«Ο εθισμός και η επικίνδυνη χρήση ουσιών αποτελούν τα μεγαλύτερα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουμε σήμερα στην Κύπρο» αποκαλύπτει πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Ενημέρωσης και Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΝΘΕΑ), ενώ όπως τονίζει σε συνέντευξή του στον «Φ» ο πρόεδρος του ΚΕΝΘΕΑ Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής Ησαΐας «το δεύτερο μεγαλύτερο πρόβλημα της Κύπρου μετά την τουρκική κατοχή είναι οι ουσιοεξαρτήσεις και οι εξαρτήσεις συμπεριφοράς, με όλη την παραβατικότητα και τα κοινωνικά προβλήματα που συνδέονται με αυτές».

Πρόσθεσε ότι «η Γραμματεία του ΚΕΝΘΕΑ με τη σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου έχει ζητήσει με γραπτή επιστολή, συνάντηση με τους κυριότερους υποψήφιους για την Προεδρία της Δημοκρατίας στις εκλογές της ερχόμενης Κυριακής 5ης Φεβρουαρίου, ώστε ο καθένας σε περίπτωση εκλογής του να έχει ψηλά στην ατζέντα του το θέμα των ουσιοεξαρτήσεων που είναι από τους μεγαλύτερους καταστροφικούς παράγοντες της προόδου της χώρας μας». 

Σύμφωνα με τη μελέτη που αφορά την «αποφασιστική αντιμετώπιση του προβλήματος των εθισμών σε ουσίες και συμπεριφορές στην Κύπρο» και υπογράφει ο επιστημονικός διευθυντής του ΚΕΝΘΕΑ νευρολόγος ψυχίατρος δρ Κυριάκος Βερεσιές (M.D.Ph.D): «Τα τελευταία χρόνια έχει συσσωρευτεί ένας μεγάλος όγκος από στοιχεία επιστημονικών ερευνών που αποδεικνύουν ξεκάθαρα πως ο εθισμός που περιλαμβάνει το κάπνισμα, το αλκοόλ, τα ελεγχόμενα συνταγογραφούμενα φάρμακα και τις παράνομες ουσίες – κάνναβη, κοκαΐνη, ηρωίνη, έκσταση, κρυσταλλική αμφεταμίνη, LSD και άλλα – στο τέλος καταλήγει να γίνεται μια περίπλοκη εγκεφαλική νόσος, μια ασθένεια που όπως και άλλες ασθένειες, μπορεί και πρέπει να διαγνωστεί και να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο του συστήματος δημόσιας υγείας, χρησιμοποιώντας τις διαθέσιμες πρακτικές που βασίζονται σε στοιχεία.

Η επικίνδυνη χρήση εθιστικών ουσιών είναι ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας και υπάρχουν διαθέσιμα εργαλεία για ένα ευρύ φάσμα επαγγελματιών στον τομέα της υγείας, των κοινωνικών υπηρεσιών, της εκπαίδευσης, της ποινικής δικαιοσύνης και άλλων τομέων για να το ελέγξουν και να παρέμβουν για να μειώσουν και τις συνέπειές του, συμπεριλαμβανομένων των πιθανοτήτων ανάπτυξης εθισμού». Κι όμως όπως διαπιστώνεται στη μελέτη, «ο έλεγχος και η έγκαιρη παρέμβαση για επικίνδυνη χρήση ουσιών είναι σπάνια στην Κύπρο και η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που χρειάζονται θεραπεία απεξάρτησης δεν λαμβάνουν τίποτα που να προσεγγίζει τεκμηριωμένη φροντίδα, αφού με βάση εμπειρικά στοιχεία, λιγότερο από 5% των ατόμων που πληρούν διαγνωστικά κριτήρια για τον εθισμό σε παράνομες ουσίες και αλκοόλ, δέχονται ολοκληρωμένη θεραπεία, φροντίδα και παρακολούθηση από το ΓεΣΥ (Γενικό Σχέδιο Υγείας)». Κι αυτό συμβαίνει, όπως αναφέρεται, «παρά τον επιπολασμό (συχνότητα εμφάνισης) αυτών των καταστάσεων, το τεράστιο μέγεθος των συνεπειών που προκύπτουν από αυτές και τη διαθεσιμότητα αποτελεσματικών λύσεων».  

