Με την πλάτη στον τοίχο είναι χιλιάδες μονογονιοί, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι γυναίκες, οι οποίες επωμίζονται την ευθύνη φύλαξης, ανατροφής, παραγωγής εισοδήματος και εξυπηρέτησης δανείων που «κληρονομήθηκαν» από το γάμο. Το 67% αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης, το 51,4% κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, το 31% απώλεσε την εργασία του μετά το διαζύγιο.

Πρόκειται για τα συμπεράσματα της «Έρευνας για τις Οικονομικές Επιπτώσεις του Διαζυγίου», την οποία εκπόνησε το Ίδρυμα Προώθησης Ισότητας «ΥΠΑΤΙΑ» για λογαριασμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η εν λόγω έρευνα απασχόλησε προσφάτως την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου και υπογραμμίστηκε ότι παραμένει αναξιοποίητη, παρά το γεγονός ότι το 2020 κατατέθηκε από την Δημοκρατία στα Ηνωμένα Έθνη. Ζητήθηκε, δε, στο πλαίσιο κοινοβουλευτικού ελέγχου όπως τα εμπλεκόμενα Υπουργεία απαντήσουν γραπτώς για τις ενέργειες ή προθέσεις τους σε σχέση με την έρευνα.

Ενδεικτικά είναι όσα είπε στο πλαίσιο συνεντεύξεων της έρευνας, μια διαζευγμένη μητέρα, σε σχέση με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε: «Είναι μεγάλη η δυσκολία στην καθημερινή διαβίωση. Υπάρχει έλλειψη βασικών αναγκών στα τρόφιμα, στην ένδυση των παιδιών, στα βασικά έπιπλα του σπιτιού, όπως τραπέζι κουζίνας, κρεβάτια για τα παιδιά. Επίσης, μεγάλη δυσκολία στην πληρωμή των λογαριασμών, των εξόδων για τις σχολικές ανάγκες, το ενοίκιο. Υπήρχε μικρή βοήθεια από τη μητέρα μου, η οποία ήταν συνταξιούχος. Απεβίωσε δύο χρόνια μετά τον χωρισμό μου. Στην συνέχεια έκαμα δάνειο για την αντιμετώπιση των αναγκών, όμως με την οικονομική κρίση ήταν μεγάλο πρόβλημα η εξυπηρέτησή του και η κάλυψη καθημερινών αναγκών. Απευθύνθηκα στις Κοινωνικές Υπηρεσίες αλλά με αποθάρρυναν να υποβάλω αίτηση καθώς εργαζόμουν, χωρίς να λάβουν υπόψη ότι ήμουν χαμηλόμισθη. Απευθύνθηκα στον Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών για φοιτητικά δάνεια των τριών παιδιών μου. Χρειάζεται ριζική αλλαγή του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Να γίνει πιο ανθρωποκεντρικό και να βλέπει την κάθε περίπτωση ξεχωριστά».

Η συντριπτική πλειοψηφία, τουλάχιστον 70%, των γονέων που αναλαμβάνουν την ευθύνη φύλαξης και επιμέλειας των παιδιών είναι γυναίκες. Διεφάνη, μάλιστα, ότι επωμίζονται το βαρύ φορτίο όλων των ευθυνών της ζωής, από την παραγωγή εισοδήματος, την ανατροφή των παιδιών ως την εξυπηρέτηση δανείων/χρεών που «κληρονομήθηκαν» από τον γάμο.

Ωστόσο, μόλις το 61,4% των γυναικών έναντι του 83,5% των ανδρών εργάζονται με πλήρη απασχόληση. Την ίδια στιγμή διαφαίνεται ότι η ανεργία πλήττει περισσότερο τις διαζευγμένες γυναίκες, σε αναλογία περίπου 2 προς 1 έναντι των ανδρών. Συγκεκριμένα το 28,1% των γυναικών έναντι του 14,1% των ανδρών. Διαπιστώνεται, παράλληλα, ότι το οικογενειακό/φιλικό περιβάλλον συμβάλλει περισσότερο στην οικονομική ενίσχυση των ανέργων διαζευγμένων έναντι των επιδομάτων που προέρχονται από τους θεσμούς κοινωνικής προστασίας και του οικογενειακού δικαίου.

