Δικηγόρος καταδικάστηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο σε πρόστιμο €3.500 και €1.500 έξοδα της διαδικασίας για την κατηγορία της επίδειξης διαγωγής ασυμβίβαστης προς το επάγγελμα του δικηγόρου κατά παράβαση του άρθρου 17(1) του περί Δικηγόρων Νόμου Κεφ. 2.

Η εγκαλούμενη δικηγόρος έχει κριθεί ένοχη διάπραξης του πειθαρχικού παραπτώματος μετά από ακροαματική διαδικασία αφού αρνείτο την κατηγορία που της είχε προσαφθεί. Τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το υπό αναφορά παράπτωμα αφορούν, με βάση το κατηγορητήριο, το συνολικό χρηματικό ποσό των €13.900 που ανήκει στην παραπονούμενη (η καταγγελία έγινε το 2014) και που παρέλειψε να εμβάσει στη δικαιούχο εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ή το συντομότερο δυνατόν παρά το γεγονός ότι οχλήθηκε έντονα προς τούτο.

Σύμφωνα με την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η παραπονούμενη ήταν πελάτιδα της δικηγόρου και της ενεπισπεύθη το ποσό των €25.080 για ασφαλή φύλαξη και διάθεση του σύμφωνα με τις εκάστοτε οδηγίες της δικαιούχου παραπονούμενης. Η εγκαλούμενη έχει διαθέσει για λογαριασμό της δικαιούχου το μεγαλύτερο μέρος του κατατεθέντος ποσού, της επέστρεψε το ποσό €9.930, ενώ κατακράτησε για κάλυψη ισχυριζόμενης δικηγορικής αμοιβής για εξωδικαστηριακές υποθέσεις το ποσό €4.950.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του Συμβουλίου που περιλαμβάνονται στην απόφαση του, η εγκαλούμενη χωρίς κανένα δικαίωμα κατακράτησε το ποσό €3.230 για αμοιβή ισχυριζόμενων υπηρεσιών. Για τον υπολογισμό της εύλογης αμοιβής της εγκαλούμενης για εξωδικαστηρικές υπηρεσίες είχε υποβληθεί αίτημα στην Επιτροπή Αμοιβών του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.

Η Επιτροπή καθόρισε ως εύλογη αμοιβή των υπηρεσιών της εγκαλούμενης το ποσό €450, ενώ η εγκαλούμενη κατακράτησε το ποσό €3.680 για προσφερθείσες εξωδικαστηριακές υποθέσεις και ποσό €1.270, αφορά άλλες δικαστηριακής φύσης υπηρεσίες. Η απόφαση της Επιτροπής Αμοιβών εξεδόθη στις 23 Ιουνίου 2017 και δεν έχει προσβληθεί από την εγκαλούμενη. Η εγκαλούμενη κατακράτησε το ποσό €3.230 (αν αφαιρεθούν τα €450 που ήταν η αμοιβή της), παρά την απόφαση της Επιτροπής Αμοιβών και δεν το κατέβαλε στη δικαιούχο/παραπονούμενη μέχρι σήμερα.

Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, το παράπτωμα που διέπραξε η εγκαλούμενη είναι αφεαυτού σοβαρό και συνιστά πλήγμα που κλονίζει ουσιωδώς το κύρος και την αξιοπιστία του επαγγέλματος του δικηγόρου. Η εμπίστευση και γενικά η φύλαξη από δικηγόρο περιουσιακών στοιχείων και δη χρημάτων είναι σοβαρή ευθύνη και μπορεί να λεχθεί συνήθης πρακτική στην άσκηση του επαγγέλματος και η παράνομη κατακράτηση τους από το δικηγόρο στον οποίο αυτά εμπιστεύονται πλήττει τα θεμέλια της σοβαρότητας και αξιοπιστίας του επαγγέλματος.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση η σοβαρότητα του παραπτώματος επιτείνεται αφού το ύψος της αμοιβής της εγκαλούμενης έχει καθορισθεί τελεσίδικα από την Επιτροπή Αμοιβών. Η συνέχιση της κατακράτησης του σχετικού ποσού, μετά την απόφαση της Επιτροπής και μέχρι σήμερα είναι έντονα κατακριτέα και απαράδεκτη. Η προβληθείσα δικαιολογία για μη επικύρωση της απόφασης της Επιτροπής από το Δικαστήριο είναι νομικά απαράδεκτη ως ήδη αποφάσισε το Συμβούλιο. Η παραπονούμενη μπορεί, βέβαια, να εξετάσει τη λήψη κατάλληλων δικαστικών μέτρων εναντίον της εγκαλούμενης για την παράνομη κατακράτηση χρημάτων της.

Τελικά το Συμβούλιο της επέβαλε ποινή προστίμου €3.500 και να καταβάλει στο Ταμείο του Πειθαρχικού Συμβουλίου και το ποσό €1.200 έναντι των εξόδων του για την διεξαγωγή της παρούσας διαδικασίας.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο απάρτιζαν οι Πάμπος Ιωαννίδης Πρόεδρος, Ανδρέας Χάσικος και Αλέκος Αργυρού, μέλη.