Τον ταξικό διαχωρισμό αναλύει ο Γεώργιος Δημητριάδης. 
Για ποικίλους λόγους, αλλά κυρίως για την αποφυγή συναισθματικών συγκρούσεων, σοβαρές συζητήσεις οι οποίες να οδεύουν προς μία κοινή συμφωνία στο ποια τάξη αποτελεί την πλειοψηφική στην Κύπρο αποφεύγονται τόσο στα μέσα ενημέρωσης όσο και σε χώρους οικογενειακούς και εργασίας. Ο γιος του πρώην Προέδρου, Δημήτρη Χριστόφια, χαρακτήρισε πρόσφατα τον εαυτό του ως περήφανο εγγονό της πλύστρας. Τέτοιες δηλώσεις στη σημερινή Κύπρο από νεαρό πρόσωπο φέρνουν στη φόρα μερικά σοβαρά ερωτήματα περί του θέματος της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στη χώρα μας. Για τα πρακτικά, ας κάνουμε μερικά ερωτήματα. Η κοινωνική τάξη εξαρτάται μόνο από το εισόδημα; Η κατοχή περιουσιακών στοιχείων δεν έχει ρόλο στον υπολογισμό κοινωνικής διαστρωμάτωσης; Η κοινωνική τάξη καθορίζεται μόνο και μόνο από τον επαγγελματικό τίτλο και τον μισθό; Στην εποχή που η αξία ακόμη και μικρών τεμαχίων οικιστικής γης σε αρκετά απόμερα χωριά ισοδυναμεί με οικονομίες μερικών χρόνων, μπορεί κανείς να αρνείται την άμεση σχέση περιουσίας-κοινωνικής θέσης; Στο ίδιο σκαλοπάτι της κοινωνικής ιεραρχίας ανήκει ένας βουλευτής πολύτεκνος πρόσφυγας με συνάδελφο κάτοχο σημαντικών περιουσιακών στοιχείων; To ίδιο ισοπεδωμένο κύρος δίνεται και στους δύο από όλα τα στρώματα της κοινωνίας μας; Με μεγάλη βεβαιότητα μπορεί κανείς να αποκλείσει την πιθανότητα αρκετές κυρίες που εργαζόντουσαν ως «πλύστρες» ή σε παρόμοια επαγγέλματα γύρω στη δεκαετία του 1940 να είχαν στην κατοχή τους τεμάχια γης τα οποία, με τις σημερινές τους αξίες, να έχουν επιφέρει σημαντικά πλούτη στους απογόνους αυτών των κυριών; Δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η κυπριακή οικονομία χαρακτηριζόταν ως κυρίως αγροτική την εποχή εκείνη. Εύκολα συμπεραίνει κανείς πως ο Χριστόφιας εντάσσεται σε μια πολυάριθμη ομάδα σημερινών νεαρών ατόμων με παππούδες οι οποίοι ανήκαν στην τάξη των προλετάριων. Το υπονοούμενο τέτοιων δηλώσεων είναι πως μόνο η θέση εργασίας μας, μαζί με αυτήν των προγόνων μας, καθορίζει τη θέση μας εντός της σημερινής μορφής κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Οι ξένοι ήρθαν και έδεσαν. Μαζί τους έφεραν χρηματικά ποσά που έχουν εκτοξεύσει τις τιμές τον τεμαχίων γης σε, μέχρι πρότινος, αφάνταστα ύψη. 
Στην Ιστορία έχουν πλέον ενταχθεί οι εποχές που ο σταθερός μισθός της απασχόλησης στο Δημόσιο και η κατοχή μίας μονοκατοικίας ήταν το χρυσό εισιτήριο για ένταξη στα ανώτερα κοινωοικονομικά στρώματα. Το κύρος που επέφερε ο μισθός μίας θέσης στο Δημόσιο και ως κατοχυρωμένο επακόλουθο, το ανώτερο βιοτικό επίπεδο πριν την «εισβολή» του κεφάλαιου περιουσίας ήταν ο μοναδικός παράγοντας στον καθορισμό κοινωνικών τάξεων. 
Σε χώρες όπως την Κύπρο, όπου ένα σεβαστό ποσό του πληθυσμού κατέχει κτηματική περιουσία πέραν της πρώτης κατοικίας, δεν είναι εύκολο να ακολουθείται το βόρειο ευρωπαϊκό ή το αμερικάνικο μοντέλο υπολογισμού κοινωνικών θέσεων. 
Απόδειξη αυτού του ισχυρισμού είναι η πανευρωπαϊκή έρευνα που διεξήχθη το 2013 (Germans Among Poorest in Europe: ECB Study) η οποία απέδειξε πως, λόγω του φαινομένου της κατοχής μεγάλων περιουσιακών στοιχειών, τα κυπριακά νοικοκυριά κατέχουν τον τετραπλάσιο πλούτο των γερμανικών. Αντιδράσεις έντονου χαρακτήρα προκάλεσε αυτή η δημοσίευση. 
Μα πώς επιτράπηκε στον μέσο απλό εργαζόμενο Κύπριο με τον χαμηλότερο μισθό της κυπριακής οικονομίας να κατέχει πολύ περισσότερο πλούτο απ’ έναν Γερμανό με μισθό της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης; Μήπως τελικά ο πλούτος δεν μετριέται μόνο από μηνιαία εισοδήματα;