1 στους 10 εθισμένους σε θεραπεία

Βασικά ευρήματα της μελέτης είναι ότι «150 χιλιάδες Κύπριοι 12 ετών και άνω, πληρούν τα κλινικά κριτήρια για τον εθισμό που περιλαμβάνει τη νικοτίνη, το αλκοόλ ή ψυχοτρόπα φάρμακα και παράνομες ουσίες κι αυτός ο αριθμός είναι πιο ψηλός από τον αριθμό των ατόμων με καρδιακές παθήσεις, διαβήτη ή καρκίνο. Άλλες 150 χιλιάδες άτομα εμπίπτουν στην κατηγορία των επικίνδυνων χρηστών ουσιών, που ορίζονται ως εκείνοι που δεν είναι εθισμένοι, αλλά κάνουν χρήση καπνού, αλκοόλ και άλλων ουσιών με τρόπους που απειλούν την προσωπική τους υγεία, αλλά και τη δημόσια υγεία και ασφάλεια. Μόνο περίπου 1 στα 10 άτομα με εθισμό που περιλαμβάνει αλκοόλ ή παράνομες ουσίες, εκτός από τη νικοτίνη, λαμβάνουν οποιαδήποτε μορφή θεραπείας. Από αυτούς που λαμβάνουν θεραπεία, λίγοι λαμβάνουν κάτι που προσεγγίζει την τεκμηριωμένη φροντίδα. Οι περισσότεροι επαγγελματίες υγείας που θα πρέπει να παρέχουν θεραπεία εθισμού, δεν είναι επαρκώς εκπαιδευμένοι για τη διάγνωση ή τη θεραπεία της νόσου, δεν διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις, δεξιότητες ή διαπιστευτήρια για την παροχή του πλήρους φάσματος αποτελεσματικών θεραπειών». Προστίθεται ότι «ο εθισμός και η επικίνδυνη χρήση οδηγούν και συμβάλλουν σε ένα ευρύ φάσμα δαπανηρών κοινωνικών συνεπειών, συμπεριλαμβανομένου του εγκλήματος, των ατυχημάτων, της αυτοκτονίας, της οικογενειακής βίας, της παραμέλησης και της κακοποίησης παιδιών, της οικογενειακής δυσλειτουργίας, των απρογραμμάτιστων εγκυμοσύνων, της απώλειας παραγωγικότητας και άλλων. Επιπρόσθετα, ο εθισμός και η επικίνδυνη χρήση προκαλούν ή συμβάλλουν σε περισσότερες από 70 άλλες καταστάσεις που απαιτούν ιατρική φροντίδα, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου, των αναπνευστικών παθήσεων, των καρδιαγγειακών παθήσεων, του HIV/AIDS, των επιπλοκών της εγκυμοσύνης, της κίρρωσης, των ελκών και του τραύματος». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Όπως επισήμανε στον «Φ» ο πρόεδρος του ΚΕΝΘΕΑ Μητροπολίτης Ησαΐας «το γεγονός ότι οι ουσιοεξαρτήσεις και οι εξαρτητικές συμπεριφορές είναι θέμα δημόσιας υγείας, είναι καμπανάκι που κτύπησε στην Κύπρο εδώ και πολλά χρόνια, αλλά δυστυχώς δεν το ακούν και δεν το λαμβάνουν υπόψη αυτοί που πρέπει. Υπάρχουν καλές προθέσεις και αξιωματούχοι που συμφωνούν, αλλά αυτό που λείπει είναι η πολιτική βούληση για να συμπεριληφθεί το πρόβλημα αυτό στο ΓεΣΥ και να θεωρηθεί θέμα δημόσιας υγείας. Τα ναρκωτικά έχουν εισχωρήσει στη ζωή και στην καθημερινότητά μας, στον τρόπο σκέψης, ψυχαγωγίας, επίλυσης προβλημάτων, σε βαθμό που επηρεάζεται το σύνολο της κοινωνίας και χρειάζεται μια τεράστια κοινωνική και θεσμική συμμαχία για ν’ αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά – ένας μεγάλος αριθμός τροχαίων δυστυχημάτων και μάλιστα σοβαρών συνδέονται με τη χρήση ουσιών, όπως και πολλά εγκλήματα, μεταξύ άλλων η εμπορία ανθρώπων και ο βίαιος ρατσισμός. Πρόσφατα υπήρξε συμπλοκή νεαρών σε ένα μνημόσυνο, που προφανώς είχε σχέση με χρήση ουσιών. Επίσης πρέπει να υπάρξουν περιορισμοί στην εύκολη πρόσβαση στις νόμιμες εθιστικές ουσίες. Δεν υπάρχει πτυχή του κοινωνικού ιστού που να μην επηρεάζεται από τις εξαρτήσεις. Αν οι εξαρτήσεις δεν είναι θέμα δημόσιας υγείας, τότε τι είναι θέμα δημόσιας υγείας; Πρέπει οι κρατικοί θεσμοί να λειτουργήσουν συμπεριληπτικά και να δώσουν «όπλα» και «σφαίρες» στους μη κυβερνητικούς οργανισμούς που μπορούν να βοηθήσουν, βεβαίως μέσα από έλεγχο, παρακολούθηση και εποπτεία».

