Ιερέας της Ρωσικής Εκκλησίας της Μητροπόλεως Λεμεσού, βάλλει κατά του Αρχιεπισκόπου Κύπρου και κατά της άδικης -όπως την χαρακτηρίζει- απόφασης της Ιεράς Συνόδου για εκθρόνιση του Μητροπολίτη Πάφου Τυχικού.

Ο πατήρ Σάββας Μιχαηλίδης σε τοποθέτησή του υποστηρίζει πως η συνοδική διαδικασία που επέλεξε ο Αρχιεπίσκοπος για τη συγκεκριμένη υπόθεση είναι αντίθετη με τις σχετικές πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου. Αναφέρεται στις εν λόγω πρόνοιες και στα δικαιώματα του κατηγορουμένου, ο οποίος μεταξύ άλλων θα έπρεπε να έχει συνήγορο, που επιλέγει ο ίδιος, μεταξύ κληρικών ή δικηγόρων.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το πρωτότυπο και απαράδεκτο της «δίκης» του Πάφου Τυχικού είναι ότι ο Αρχιεπίσκοπος, παρά το ότι είναι ο πρόεδρος της Συνόδου, ανέλαβε και τον ρόλο του κατηγόρου.

Με βάση τα όσα καταγράφει, λέει πως οι συνοδικοί πρέπει να αναθεωρήσουν τη δίκη και να λάβουν μια επιεικέστερη απόφαση. Την ίδια ώρα, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η περί τον Πατριάρχη Σύνοδος να αποφασίσει για το αντικαταστατικό της αποφάσεως και να επιβεβαιωθεί το αρχαίο ρητό «ο τρώσας και ιάσεται».

Αυτούσια η τοποθέτηση του ιερέα:

«Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου και ο Πάφου Τυχικός

Στον ηλεκτρονικό Φιλελεύθερο υπάρχει ένα άρθρο μου με τίτλο: «Η Ιερά Σύνοδος και ο πρώην Μητροπολίτης Κιτίου» (3 Νοεμβρίου 2022). Το άρθρο εκείνο αναφερόταν στην μη έγκαιρη αντιμετώπιση από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου της υπόθεσης του πρώην Μητροπολίτη Κιτίου. Τώρα είμαι στην δυσάρεστη θέση να αρθρογραφὠ για την αντικαταστατική συνοδική διαδικασία, που οδήγησε στην άδικη εκθρόνιση του Πάφου Τυχικού από την πλειοψηφία των συνοδικών.

Η συνοδική διαδικασία που επέλεξε ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος για την υπόθεση του Πάφου Τυχικού είναι αντίθετη με τις σχετικές πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου. Το κεφάλαιο του Καταστατικού Χάρτη που φέρει τον τίτλο Ποινική Δικονομία χωρίζεται σε δύο τμήματα: την Προδικασία (άρθρα 1 – 19) και την Κύρια Διαδικασία (άρθρα 20 – 46). Πρώτο βήμα της προδικαστικής διαδικασίας είναι η παραπομπή της καταγγελίας κατά κληρικού, μοναχού και λαϊκού στην Ανακριτική Επιτροπή, εφ’ όσον η καταγγελία αφορά μεγάλης σημασίας εκκλησιαστικά αδικήματα (τα μικρά αδικήματα εξετάζει ο οικείος επίσκοπος). Η Ανακριτική Επιτροπή αποτελείται από πέντε κληρικούς, εκ των οποίων οι τρεις τουλάχιστον είναι αρχιερείς. Η θητεία της είναι πενταετής και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι μόνιμη επιτροπή. Η Ανακριτική Επιτροπή ερευνά την καταγγελία (μπορεί να δράσει και αυτεπαγγἐλτως), ώστε να διαπιστώσει αν υπάρχουν ενδείξεις για εκκλησιαστικό αδίκημα. Στα πλαίσια αυτής της έρευνας η Επιτροπή μπορεί να διορίσει ως ανακριτή ένα από τα μέλη της. Αν ο υπό διερεύνηση κληρικός είναι αρχιερεύς, τότε ως ανακριτής διορίζεται ένας από τους τρεις αρχιερείς, που είναι μέλη της Επιτροπής. Η Ανακριτική Επιτροπή εξετάζει τον φάκελο της ανακρίσεως και το πόρισμα του ανακριτή, και αν αποφασίσει την άσκηση διώξεως ορίζει έναν κληρικό ως εκκλησιαστικό εισαγγελέα. Ἐργο του εισαγγελέα είναι η σύνταξη του κατηγορητηρίου. Τό άρθρο 17 της Προδικασίας δίνει λεπτομερή καθοδήγηση για την σύνταξη του κατηγορητηρίου. Το άρθρο 19 αναφέρει τα εξής ως προς την καταχώρηση του κατηγορητηρίου: «Μετά την σύνταξη του κατηγορητηρίου, ο Εκκλησιαστικός Εισαγγελεύς καταχωρίζει το κατηγορητήριο στην γραμματεία του αρμόδιου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και στην συνέχεια αποστέλλει στον κατηγορούμενο αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων, το κατηγορητήριο και κλήση, που απευθύνεται προς αυτόν, για να εμφανισθεί σε συγκεκριμένη ημέρα και ώρα ενώπιον του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου». Προσθέτω ότι το άρθρο 26 της Κύριας Διαδικασίας αναφέρει έξι δικαιώματα του κατηγορουμένου. Τα κυριότερα δικαιώματά του είναι τα πρώτα τέσσερα, τα οποία αντιγράφω από τον Καταστατικό Χάρτη επισημαίνοντας εντός αγκυλών τις παρατηρήσεις μου:

