Εξαιρετικά προβληματική χαρακτηρίζει ο νομικός Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, τη δεύτερη καταδίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για παραβίαση δικαιωμάτων θυμάτων σε υποθέσεις στις οποίες το αντικείμενο είναι βιασμός, σε διάστημα μόλις λίγων μηνών.

Ιδίως, όπως αναφέρει σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διότι και στις δύο περιπτώσεις τα ευρήματα του ΕΔΔΑ αναφέρονται σε προκαταλήψεις και εσφαλμένες προσεγγίσεις της έννοιας της συναίνεσης, που παρεμποδίζουν την αποτελεσματική προστασία των θυμάτων και τους δημιουργούν έλλειψη εμπιστοσύνης για το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.

«Υπάρχει όμως ένα ευρύτερο ζήτημα που από σύμπτωση είχα επαναλάβει και προ ολίγων μόλις ημερών: η θέση ότι το «ανέλεγκτο» των εξουσιών που ασκεί ο Γενικός Εισαγγελέας πρέπει να τυγχάνει ερμηνείας από τα κυπριακά δικαστήρια σύμφωνα και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν προβλέπεται (τουλάχιστον πριν την επικείμενη μεταρρύθμιση) δυνατότητα απευθείας ελέγχου των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα για αναστολή ή διακοπής δίωξης, δεν πρέπει να θεωρείται ότι εμποδίζει και τον έμμεσο έλεγχο μέσω διαδικασιών στις οποίες το ζητούμενο είναι αν με την απόφαση παραβιάζονται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα του θύματος και οι θετικές υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας», όπως εξηγεί.

Σύμφωνα με τον κ. Αιμιλιανίδη, αυτό έπραξε ουσιαστικά το ΕΔΔΑ στις δύο προαναφερόμενες υποθέσεις και την ίδια εξουσία έχουν και τα κυπριακά δικαστήρια και θα έπρεπε να την ασκούν. Τα εθνικά δικαστήρια, συνεχίζει, «έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) χωρίς να χρειάζεται προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο του οποίου ο ρόλος είναι επικουρικής φύσης. Προς την αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε δυστυχώς η πρόσφατη απόφαση στην Π.Ε. 240/16, στην οποία σε αγωγή κακόβουλης δίωξης λέχθηκε κατ’ έφεση ότι η ανέλεγκτη κρίση του Γενικού Εισαγγελέα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά παραβίαση της ΕΣΔΑ ή να ελεγχθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο».