Ένα μεσαιωνικό μέγαρο με μακρά ιστορία «αργοπεθαίνει» πίσω ακριβώς από την εκκλησία των Λατίνων στην κατεχόμενη Λευκωσία. Δυστυχώς, το μέγαρο αυτό παραμένει ερειπωμένο και ετοιμόρροπο. Το πιο θλιβερό είναι ότι σε πρόσφατη μελέτη αναφέρεται απλώς ως μέγαρο Μελικιάν και η μακραίωνη ιστορία του αγνοείται, παρόλο που την έχω καταγράψει με βάση αρχειακή τεκμηρίωση πριν ακριβώς από μία δεκαπενταετία. 

Η σημασία του μεγάρου αυτού έγκειται στο γεγονός ότι η ιστορία του στο πέρασμα των αιώνων συνδέεται άρρηκτα με την ίδια την ιστορία της Κύπρου κατά τη Φραγκοκρατία και κατά τους χρόνους της βενετικής κυριαρχίας αλλά και αργότερα. Αναφέρεται από τον χρονικογράφο μας του 15ου αιώνα Λεόντιο Μαχαιρά σε επτά περιπτώσεις, και τα στοιχεία που παραθέτει στο χρονικό του αναδεικνύουν τη σπουδαιότητά του. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Άγγλος έφορος αρχαιοτήτων George Jeffery, μελετώντας τα μεσαιωνικά μνημεία της Κύπρου εις μάτην αναζήτησε τα ίχνη του εν λόγω μεγάρου. Έτσι, o Άγγλος αρχτέκτονας κατέληξε στο συμπέρασμα, εφόσον δεν είχε συναντήσει έστω και μία σχετική πηγή κατά τη Βενετοκρατία, αφού οι διαθέσιμες πηγές και μαρτυρίες τις οποίες συμβουλεύτηκε ανήκαν στην προγενέστερη περίοδο, ότι το μέγαρο αυτό εξέλιπε ήδη κατά τη Φραγκοκρατία. 

 Ήταν για μένα μία ευτυχής συγκυρία όταν πριν σχεδόν από δύο δεκαετίες, διεξάγοντας έρευνα στο Κρατικό Αρχείο Βενετίας και αναζητώντας στοιχεία για τον πόλεμο της Κύπρου (1570-1571), εντόπισα μια σημαντικότατη πηγή του 1538, που συνεισφέρει πολυτιμότατα στοιχεία για τη βενετοκρατούμενη Κύπρο και αποκαλύπτει πρωτίστως ότι το σημαντικό αυτό μέγαρο υφίστατο και επί Βενετοκρατίας. Πρόκειται για τη διαθήκη του 1538 του Ευγένιου Συγκλητικού στην οποία μνημονεύεται το μέγαρο αυτό όπως ακριβώς απαντά και στον Λεόντιο Μαχαιρά ως «Απλίκιν του κυρού του Στύρου», δηλαδή μέγαρο του αυθέντη της Τύρου. Στη διαθήκη, που συντάχθηκε στην ιταλική από Βενετό νοτάριο, το όνομα του μεγάρου αποδίδεται ως le case tu chiru vel tu Stiru.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Solamente Famagosta

 

Το μέγαρο του αυθέντη της Τύρου ή κατά Λεόντιο Μαχαιρά το «Απλίκιν του κυρού του Στύρου» – όπου απαντά κατά παραφθοράν του Στύρου αντί της Τύρου -οικοδομήθηκε κατά τη Φραγκοκρατία και η παλαιότερη σχετική με αυτό μνεία ανάγεται στα 1308. Ίσως μάλιστα να είχε οικοδομηθεί από αυτό τον ίδιο τον Amaury Lusignan, που έφερε τον τίτλο του αυθέντη της Τύρου και είχε σφετεριστεί το στέμμα από τον νόμιμο βασιλιά και αδελφό του, Ερρίκο Β΄ Lusignan. Αλλά ιδού τι μας προσφέρουν οι πηγές για την τοπογραφία της Λευκωσίας στην οποία ήταν οικοδομημένο. 

