουσείου Χαρακτικής Χαμπή Γιώργος Τσαγγάρης, στην έκθεση «Συνύπαρξη. Βάσω Κατράκη– Δημήτρης Αληθεινός» παρουσιάζεται ένα παρόν που παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητο, παρά τις φαινομενικές του μεταμορφώσεις. «Όλα μοιάζουν διαφορετικά, όμως παραμένουν ίδια. Και οι δύο καλλιτέχνες εκφράζουν με το έργο τους την αντίθεσή τους προς τη συνεχιζόμενη παρουσία της βίας, της αδικίας και της καταπίεσης».
Η Βάσω Κατράκη (Αιτωλικό, 1909- Αθήνα, 1988) αποτελεί, μέχρι σήμερα, μια από τις πιο ολοκληρωμένες και γόνιμες προτάσεις της ελληνικής τέχνης. Το σύνολο του έργου της, τιμημένο με διεθνή βραβεία και διακρίσεις (ανάμεσά τους και στη Μπιενάλε Βενετίας) αποκαλύπτει με την εκφραστική δύναμη των μορφοπλαστικών της αναζητήσεων, τις ηθικές αξίες και το οικουμενικό πνεύμα της δημιουργίας της.

Στα έργα της, με τη λιτότητα και τη βαθιά επεξεργασμένη απλότητα της φόρμας τους και τις εμβληματικές αρχετυπικές τους μορφές, επικεντρώνεται στον άνθρωπο μέσα από την υποβλητική αντίθεση του μαύρου-άσπρου. Το πέρασμα από την παραδοσιακή τεχνική της ξυλογραφίας στα χαράγματα πάνω στην πέτρα, με εντελώς πρωτότυπο τρόπο, θα της δώσει πρωτόγνωρες δυνατότητες.

Το έργο του Δημήτρη Αληθεινού (Αθήνα, 1945) διαμορφώνεται μέσα στο διεθνές κλίμα των κοινωνικών και καλλιτεχνικών επαναστάσεων της δεκαετίας του 1960, καθώς και στις καλλιτεχνικές πρακτικές ακτιβισμού και αμφισβήτησης της επόμενης. Στην Αθήνα παρουσιάζει έργα όπως το «Ένα Συμβάν», μια βαθύτατα πολιτική πρόταση- δράση, από τις πρώτες ιστορικές περφόρμανς στην Ελλάδα.
Στο «Πρώτο Μανιφέστο της Οπλοτέχνης» (1978), το ρομαντικό-αλληγορικό πνεύμα, η μαχητικότητα και η αναρχική ορμή συμπλέουν με την πίστη στην αξία της συλλογικής διεκδίκησης και τη δυναμική παρέμβαση του κάθε δημιουργού στις σύγχρονές πραγματικότητες.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Αληθεινός ανοίγεται σε διαπολιτισμικές και διαθρησκευτικές αναζητήσεις. Η οικουμενικότητα των αρχετυπικών μύθων, η τελετουργική πράξη, η φύση και ο συγκερασμός διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων, ορίζουν την εικόνα ενός πολυδιάστατου δημιουργού.
Οι Κατακρύψεις, προσδιορίζονται ως ένα τεράστιο δίκτυο, ένα πλανητικό έργο, ορατό και ταυτόχρονα αόρατο· ένα έργο που απλώνεται σαν δίχτυ ξεπερνώντας γεωγραφικά, γλωσσικά και πολιτικά σύνορα.
Πού και πότε
- Λευκωσία, Δημοτικό Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή. Εγκαίνια: Πέμπτη 22 Μαΐου, 7.30μ.μ. Διάρκεια: μέχρι 20 Δεκεμβρίου (10π.μ.- 1.30μ.μ. & 5-7μ.μ.)
Τα εγκαίνια θα τελέσει ο Δήμαρχος Λευκωσίας Χαράλαμπος Προύντζος.
Ο Γιώργος Τσαγγάρης προσθέτει επίσης ότι ο Δημήτρης Αληθεινός με αφετηρία ένα διήγημα του Μπόρχες συνομιλεί με τα χαρακτικά του Φρανθίσκο Γκόγια, του σπουδαίου Ισπανού χαράκτη του 19ου αιώνα, ο οποίος επίσης βρέθηκε αντιμέτωπος με το σκοτάδι της εποχής του. Ο Αληθεινός ως νεαρός καλλιτέχνης της πρωτοπορίας αντέδρασε με το έργο του ενάντια στη Δικτατορία της χούντας των συνταγματαρχών. Εκείνη την περίοδο, το 1973, παρουσίασε στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα του Ασαντούρ Μπαχαριάν την περφόρμανς «Ένα Συμβάν». Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που είδαν το έργο ήταν και η Βάσω Κατράκη, η οποία εκτίμησε ιδιαίτερα το έργο του νεαρού καλλιτέχνη και έγιναν φίλοι.

«Σε όλη του τη διαδρομή, το έργο του πάλλεται από ανησυχία και έγνοια για τον άνθρωπο, τον πολιτισμό και τον πλανήτη. Αντίστοιχα, η Βάσω Κατράκη βίωσε βαθιά τον Πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τη Χούντα και την εξορία. Το έργο της αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μορφές αντίστασης της περιόδου εκείνης».