Στις 28 Νοεμβρίου 2021 δημοσιεύσαμε στον «Φιλελεύθερο» ένα ένθετο βιβλιαράκι 16 σελίδων, όλα τα πρακτικά των Ηνωμένων Εθνών για τις συνομιλίες στο Κραν Μοντανά τον Ιούλιο του 2017. Αν κάποιος τα διάβαζε όλα θα είχε την πραγματική εικόνα για τις θέσεις όλων, και για τον ρόλο του Γκουτέρες. Όποιος θέλει να συνεχίσει να παραπλανεί βρίσκει εύκολα σε αυτά τα πρακτικά κάποια αποσπάσματα για να επιβεβαιώνει ένα πολιτικό ή κομματικό παραμύθι. Όπως κάνουν πολλοί τα τελευταία πέντε χρόνια και τώρα με τις εκλογές επανέρχονται και στήνουν σενάρια με τον νου τους. Ότι τάχα η Τουρκία δεχόταν κατάργηση εγγυήσεων, αποχώρηση στρατευμάτων, δεχόταν τα πάντα και αυτός που τα απέρριψε όλα ήταν ο Νίκος Αναστασιάδης.

Προπάντων, όμως, όσοι ήταν εκεί, όσοι ήταν μαζί με τον Αναστασιάδη σε όλες τις διαπραγματεύσεις, θα έπρεπε να αναγνωρίζουν αυτό που διαπιστώθηκε και στο Κραν Μοντανά με τον πιο απόλυτο τρόπο. Ότι αυτό που προσπαθούσε να πετύχει ο Τσαβούσογλου, μιλώντας για ευελιξία της Άγκυρας στα θέματα εγγυήσεων ήταν αυτό που επιδιώκει πάντα: Νομιμοποίηση της κατοχής και της εσαεί παρουσίας της στην Κύπρο (ΚΑΙ με στρατό), συμφωνία Ελλάδας, Βρετανίας, Κύπρου, ΟΗΕ και ΕΕ, για παραμονή της στην Κύπρο υπό τις σημερινές συνθήκες εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων για τουλάχιστον 15 χρόνια μετά τη λύση και επ΄ αόριστον παραμονή τουρκικού στρατού.

Αυτό είναι το μόνο συμπέρασμα στο οποίο μπορεί να καταλήξει όποιος βλέπει με καθαρό μυαλό τα γεγονότα και όποιος δεν θέλει να τρέφεται με ψευδαισθήσεις και να κοροϊδεύει τον εαυτό του και τους άλλους, και να εξυπηρετεί σκοπούς, που δεν έχουν σχέση με τα συμφέροντα και την επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού. Στο περιβόητο δείπνο, λοιπόν, στις 6 Ιουλίου 2017, στις 9.15 το βράδυ, που ήταν η κορύφωση και το τέλος των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά, όπως καταγράφεται (και δεν ξεγράφεται «ό,τι και να πει κανείς», που λέει κι ο Μαυρογιάννης) από τον πρακτικογράφο των Ηνωμένων Εθνών και όχι από κανέναν απορριπτικό κινδυνολόγο, η ελληνοκυπριακή και η ελληνική πλευρά καλούνταν επίμονα από τον Τσαβούσογλου και από τον Γκουτέρες να δείξουν πίστη στη διαίσθηση του Γενικού Γραμματέα ότι η Τουρκία ήταν διατεθειμένη να εξετάσει το ενδεχόμενο τερματισμού των εγγυήσεων. Οι Αναστασιάδης και Κοτζιάς επέμεναν να έχουν κάτι συγκεκριμένο, εκτός από διαισθήσεις, να έχουν δηλαδή μια γραπτή πρόταση από την πλευρά της Τουρκίας για να ξέρουν τι τους γίνεται και να μπορούν να προχωρήσουν.

Ο Τσαβούσογλου δήλωνε ότι δεν πρόκειται να δώσει τίποτε γραπτώς και ο Γκουτέρες επικαλείτο τη διαίσθηση του. «Η αίσθηση του από τις συζητήσεις εκείνης της ημέρας ήταν πως η Τουρκία θα μπορούσε να εξετάσει να τεθεί τέρμα στις εγγυήσεις», έλεγε. Ο Τσαβούσογλου «επέμεινε ότι δεν θα θέσει οτιδήποτε γραπτώς». Δηλαδή, ο Νίκος Αναστασιάδης έπρεπε να βασιστεί στην αίσθηση και στην αντίληψη του Αντόνιο Γκουτέρες, την ώρα που σε όλη τη συζήτηση, όπως και τις προηγούμενες μέρες, η πραγματική αίσθηση που εισέπραττε ήταν ότι αυτό που συζητείται είναι η μετονομασία της Συνθήκης Εγγυήσεων σε Συνθήκη Εφαρμογής.

Σύμφωνα με τα πρακτικά, ο Αναστασιάδης «επέμεινε ότι για να ξέρει πώς θα προχωρήσει χρειάζεται να δει γραπτή πρόταση από την Τουρκία και να έχει περισσότερη σαφήνεια αναφορικά με το πλαίσιο της εφαρμογής». Και πήρε απάντηση από τον Τσαβούσογλου, έστω και προφορικά: «Ο κ Τσαβούσογλου», γράφει ο πρακτικογράφος, «είπε πως στην πρώτη του πρόταση η Συνθήκη Εγγυήσεων και η Συνθήκη Συμμαχίας θα ίσχυαν κατά αναλογία (mutatis mutandis). Εισηγήθηκε στη συνέχεια ότι αυτές μπορούν να επανεξεταστούν  –ίσως σε 15 χρόνια– όταν οι τουρκοκυπριακές απαιτήσεις θα εκπληρώνονταν και ο μηχανισμός εφαρμογής θα ήταν στη θέση του».

Κι όταν ο Νίκος Αναστασιάδης, διερωτήθηκε αν «μπορούμε πραγματικά να πούμε ότι έχουμε λύση στα χέρια μας, όταν η Τουρκία μιλά για επανεξέταση του δικαιώματος επέμβασης σε 10-15 χρόνια;», ο Γκουτέρες έκλεισε τη Διάσκεψη λέγοντας ότι «προφανώς έγινε παρεξήγηση από μέρους του». Οι δικοί μας ακόμα να καταλάβουν την παρεξήγηση, επιμένουν στο παραμύθι. Φαντάσου, τι θα έλεγαν αν στη θέση του Αναστασιάδη ήταν κανένας «απορριπτικός» και όχι αυτός που σήκωσε το βάρος του «ναι» το 2004 κι έφτασε μέχρι την αυλή του Αρταξέρξη, που λέει ο λόγος.