Το μέγαρο αυτό ήταν κοντά στα ανάκτορα των Lusignan, δηλαδή, πλησίον της σημερινής πύλης Πάφου και γειτνίαζε και με τον ποταμό Πεδιαίο, αφού μέχρι το 1567, πριν την εκτροπή του, περνούσε εκεί ακριβώς που αργότερα οικοδομήθηκε η Πύλη Πάφου. Ήταν ένα μέγαρο ευρύχωρο, διέθετε κήπους και περιβόλια και, επίσης, γειτνίαζε με τη μονή της Παναγίας της Τύρου, τη γνωστή σήμερα ως Αρμένικη εκκλησία. Παρεμπιπτόντως, ας σημειωθεί ότι εσφαλμένα εξακολουθεί να αναφέρεται από κάποιους μελετητές ως ναός της Παναγίας της Τορτόζας, αφού οι πηγές που κατά καιρούς δημοσίευσα κατέδειξαν τελεσίδικα ότι πρόκειται για τον ναό της Παναγίας της Τύρου. Το μέγαρο, ακόμη, διέθετε υπόγεια τα οποία χρησίμευσαν πολλές φορές ως φυλακές, ενώ κάποτε στους πολυτελείς χώρους του φιλοξενήθηκαν υψηλοί προσκεκλημένοι όπως ο βασιλιάς της Αρμενίας και επίσημοι απεσταλμένοι του σουλτάνου της Αιγύπτου.

Οι πηγές μνημονεύουν ότι στο μέγαρο του αυθέντη της Τύρου λειτουργούσε κάποια εποχή και νομισματοκοπείο. Η είδηση αυτή απαντά κατά τη Φραγκοκρατία, αλλά αναφορά γίνεται και στην έκθεση περί Κύπρου του Φραγκίσκου Αττάρ, που συντάχθηκε επί Βενετοκρατίας. Όπως σημειώνει μεταξύ άλλων ο Αττάρ, στους χώρους του νομισματοκοπείου είχε δολοφονηθεί ο σφετεριστής του θρόνου και αυθέντης της Τύρου, Amaury Lusignan. Επίσης, μας πληροφορεί ότι στην εποχή του, στις αρχές του 16ου αιώνα, το συγκεκριμένο μέγαρο στο οποίο λειτουργούσε κάποτε νομισματοκοπείο είχε περάσει με αγορά στην ιδιοκτησία του φεουδάρχη Καίσαρα Ποδοκάθαρου και κατοικούσε σ’ αυτό ο γιος του Φίλιππος.

Σημαντικές πηγές, εκτός από τις πιο πάνω, για την ιστορία του μεγάρου κατά τον 16ο αιώνα, είναι οι διαθήκες των Συγκλητικών, παππού και εγγονού. Πρόκειται, όπως προαναφέρθηκε, για τη διαθήκη του Ευγένιου Συγκλητικού, κόμη Rochas, του έτους 1538 και του εγγονού του, που έφερε το ίδιο όνομα και τον ίδιο τίτλο, του έτους 1570. Και στις δύο διαθήκες μνημονεύεται η σημασία του μεγάρου αυτού, το οποίο από τη βασιλική οικογένεια των Lusignan πέρασε στη μεγάλη κυπριακή οικογένεια των Ποδοκάθαρων για να καταλήξει στη συνέχεια στην εξίσου μεγάλη κυπριακή οικογένεια των Συγκλητικών.

Εμφανής στους τοίχους του η μεσαιωνική ιστορία

Το μέγαρο του αυθέντη της Τύρου, κατοικία μετέπειτα του Καίσαρα Ποδοκάθαρου και, τέλος, των Συγκλητικών δεν εξέλιπε, όπως είχε συμβεί με αρκετά αρχοντικά και εκατοντάδες φτωχόσπιτα, τα οποία κατεδαφίστηκαν εξαιτίας της νέας οχύρωσης ή άλλα τα οποία εξαφάνισε ο ανηλεής χρόνος. Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1570, όταν οι Οθωμανοί εισέβαλαν στη Λευκωσία, ο Ευγένιος Συγκλητικός υπερασπιζόμενος την πατρίδα του στον προμαχώνα Ποδοκάθαρο έπεσε μαχόμενος υπέρ βωμών και εστιών, φέροντας ίσως ως φυλακτό ένα σταυρό με τίμιο ξύλο, που είχε κληρονομήσει από τον παππού του. Το μέγαρο των Lusignan, των Ποδοκάθαρων και των Συγκλητικών, το Απλίκιν του κυρού του Στύρου, κατά τη γραφίδα του Λεοντίου Μαχαιρά, ή μέγαρον του αυθέντη της Τύρου, για τρεις ολόκληρους αιώνες επί Λατινοκρατίας στέγασε γαλαζοαίματους, φεουδάρχες και άρχοντες της Κύπρου. Όψιμα, τον 18ο αιώνα, ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός θα μνημονεύσει στην Ιστορία του το σπουδαίο μέγαρο, χαρακτηρίζοντάς το ως «παλάτιον του αποστάτου», αφού ανήκε στον σφετεριστή Amaury Lusignan. Ποιος άραγε θα σώσει το σπουδαίο αυτό μέγαρο των Συγκλητικών, το Απλίκιν του κυρού του Στύρου, στους ετοιμόρροπους τοίχους του οποίου δεν εξακολουθεί μόνον να υφίσταται το μονόγραμμα S των Συγκλητικών, αλλά στους ίδιους τοίχους υπάρχουν, επιπρόσθετα, εμφανή σπαράγματα της μεσαιωνικής μας ιστορίας….