α) Να πληροφορηθεί τους λὀγους, για τους οποίους καλείται να εμφανισθεί ενώπιον Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου. [Αυτό δεν έγινε για τον Τυχικό, ο οποίος πληροφορήθηκε τις εναντίον του κατηγορίες κατά την δίκη του].

β) Να προβάλει τους ισχυρισμούς του ενώπιον του δικάζοντος Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και να έχει επαρκή χρόνο και διευκόλυνση για την προπαρασκευή της υπερασπίσεώς του. [ Δεν δόθηκε κανένας χρόνος στον Τυχικό για την προπαρασκευή της υπεράσπισής του και κλήθηκε να απαντήσει αμέσως και προφορικώς στις κατηγορίες].

γ) Να εξετάζει ή να προκαλεί την εξέταση μαρτύρων κατηγορίας, και να ζητεί την προσέλευση και εξέταση μαρτύρων υπερασπίσεως με τους ίδιους όρους, που ισχύουν για τους μάρτυρες κατηγορίας.

δ) Να έχει συνήγορο, που επιλέγει ο ίδιος, μεταξύ κληρικών ή δικηγόρων…

Αντί της ανωτέρω δικαστικής διαδικασίας που προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Γεώργιος επέλεξε να μετατρέψει αιφνιδίως μια έκτακτη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου σε Συνοδικό Δικαστήριο, για να κρίνει κατηγορίες κατά ενός επισκόπου. Το πρωτότυπο και απαράδεκτο της «δίκης» του Πάφου Τυχικού είναι ότι ο Αρχιεπίσκοπος, παρά το ότι είναι ο πρόεδρος της Συνόδου, ανέλαβε και τον ρόλο του κατηγόρου με το πολυσέλιδο κατηγορητήριο, που παρουσίασε και ανέγνωσε στους Συνοδικούς. Τελικά φαίνεται ότι ένας υπό κατηγορία ιερέας μπορεί να έχει την ευκαιρία μιας δίκαιης δίκης από την Σύνοδο, όπως συνέβη στο παρελθόν, ενώ ένας επίσκοπος μπορεί να δικασθεί με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν γνωρίζω, άν κάποιοι συνοδικοί αντέδρασαν για την αντικαταστατική διαδικασία. Ακόμη η ποινή της εκθρονίσεως, που η πλειοψηφία των συνοδικών επέβαλε στον Πάφου Τυχικό, είναι προφανώς ασύμμετρη προς τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Η Σύνοδος θα μπορούσε να κάνει κάποιες συστάσεις στον Πάφου Τυχικό λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι πρόσφερε στο ποίμνιό του ένα πολύ καλό παράδειγμα πράου και ταπεινού επισκόπου και το ότι παραδέχθηκε ότι έκανε κάποια λάθη. Και τώρα για να δώσουν στον Τυχικό κάποια θέση στην Εκκλησία, του ζητούν να υπογράψει λίβελλο, ως εάν κατηγορείται για δογματικές κακοδοξίες.

Όσοι ασκούν εξουσία στην Εκκλησία ή στην Πολιτεία πρέπει να έχουν υπ’ όψιν τους ένα σπουδαίο ρητό του άγγλου ρωμαιοκαθολικού αριστοκράτη Lord Acton (1834 – 1902): «authority tends to corrupt and absolute authority corrupts absolutely» (η εξουσία τείνει να διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα). Ως προς την κατάχρηση της πολιτειακής εξουσίας υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδες, όπως ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, οι κρατικές υπηρεσίες ελέγχου, η κριτική των μέσων και ακόμη η δυνατότητα της καταψήφισης αυταρχικών πολιτικών ηγετών στις εκλογἐς. Στην Εκκλησία όμως υπάρχει η ισοβιότης των επισκόπων και το κύριο αντιστάθμισμα στην περίπτωση επισκοπικής αυθαιρεσίας είναι η ορθή λειτουργία της συνόδου.

