Σε απόγνωση βρίσκονται συνταξιούχοι του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια αναμένουν να τους αναγνωριστεί η περίοδος που απασχολήθηκαν στο ίδρυμα ως συνεργάτες –προτού να μονιμοποιηθούν– ώστε να επιμετρήσει στη σύνταξή τους. Όπως ανέφερε στον «Φ» εκ μέρους των συνταξιούχων, ο Δώρος Νικολάου, το ΡΙΚ τους εμπαίζει βρίσκοντας διαρκώς δικαιολογίες. Δυστυχώς, εξηγεί, δεν υπάρχει η δυνατότητα προσφυγής στη Δικαιοσύνη, λόγω ηλικίας και οικονομικής αδυναμίας.
Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του ΡΙΚ, Σταύρος Γεωργιάδης, μας ανέφερε από τη δική του πλευρά, πως δεν υπάρχουν μισθολογικά στοιχεία για αυτά τα άτομα και επομένως δεν καλύπτεται από τον νόμο καμία αναπροσαρμογή. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας πως αυτά τα άτομα θυματοποιήθηκαν, το ΡΙΚ αποφάσισε τιμής ένεκεν να τους προσφέρει ένα μικρό εφάπαξ πόσο κατ’ αναλογία και με τα χρόνια που διεκδικούν να αναγνωριστούν.
Κατά τον κ. Νικολάου, η προσπάθειά τους ξεκινάει από το 2020, όπου απευθύνονται στο ΡΙΚ και άλλους αρμόδιους φορείς, ζητώντας να εφαρμοστεί η νομοθεσία του 1997 και να συμπεριληφθεί στο ποσό της σύνταξής τους και η περίοδος που ήταν συνεργάτες στο ΡΙΚ, η οποία κυμαίνεται από δύο έως 13 έτη. Απευθύνθηκαν ακόμη και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εντούτοις, το πρόβλημά τους δεν βρήκε λύση. «Το ΡΙΚ μας εμπαίζει και βρίσκει διαρκώς δικαιολογίες», υπογράμμισε ο κ. Νικολάου και πρόσθεσε: «Βιώνουμε κοροϊδία από πλευράς διεύθυνσης και διοίκησης του ΡΙΚ. Μας εμπαίζουν από τις αρχές του 2021. Μας απαντούν ότι το εξετάζουν. Ότι θα απαντήσουν σε ένα μήνα. Ότι ζητούν νομική συμβουλή και άλλες δικαιολογίες».
Οι επηρεαζόμενοι, συνεχίζει ο κ. Νικολάου, ζητούσαν επανειλημμένως όταν εργάζονταν στο ΡΙΚ, όπως συμπεριληφθούν τα χρόνια αυτά στη σύνταξή τους. Εντούτοις, είπε, το αίτημά τους απορρίπτονταν κατ’ εξακολούθηση, χωρίς να υπάρχει αιτιολόγηση.
«Το 2020 λάβαμε μια επιστολή από τον αναπληρωτή διευθυντή του ΡΙΚ, μέσω της οποίας μας αναγνώριζαν την προϋπηρεσία που είχαμε ως συνεργάτες. Μας καλούσε να υποβάλουμε ό,τι χαρτιά είχαμε στη διάθεσή μας ως αποδεικτικά, ώστε να επικαιροποιηθεί η σύνταξή μας». Εκ τότε, αναφέρει με αγανάκτηση ο κ. Νικολάου, δεν υπήρξε εξέλιξη. «Αποταθήκαμε κάποιοι από εμάς σε δικηγόρους. Όμως, δεν υπάρχει η δυνατότητα να πάμε στα Δικαστήρια. Θα είναι μια χρονοβόρα διαδικασία και εμείς είμαστε από 75 έως 90 ετών. Δεν υπάρχει ούτε το σθένος, ούτε ο χρόνος».
Οι επηρεαζόμενοι συνταξιούχοι απευθύνθηκαν και στην Επίτροπο Διοικήσεως (Αύγουστο 2023), «η οποία έλαβε ως απάντηση από την διεύθυνση του ΡΙΚ ότι “δεν είναι σύννομος ο υπολογισμός σύνταξης για μερική και έκτακτη απασχόληση”. Με άλλα λόγια η εσωτερική επιτροπή του ΡΙΚ αρνείται τη νομοθεσία (σ.σ. του 1977)», είπε.
Οι επηρεαζόμενοι συνταξιούχοι, μέσω επιστολής, αποτάθηκαν, τον Ιανουάριο του 2024, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. «Η Προεδρία έδωσε οδηγίες στο υπουργείο Εσωτερικών, όπου και υπάγεται το ΡΙΚ, για να δει το ζήτημά μας. Ακόμη και στην αλληλογραφία της διεύθυνσης του ΡΙΚ με το Υπουργείο, προτάσσονται ψευδείς δικαιολογίες. Μεταξύ άλλων, ότι ζητούμε επιδόματα και υπερωρίες, πράγμα που δεν υφίσταται», είπε ο κ. Νικολάου.