Από τον Καίσαρα στον κόμη Rochas

Ο μεγαλοφεουδάρχης, έμπορος και κόμης Rochas Ευγένιος Συγκλητικός, που κατείχε τη Μόρφου, την Αλαμινό, την Αραδίππου και την Ποταμιά, ευρισκόμενος το 1538 στη Βενετία αισθάνθηκε να πλησιάζει το τέλος του και θέλησε να συντάξει τη διαθήκη του με Βενετό νοτάριο. Στην εκτενή διαθήκη του και πολυτιμότατη για τα στοιχεία που διασώζονται σ’ αυτή, διατυπώνονται τα εξής στοιχεία για το μέγαρο: Ο διαθέτης κληροδοτούσε στον πρωτότοκο υιό του Ιάκωβο καθώς επίσης και στους νόμιμους εξ αρρενογονίας αρσενικού γένους πρωτότοκους απογόνους του, το μέγαρο το οποίο αγόρασε, όπως ανέφερε, σε δημόσιο πλειστηριασμό τον οποίο είχε διενεργήσει το Δημόσιο Ταμείο της βενετικής διοίκησης της Κύπρου. Το μέγαρο αυτό, όπως διατυπώνεται στη διαθήκη, βρισκόταν στη Λευκωσία και γειτνίαζε με τα βασιλικά ανάκτορα. Tο γεγονός αυτό της γειτνίασης του μεγάρου με τα ανάκτορα των Lusignan επιβεβαιώνει όλα τα σχετικά, τα οποία ήδη ανέφερα, σύμφωνα με τις πηγές επί Φραγκοκρατίας. 

Το μέγαρο πριν γίνει ιδιοκτησία του Ευγένιου Συγκλητικού ανήκε στον αείμνηστο Καίσαρα Ποδοκάθαρο, μεγαλοφεουδάρχη και εκμισθωτή των φραγκομάτων, δηλαδή των ελεύθερων καλλιεργητών, όπως αναφέρεται σε βενετική πηγή του 1530. Ο φεουδάρχης αυτός είχε πεθάνει στη Βενετία στις 5 Μαρτίου του 1537, η δε διαθήκη του Ευγένιου Συγκλητικού συντάχθηκε στις 6 Ιουνίου του 1538. Το μέγαρο φαίνεται να είχε αποκτηθεί από τον Ευγένιο Συγκλητικό λίγο μετά τον θάνατο του Καίσαρα Ποδοκάθαρου, όταν βγήκε σε δημόσιο πλειστηριασμό, γιατί ο ιδιοκτήτης του όφειλε κάποιο χρέος.

Η ευρυχωρία του μεγάρου, το οποίο ουσιαστικά αποτελείτο από ένα σύμπλεγμα κατοικιών, αφού εκτός από την κύρια κατοικία διέθετε φυλακές, αίθουσα όπου λειτουργούσε νομισματοκοπείο και χώρους φιλοξενίας, επιβεβαιώνεται και από την ίδια τη διαθήκη του Ευγένιου Συγκλητικού. Το μέγαρο του αυθέντη της Τύρου, σύμφωνα με τη διαθήκη, διέθετε επίσης αποθήκες, στάβλους, κήπους ή περιβόλι και όλα ανεξαιρέτως θα ανήκαν ως κληροδότημα στον πρωτότοκο υιό του Ιάκωβο. 

 Όπως μαρτυρείται στις πηγές η βασιλική οικογένεια, οι άρχοντες και οι ευγενείς διατηρούσαν στη μεσαιωνική Λευκωσία στα μέγαρά τους και ιδιωτικά παρεκκλήσια. Θα ήταν λοιπόν παράδοξο το εν λόγω μέγαρο να μην διέθετε το δικό του παρεκκλήσιο. Στη διαθήκη του 1538 γίνεται αναφορά ότι το παρεκκλήσιο του μεγάρου ήταν αφιερωμένο στην Αγία Αικατερίνη και μάλλον πρέπει να είχε οικοδομηθεί από την εποχή του γαλαζοαίματου αυθέντη της Τύρου. Ο διαθέτης όριζε, επίσης ρητώς, όπως ο πρωτότοκος υιός του Ιάκωβος τελεί λειτουργίες στο παρεκκλήσιο αυτό της Αγίας Αικατερίνης κατά τις Κυριακές, κατά τις μεγάλες αλλά και τις μικρές εορτές. 