 Ο πρόεδρος του ΚΕΝΘΕΑ έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο Πρωτόκολλο που αφορά έφηβους για θεραπεία αντί φυλάκισης σε σχέση με κατοχή και χρήση μικρών ποσοτήτων κάνναβης και μας είπε ότι «αυτό πρέπει να περιλάβει εκτός από τους ανήλικους και τους ενήλικες για όλες τις παράνομες ουσίες». Πρόσθεσε ότι «πολλοί άνθρωποι έχουν οικογενειακές και οικονομικές αποτυχίες, ψυχικά προβλήματα λόγω αυτών των αποτυχιών και πέφτουν στην παγίδα της χρήσης ουσιών που μπορεί να τους οδηγήσει στη διάπραξη διάφορων ποινικών αδικημάτων. Έχουν κι αυτοί δικαίωμα σε μια δεύτερη ευκαιρία, δεν είναι γεννημένοι εγκληματίες – κανένας δεν είναι γεννημένος εγκληματίας ή χρήστης ναρκωτικών ή κακός άνθρωπος. Και πρέπει η πολιτεία και κάθε κυβέρνηση να συμπεριφέρεται σαν μητέρα απέναντι στα παιδιά της – δεν τους κλείνεις την πόρτα, δεν τα διώχνεις, δεν τα κλείνεις σε ένα σκοτεινό κελί. Στη συμπεριφορά της πολιτείας βλέπουμε μόνο μια νομικιστική προσέγγιση και όχι γονική μέριμνα, όπως υπάρχει σε αναπτυγμένες χώρες, ιδιαίτερα στις σκανδιναβικές, που σκέφτονται «έξω από το κουτί» και πετυχαίνουν πολλά. Κάπου διάβασα και μου άρεσε ότι «αν χρειάζεται ολόκληρο χωριό για να στηρίξει και να σώσει ένα παιδί από κάτι κακό, χρειάζεται κι ένα ολόκληρο χωριό για να το «κακοποιήσει», αφού λόγω αδιαφορίας, το άφησε να κακοποιηθεί».

Προσφορά, ζήτηση και μια… αλλοπρόσαλλη πραγματικότητα

Στους βασικούς παράγοντες που όπως επισημαίνει η μελέτη του ΚΕΝΘΕΑ, οδηγούν στα κενά και στις αδυναμίες του συστήματος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την ασθένεια του εθισμού, περιλαμβάνεται η πολιτική για μείωση της προσφοράς, αντί για μείωση της ζήτησης και η ανεπαρκής κατανομή χρηματοοικονομικών πόρων». Προσθέτει περαιτέρω τα ακόλουθα: 