Οι διαζευγμένες με παιδιά αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Η ανάλυση των δηλωθέντων εισοδημάτων όσων συμμετείχαν στην έρευνα, κατέδειξε ότι το 51,4% των διαζευγμένων γυναικών ζει κάτω από το όριο της φτώχειας με ετήσιο εισόδημα που δεν υπερβαίνει τις €10.000. Στους άνδρες το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο 10,7%.  Πολύ μεγάλο ή μεγάλο πρόβλημα επιβίωσης μετά το διαζύγιο αντιμετώπισε το 67% των γυναικών (67,4% όταν υπάρχουν ανήλικα παιδιά) και το 34% των ανδρών (43,5% όταν υπάρχουν ανήλικα παιδιά). Η αναλογία γυναικών/ανδρών με πρόβλημα επιβίωσης ανέρχεται περίπου σε 2 προς 1.

Πρόβλημα στη συμφιλίωση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής αντιμετωπίζουν οι διαζευγμένες μητέρες, με την εργασία τους να γίνεται επισφαλής αντιμετωπίζοντας δυσκολίες στη διατήρηση της και στην ανέλιξη της καριέρας τους. Το 31,3% των γυναικών με ανήλικα παιδιά επηρεάστηκε με απώλεια της εργασίας μετά το διαζύγιο, έναντι του 17,9% των ανδρών. Το 59,7% των γυναικών με ανήλικα παιδιά αντιμετώπισαν δυσκολία στην εργασία τους μετά το διαζύγιο, έναντι του 38,4% των ανδρών. Το 32,8% των διαζευγμένων γυναικών με ανήλικα παιδιά είχε αρνητικές επιπτώσεις στην καριέρα του, έναντι του 17,9% των ανδρών. Το 37,3% των γυναικών με ανήλικα παιδιά είχε αρνητικές συνέπειες ως προς την πορεία ανέλιξης στην εργασία εξαιτίας του διαζυγίου, έναντι 20,5% των ανδρών. Το πιο διαδεδομένο εμπόδιο για την απασχόληση των μητέρων είναι η φροντίδα των παιδιών.

Μετά το διαζύγιο το 45% των ανδρών αντιμετώπισε απώλεια στέγης, έναντι του 18,5% των γυναικών. Σε περίπτωση που οι άνδρες έχουν ανήλικα παιδιά, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 56% έναντι του 19,4% των γυναικών. Αυτό διότι στις πλείστες περιπτώσεις οι οικογένειες που μένουν σε «πατρικές οικίες» αφορούν περιουσία/κληρονομιά ή και προίκα (για μεγαλύτερης ηλικίας ζευγάρια, προτού καταργηθεί η προίκα) των γυναικών.

Μεγάλο πρόβλημα αποτελεί και η εξυπηρέτηση στεγαστικού δανείου. Το 64,7% των γυναικών (67,5% όταν έχουν ανήλικα παιδιά) έναντι του 55% των ανδρών (51,6% όταν έχουν ανήλικα παιδιά) δυσκολεύονται να πληρώσουν. Μετά το διαζύγιο, παρατηρήθηκε επίσης απώλεια κοινωνικής ζωής και ψυχαγωγίας για το 79,2% των γυναικών έναντι του 52,9% των ανδρών.

Το 48,1% των γυναικών έναντι του 58,8% των ανδρών συμφωνούν ότι το δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους λόγους δημιουργίας χρεών και να τα επιμερίζει ανάλογα. Η ποιοτική έρευνα ανέδειξε, επίσης, το πρόβλημα χρεών που κληρονόμησαν εξ ολοκλήρου διαζευγμένες γυναίκες.