Πλέον, αναφέρει ο κ. Νικολάου, το ΡΙΚ άλλαξε το αφήγημά του και ισχυρίζεται πως δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την περίοδο που εργάστηκαν ως συνεργάτες οι επηρεαζόμενοι συνταξιούχοι και ότι «λόγω έλλειψης στοιχείων, δεν μπορεί να γίνει ο υπολογισμός της σύνταξης», είπε.
Το Μάρτιο του 2025, συνεχίζει ο κ. Νικολάου, υπήρξε μια συμφωνία πλαίσιο μεταξύ των συντεχνιών ΣΕΚ και ΠΕΟ με το ΡΙΚ, η οποία (αν και δεν τους κοινοποιήθηκε, όπως είπε) αφορά στη διευθέτηση διαφόρων αιτημάτων συνταξιούχων του ΡΙΚ, από το ίδρυμα.
Εν τέλει, σημείωσε ο κ. Νικολάου, το ΡΙΚ εκπόνησε μελέτη βάσει της οποίας αποφασίστηκε, μετά από προσθαφαιρέσεις, να τους δοθούν ως εφάπαξ €350 επί τα χρόνια που δούλεψαν ως συνεργάτες. Δηλαδή, κάποιος με διετία να λάβει €700.
Βεβαίως, υπογραμμίζει ο κ. Νικολάου, οι επηρεαζόμενοι δεν ικανοποιούνται με την εν λόγω λύση, αφού χωρίς την αναγνώριση των επίμαχων χρόνων εργασίας, θα συνεχίσουν να λαμβάνουν πενιχρή σύνταξη της τάξεως των €450.
«Θέλουμε να εφαρμοστεί η νομοθεσία και οι συμφωνίες που έγιναν. Να λάβουμε ξεκάθαρη θέση και να μεσολαβήσουν τα υπουργεία Εσωτερικών, Οικονομικών και Εργασίας. Να λάβουν αυτοί οι άνθρωποι όσα τους αναλογούν. Τι θέλουν; Να κάνουμε διαμαρτυρίες με τα αναπηρικά αμαξίδια και τα μπαστουνάκια;», διερωτήθηκε.
Στ. Γεωργιάδης: Αναμένουμε ότι θα πληρωθούν προσεχώς
Δεν υπάρχουν τα απαραίτητα μισθολογικά στοιχεία για αναπροσαρμογή στη σύνταξη, υπογράμμισε ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του ΡΙΚ, Σταύρος Γεωργιάδης. Ωστόσο, προσπάθησαν να βρουν μια λύση, είπε και για αυτό πριν από λίγους μήνες υπέγραψαν συμφωνία – πλαίσιο με την ΣΕΚ και την ΠΕΟ.
«Για να πάρουν σύνταξη έπρεπε να υπάρχει έγγραφο πρώτου μισθού. Όμως, οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι, εξ υπαιτιότητας του ΡΙΚ, δεν έχουν κανένα έγγραφο. Όχι μόνο πρώτου μισθού, αλλά και άλλα», είπε και πρόσθεσε ότι χωρίς αυτά τα έγγραφα δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί καμία αύξηση στη σύνταξή τους.
Επιδίωξαν, είπε ο κ. Γεωργιάδης να βρουν στοιχεία από τον Φόρο και τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, όμως εκείνη την εποχή οι Υπηρεσίες δεν διατηρούσαν αρχείο. «Υπό κανονικές συνθήκες δεν έπρεπε να πάρουν τίποτα! Χωρίς να φταίνε. Θα έπρεπε να πάνε στο Δικαστήριο, όμως είναι ηλικιωμένοι. Το πήραμε πάνω μας ως διοικητικό συμβούλιο για να τους αναγνωριστεί έστω κάτι. Έτσι, προτείναμε να τους αναγνωριστούν όλα τα χρόνια και να πολλαπλασιαστούν με €350ανά έτος ως εφάπαξ. Με βάση το νόμο, ίσως, δεν τα δικαιούνται», είπε.
«Ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη», είπε ο κ. Γεωργιάδης και πρόσθεσε πως θα τους προσφέρουν το ποσό αυτό τιμής ένεκεν μετά και από την μεσολάβηση του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Πλέον, είπε, αναμένεται τις ερχόμενες εβδομάδες να κληθούν οι επηρεαζόμενοι συνταξιούχοι και να λάβουν το εφάπαξ. «Δεν φταίνε οι άνθρωποι, φταίει το ΡΙΚ», επανέλαβε.
Αναμένουν θεραπεία
Ο «Φ» επικοινώνησε και με τις συντεχνίες ΣΕΚ και ΠΕΟ και μας επιβεβαίωσαν πως υπάρχει το πρόβλημα με τους συνταξιούχους του ΡΙΚ, οι οποίοι και αδικήθηκαν στον υπολογισμό της σύνταξής. Τον περασμένο Μάρτιο υπογράφτηκε συμφωνία «επί της αρχής», όπως μας διευκρινίστηκε με το διοικητικό συμβούλιο του ΡΙΚ, στην οποία καταδεικνύονταν το πρόβλημα και η υποχρέωση του ΡΙΚ να το εξετάσει και δώσει κάποια θεραπεία.