«Αν δούμε με βάση τον γενικό προϋπολογισμό του κράτους, φαίνεται πως κύριος στόχος της κυπριακής πολιτείας είναι η επιχορήγηση πολιτικών για τη μείωση της προσφοράς και όχι τη μείωση της ζήτησης, πράγμα που όλοι το δέχονται σαν τη λύση του προβλήματος. Αυτή είναι πράγματι μια πολύ αλλοπρόσαλλη πραγματικότητα, γιατί όποιον από τους υπευθύνους κρατικούς φορείς ρωτήσεις, θα απαντήσουν πως εργάζονται για την πρόληψη και… τη μείωση της ζήτησης. Τι γίνεται όμως στην πράξη; Ακριβώς το αντίθετο και δεν χρειάζεται κανένας να είναι ειδικός για να το καταλάβει. Από τις στατιστικές φαίνεται ο λάθος δρόμος που πήραμε, γιατί πάρα πολύ χαμηλά ποσοστά χορηγούνται για την πρόληψη και θεραπεία και υπάρχει διαφορά του 1 ευρώ στην πρόληψη, έναντι 57 ευρώ στην καταστολή. (Στοιχεία ΕΚΤΕΠΝ 2020). Οι οικονομικές επενδύσεις για την αντιμετώπιση του εθισμού και της επικίνδυνης χρήσης ουσιών την Κύπρο, στοχεύουν δυσανάλογα στην αντιμετώπιση των δαπανηρών συνεπειών τους στην υγεία και τις κοινωνικές συνέπειες, παρά στην αποτελεσματική εφαρμογή των διαθέσιμων προσεγγίσεων πρόληψης, παρέμβασης και θεραπείας. Η κατανομή αυτή γίνεται από την Αρχή Αντιμετώπισης Εξαρτήσεων Κύπρου και καλύπτει τις μη κυβερνητικές δομές και προγράμματα και εδώ δεν διαπιστώνονται παρεκκλίσεις από τα κριτήρια. Το μόνο θέμα που μας απασχολεί είναι η εγκατάλειψη από το 2007 της εφαρμογής της καθολικής πρωτογενούς πρόληψης και της μη οικονομικής επιχορήγησης προγραμμάτων κοινωνικής παρέμβασης σε σχολεία, ομάδες παιδιών, νέων, εφήβων και γονιών. Μέσα στα σχέδια για επενδύσεις στον τομέα της υγείας για τα επόμενα χρόνια δεν υπάρχει ούτε μια λέξη για ενίσχυση του τομέα της πρόληψης ή και θεραπείας των εθισμών». Άλλο βασικό κενό στο κυπριακό σύστημα υγείας, είναι σύμφωνα με το ΚΕΝΘΕΑ «η ανεπαρκής ενσωμάτωση της φροντίδας του εθισμού στην κύρια ιατρική πρακτική».

Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, «κάθε χρόνο περισσότερα από τα δύο τρίτα των ατόμων με εθισμό, υπολογίζεται ότι έρχονται σε επαφή με γιατρό πρωτοβάθμιας περίθαλψης ή γιατρό επείγουσας περίθαλψης. Οι περισσότεροι γιατροί και άλλοι επαγγελματίες υγείας αντιμετωπίζουν μόνο τα συμπτώματα της νόσου που παρουσιάζονται μπροστά τους, αλλά δεν αναγνωρίζουν ούτε διαγιγνώσκουν την ασθένεια του εθισμού, γιατί δεν έχουν τις αναγκαίες γνώσεις σχετικά με τον τρόπο παρέμβασης ή δεν γνωρίζουν τι να κάνουν με ασθενείς που παρουσιάζουν αναγνωρίσιμα και θεραπεύσιμα σημεία και συμπτώματα εθισμού».  Σύμφωνα με το ΚΕΝΘΕΑ υπάρχει επίσης «ανεπαρκής εκπαίδευση και κατάρτιση των παρόχων θεραπείας εθισμού και ανεπάρκεια προγραμματισμού για δημιουργία δομών υποδοχής και θεραπείας».