Η πλειοψηφία των διαζευγμένων προτιμά την επίλυση των περιουσιακών του διαφορών εξώδικα, εξοικονομώντας χρόνο και χρήμα μέσα από μια πιθανή συναινετική λύση. Υπάρχει, πάντως, έμφυλη διάσταση απόψεων ως προς τη «Δίκαιη επίλυση των περιουσιακών διαφορών». Το 61,3% των γυναικών θεωρούν ότι η επίλυση των διαφορών δεν ήταν δίκαιη, έναντι του 56,7% των ανδρών που τη θεωρούν δίκαιη.

Στόχος μιας κοινωνίας, υπογραμμίζεται στην έρευνα, πρέπει να είναι η ταχύτερη δυνατή επίλυσης των διαφορών με το χαμηλότερο κόστος και αυτό συνεπάγεται την σύντμηση και συνένωση των δικαστικών διαδικασιών. Η πολλαπλότητα των διαδικασιών του οικογενειακού δικαίου αποσυντονίζει τη διαδικασία επίλυσης των διαφορών, επιφορτίζοντας τους διάδικους με αχρείαστα έξοδα και καθυστερώντας αχρείαστα την θεραπείας των διαφορών.

Τις συνέπειες αυτής της κατάστασης επιφορτίζονται σε όλα τα επίπεδα κυρίως τα παιδιά και οι γυναίκες/γονείς που αναλαμβάνουν τη φύλαξη και φροντίδα των παιδιών. Ο ίδιος ο τρόπος απόδειξης των υποθέσεων δημιουργεί νέο πρόσθετο βάρος στον γονέα που αναλαμβάνει την φύλαξη των παιδιών, ο οποίος πρέπει να διεκδικήσει και να αποδείξει τα έξοδα διατροφής, τις ανάγκες των παιδιών αλλά και τα πραγματικά εισοδήματα του άλλου γονέα, καταλήγει η έρευνα.

Μονογονιοί: Ανεπαρκής η κρατική στήριξη και το ΕΕΕ

Το ΕΕΕ δεν αποτέλεσε επιλογή ή βιώσιμη λύση για τον μικρό αριθμό των συμμετεχόντων της έρευνας που κατάφεραν να το εξασφαλίσουν. Σύμφωνα με τον Παγκύπριο Σύνδεσμο Μονογονεΐκών Οικογενειών, η αφαίρεση ποσών διατροφής και επιδομάτων μονογονιού και τέκνου δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα στις διαζευγμένες μητέρες.

Συγκεκριμένα:

(α) Αφαιρούνται ως εισοδήματα από το ΕΕΕ οι διατροφές, το επίδομα τέκνου και το επίδομα μονογονιού. Διευκρινίζεται ότι πρόκειται για €480 ΕΕΕ συν €140 (για κάθε παιδί κάτω των 14 ετών) ή €240 (για άνω των 14 ετών). 

(β) Ψαλίδι στο επίδομα διαβίωσης μητέρας. Αφαιρώντας ολόκληρο το ποσό της διατροφής, το οποίο καταβάλλεται από τον πατέρα για τα παιδιά, αφαιρείται και μέρος από το ποσό διαβίωσης της μητέρας. Δηλαδή εάν η διατροφή είναι €300 για ένα παιδί κάτω των 14 ετών, αφαιρούνται τα €140 για το παιδί και ακόμη €160 από το ΕΕΕ.

Η διακριτική μεταχείριση έγκειται στο γεγονός ότι ένας πατέρας, ο οποίος δεν έχει την φύλαξη των παιδιών του και λαμβάνει ΕΕΕ, παίρνει ολόκληρο το ποσό (€480), ενώ από την μητέρα λήπτρια ΕΕΕ αφαιρείται από τα €480 το ποσό της διατροφής.