Η έντονη κριτική της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου στην Κύπρο και στην Ελλάδα, τόσον ως προς την διαδικασία όσον και ως προς την ποινή, πρέπει να οδηγήσει τους συνοδικούς στην αναθεώρηση της δίκης και την λήψη μιας επιεικέστερης απόφασης. Αυτή η πράξη θα αποδείξει στον λαό ότι η Σύνοδος έχει το θάρρος να αναθεωρεί ατυχείς αποφάσεις της.

Έρχομαι τώρα στο δικαίωμα ενός καταδικασθέντος κληρικού στην έφεση, που σήμερα δεν υπάρχει για τον Τυχικό εντός της Εκκλησίας της Κύπρου, διότι η καταδίκη του έγινε από το ανώτατο εκκλησιαστικό δικαστήριο, την Ιερά Σύνοδο. Εισηγούμαι την δημιουργία ενός ειδικού κληρικολαϊκού εφετείου από διακεκριμένους νομικούς και ιερωμένους, που κατόπιν εφέσεως του καταδικασθέντος από την Σύνοδο κληρικού, θα κρίνει μόνο την ορθότητα της εκκλησιαστικής διαδικασίας. Συμφέρει στην Εκκλησία της Κύπρου να έχει ένα τέτοιο ανεξάρτητο εφετείο, που θα αποφαίνεται για την νομιμότητα της συνοδικής διαδικασίας αντί να αντιμετωπίζει την δημόσια αμφισβήτηση της διαδικασίας. Η προσφυγή του Πάφου Τυχικού στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, που προνοείται από τον Καταστατικό Χάρτη, καλώς έγινε, παρά το ότι ο ίδιος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος παραπονέθηκε στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου για τον Τυχικό. Δεν αποκλείω το ενδεχόμενο η περί τον Πατριάρχη Σύνοδος να αποφασίσει για το αντικαταστατικό της αποφάσεως και να επιβεβαιωθεί το αρχαίο ρητό «ο τρώσας και ιάσεται».

Τἐλος ήθελα να διευκρινίσω τον δυσνόητο όρο αποτείχιση, που αναφέρεται συχνά στην υπόθεση του Τυχικού. Η λέξη σημαίνει την διακοπή της μνημόνευσης του οικείου επισκόπου από ιερέα κατά την Θεία Λειτουργία λόγω κακoδοξιών του επισκόπου. Αυτό είναι στην παράδοση της Εκκλησίας και δεν συνιστά αίρεση. Η μη μνημόνευση του επισκόπου πρέπει να συμβαίνει, όταν υπάρχουν πραγματικές και προκλητικές κακοδοξίες του επισκόπου και όχι «με ψύλλου πήδημα». Η καλλιέργεια της εντύπωσης ότι ο επίσκοπος λόγω του αξιώματός του ορθοτομεί αυτομάτως την ευαγγελική αλήθεια αντιτίθεται στην ιστορική πραγματικότητα και στην κοινή λογική. Δυστυχώς μερικοί ορθόδοξοι επίσκοποι προκαλούν τα αισθήματα των πιστών, όταν στις σχέσεις τους με τους ρωμαιοκαθολικούς δίνουν την εντύπωση ότι η Ορθοδοξία και ο Ρωμαιοκαθολικισμός είναι αδελφές εκκλησίες. Δεν διακατέχομαι από αντιρωμαιοκαθολικές προκαταλήψεις και μάλιστα στην νεότητά μου ήμουν μεταπτυχιακός φοιτητής σε ρωμαιοκαθολική θεολογική σχολή στην Γερμανία. Πιστεύω όμως ότι οι ιεράρχες και οι θεολόγοι πρέπει να διαφωτίζουμε τον λαό ως προς την ορθόδοξη θεώρηση των ρωμαιοκαθολικών: Η Ορθοδοξία θεωρεί τους ρωμαιοκαθολικούς αιρετικούς, διότι έχουν δογματικές παρεκκλίσεις (παπικό πρωτείο και αλάθητο, Filioque και άλλα). Αντιθέτως ο Ρωμαιοκαθολικισμός θεωρεί τους ορθοδόξους απλώς σχισματικούς, αφού δεν έχουμε κοινωνία μαζί τους».