Ο φαύλος κύκλος στο νοσοκομείο Αθαλάσσας

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει το ΚΕΝΘΕΑ στην υποχρεωτική θεραπεία εθισμένων ατόμων στα πλαίσια του νοσοκομείου Αθαλάσσας. Αναφέρει στη μελέτη ότι: «Aυτή είναι μια νέα τοποθέτηση στην αντιμετώπιση της ουσιοεξάρτησης, γιατί με την κατάχρηση διεγερτικών ουσιών και την πρόκληση ψύχωσης, το εθισμένο άτομο ζει σε μια άλλη πραγματικότητα, που δεν του επιτρέπει με κανένα τρόπο να αποκτήσει νοσογνωσία και να ζητήσει οικειοθελώς την ένταξή του σε θεραπευτική διαδικασία. Ο μοναδικός χώρος όπου γίνεται τέτοιου είδους παρέμβαση στη βάση δικαστικού διατάγματος, είναι το νοσοκομείο Αθαλάσσας. Εκεί όμως προσφέρεται μόνο αντιμετώπιση της οξείας φάσης του ψυχωτικού επεισοδίου και λόγω της μη ύπαρξης δομών και θεραπευτικών προγραμμάτων, δεν προβλέπεται καμιά βοήθεια για απεξάρτηση και κοινωνική αποκατάσταση των εθισμένων ατόμων. Ακολουθεί η σύντομη απόλυση τους και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται. Εμείς πιστεύουμε πως κατά τη νοσηλεία τους, πρέπει να τους παρέχεται και η ευχέρεια να συμμετέχουν σε εξειδικευμένο πρόγραμμα απεξάρτησης και ψυχολογικής στήριξης εντός του ψυχιατρικού νοσοκομείου. Το ΚΕΝΘΕΑ ετοίμασε προτάσεις προς τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και την ΑΑΕΚ (Αρχή Αντιμετώπισης Εξαρτήσεων Κύπρου) για το ζήτημα αυτό και το επαναφέρει πολύ τακτικά. Το ΚΕΝΘΕΑ είναι έτοιμο μέσα στα πλαίσια του νοσοκομείου με την εξασφάλιση χώρου και πόρων με τον πιο γρήγορο τρόπο να λειτουργήσει τέτοιο πρόγραμμα. Η εμπειρία της συνεργασίας ΚΕΝΘΕΑ/ΑΑΕΚ και Εθνικής Φρουράς είναι το καλύτερο παράδειγμα συνεργασίας του κυβερνητικού με τον μη κυβερνητικό τομέα και αποτελεσματικής εφαρμογής τέτοιων προγραμμάτων. Οι οικογένειες των εξαρτημένων χρειάζονται βοήθεια στη διαχείριση των αγαπημένων τους, όταν πλέον λόγω της χρήσης γίνονται επικίνδυνοι για τον εαυτό τους ή για άλλους».

Στροφή στην πρόληψη

«Η αναθεώρηση της πολιτικής ενίσχυσης της μείωσης της προσφοράς και η αποφασιστική στροφή για την ενίσχυση της μείωσης της ζήτησης» είναι μια από τις βασικές εισηγήσεις του ΚΕΝΘΕΑ για αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος. Οι προτάσεις του περιλαμβάνουν την ανάγκη για «ενίσχυση όλων των καλών πρακτικών για ολοκληρωτική εφαρμογή προγραμμάτων πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψης σε όλα τα επίπεδα –κοινωνικό, κοινοτικό, οικογένειας και ατομικό– και για ενσωμάτωση του ελέγχου, της παρέμβασης, της διάγνωσης και της θεραπείας για επικίνδυνη χρήση ουσιών στην καθημερινή ιατρική πρακτική».

Εισηγείται επίσης «προσαρμογή των προγραμμάτων υποχρεωτικής θεραπείας των ψυχωτικών καταστάσεων που είναι αποτέλεσμα της κατάχρησης ψυχο-διεγερτικών ουσιών, με τη θεραπεία στον ίδιο χώρο και του σκέλους του εθισμού, δηλαδή της απεξάρτησης». Το ΚΕΝΘΕΑ ζητεί ακόμα τη «δημιουργία προγραμμάτων εκπαίδευσης σε όλους τους λειτουργούς υγείας για την αντιμετώπιση της επικίνδυνης χρήσης ουσιών και του εθισμού, τη δημιουργία Πρωτοκόλλου προτύπων διαπίστευσης, αναγνώρισης και πιστοποίησης Συμβούλων Εθισμού για επαγγελματίες υγείας που ασχολούνται με την αντιμετώπιση της επικίνδυνης χρήσης ουσιών και του εθισμού και συλλογική παρέμβαση στο ΓεΣΥ, αλλά και στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες για να παρέχουν κάλυψη για ολοκληρωμένη φροντίδα για τον εθισμό». 

Τέλος το ΚΕΝΘΕΑ τονίζει στη μελέτη του ότι «πρέπει να διευρυνθεί το Πρωτόκολλο που αφορά τους έφηβους που συλλαμβάνονται με μικρές ποσότητες για προσωπική τους χρήση και δεν προσάγονται ενώπιον της Δικαιοσύνης από την πρώτη φορά, αφού τους δίνεται η ευκαιρία να παρακολουθήσουν αριθμό συναντήσεων σε συγκεκριμένα θεραπευτικά κέντρα. Αν όμως επαναληφθεί το ίδιο αδίκημα, δικάζονται και για το πρώτο. Η θέση του ΚΕΝΘΕΑ είναι ότι για να οδεύσουμε με ασφάλεια στη θεραπεία και όχι στη φυλακή, αυτό πρέπει να διευρυνθεί σε όλες τις ηλικίες και για όλες τις παράνομες ουσίες».