(γ) Αφαιρούνται από τα κρατικά επιδόματα, ακόμη και οι διατροφές που δεν εισπράττονται από τις μητέρες, λόγω οικονομικών προβλημάτων του πατέρα ή αδυναμίας του συστήματος είσπραξης ενταλμάτων. Αυτό οδηγεί στο θλιβερό αποτέλεσμα μητέρες και παιδιά να αποστερούνται και τη διατροφή και το ΕΕΕ.

Διαπιστώνεται, δε, σοβαρό πρόβλημα στην είσπραξη διατροφών. Στις περιπτώσεις, μάλιστα, που διαπιστωθεί ότι δεν καταβάλλονται διατροφές επειδή ο γονέας δεν έχει εισοδήματα, τότε δεν υπάρχει κανένα κρατικό μέτρο διασφάλισης της επιβίωσης των παιδιών, με αποτέλεσμα όλο το βάρος διατροφής και συντήρησης να πέφτει στους ώμους των γονιών που έχουν την φύλαξη.

Καταγγέλλεται από τον Σύνδεσμο ως απαράδεκτη η υποχρέωση της μητέρας να εκδίδει συνεχώς εντάλματα για τον πατέρα που δεν καταβάλει τις διατροφές, καθώς αυτό προκαλεί μεγάλο ψυχολογικό κόστος, ρήξη στις σχέσεις με τα παιδιά της, αλλά και με τον πατέρα, επιπρόσθετα από την ευθύνη μεγαλώματος των παιδιών της.

Μόλις το 25,6%  ικανοποιημένο από τη διατροφή

Το ύψος της διατροφής των παιδιών αφήνει ικανοποιημένο μόλις το 25,6% των δικαιούχων μητέρων, ενώ ευχαριστημένο είναι το 66,6% των πατέρων.

Η έρευνα έδειξε ότι ποσοστό 51,4% των γυναικών λαμβάνει κανονικά τη διατροφή από τον πρώην σύζυγο. Όμως, το 51,4% των γυναικών δήλωσαν ότι σε κάποιο στάδιο έχουν υποβάλει ένταλμα για την είσπραξη της διατροφής.

Θέση των οργανωμένων συνόλων προστασίας των διαζευγμένων, είναι ότι τα εντάλματα, οι παρακοές και οι φυλακίσεις πρέπει να είναι προσωρινά μέτρα και ότι την ευθύνη είσπραξης των διατροφών πρέπει να την αναλάβει το ίδιο το κράτος.

Η ποιοτική έρευνα δείχνει τις δυσκολίες των γυναικών που δεν λαμβάνουν διατροφή παιδιού λόγω ελλείψεων της νομοθεσίας. Σε ότι αφορά τους παράγοντες για την έκδοση διατάγματος διατροφής η έρευνα κατέγραψε τα εξής:

α) Το 44,4% των γυναικών διαφωνεί ότι το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των παιδιών, έναντι μόλις του 8,2% των ανδρών, καταγράφοντας μεγάλη απόκλιση ως προς το φύλο.

β) Το 57,7% των γυναικών έναντι του 21,1% των ανδρών πιστεύουν ότι το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την οικονομική κατάσταση του πατέρα και όχι των παιδιών.

γ) Το 19,2% των γυναικών έναντι του 40% των ανδρών πιστεύει ότι το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τον γονέα που έχει την φύλαξη των παιδιών.

δ) Το 42% του δείγματος θεωρεί ότι έκδοση εντάλματος είσπραξης διατροφής είναι αναποτελεσματική διαδικασία.

ε) Το 28,64% του δείγματος δήλωσε ότι συμφωνεί ότι δεν εκδίδεται διάταγμα διατροφής για σπουδές, στρατό. Ωστόσο, η ποιοτική έρευνα ανέδειξε το θέμα ως ένα από τα πρωταρχικά ζήτημα και έγνοια των διαζευγμένων μητέρων.