Το Απλίκιν του κυρού του Στύρου στη συνέχεια, όπως όριζε στη διαθήκη του ο Συγκλητικός, πέρασε στον πρωτότοκο υιό του Ιάκωβο που κληρονόμησε και τον τίτλο της κομητείας Rochas. Επίσης, ως πρωτότοκος κληρονόμησε το πλούσιο φέουδο της Μόρφου, της Ποταμιάς καθώς και το χωριό Αλαμινός και αναφέρεται για πρώτη φορά ως κόμης Rochas το 1539, δηλαδή μετά από τον θάνατο του πατέρα του το 1538. Το 1521 ο Ιάκωβος είχε συνοδεύσει τον πατέρα του σε μια αποστολή στη Βενετία και τότε είχε τιμηθεί από τον δόγη Antonio Grimani με τον τίτλο του ιππότη. Δυστυχώς, καμιά πηγή έως σήμερα δεν έχει γίνει γνωστή στην οποία ο Ιάκωβος να κάνει αναφορά για το μέγαρο και ούτε έχει βρεθεί κάποια διαθήκη του όπου να γίνεται σχετική μνεία. Κατά τη Βενετοκρατία, όπως ήδη αναφέρθηκε, μετά τον Καίσαρα Ποδοκάθαρο και τον υιό του Φίλιππο που κατείχαν το μέγαρο πωλήθηκε ακολούθως στον Ευγένιο Συγκλητικό και μετά το κληρονόμησε ο υιός του Ιάκωβος Συγκλητικός. 

Νέα οικοδέσποινα του μεγάρου ήταν η σύζυγός του Κορνηλία, θυγατέρα του Πέτρου Ποδοκάθαρου, μικρανεψιά του ουμανιστή αρχιεπισκόπου Λευκωσίας Λίβιου Ποδοκάθαρου. Μετά τον θάνατο του Ιάκωβου Συγκλητικού το 1563 τον τίτλο της κομητείας Rochas και το μέγαρο του αυθέντη της Τύρου κληρονόμησε ο πρωτότοκός υιός Ευγένιος, που έφερε το όνομα του παππού του.

Οικοδόμησε τη νέα οχύρωση της Λευκωσίας

Ο Ευγένιος Συγκλητικός τρίτος κόμης Rochas νυμφεύθηκε σε πρώτο γάμο τη Μελισύνδη ή Μελουζίνη, φεουδάρχη του Παλαιχωρίου, η οποία πέθανε πριν προλάβει να γίνει οικοδέσποινα του μεγάρου. Ο Ευγένιος το 1564 διορίστηκε Γενικός Στρατοπεδάρχης των βενετικών στρατευμάτων στην περιοχή της Βενετίας και τέλεσε δεύτερο γάμο με την πλούσια κόμισσα Cara Bressa του Treviso. Λίγο μετά πέθανε και η δεύτερη σύζυγός του, πρόλαβε όμως να του χαρίσει ένα υιό, τον Ιάκωβο. To 1567 επέστρεψε στην Κύπρο σε μια προσπάθεια να πείσει τους άρχοντες της Λευκωσίας να συνεισφέρουν για την οικοδόμηση της νέας οχύρωσης της πρωτεύουσας. Ο ίδιος προσέφερε 10.000 δουκάτα για την οχύρωση και έτσι ο προμαχώνας, ο οποίος οικοδομήθηκε με δικά του έξοδα, πλησίον της κατοικίας του ονομάσθηκε προμαχώνας Rochas, από τον τίτλο της κομητείας του, όνομα που φέρει μέχρι σήμερα. Τον Φεβρουάριο του 1570 ο Ευγένιος, ενώ βρισκόταν στη Βενετία, συνέταξε τη διαθήκη του πριν αναχωρήσει για την Κύπρο. Είχε διοριστεί Γενικός Στρατοπεδάρχης στην πατρίδα του, για να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς που αναμενόταν να επιτεθούν στο νησί, γεγονός το οποίο πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του ιδίου έτους. Λίγο πριν αναχωρήσει, εμπιστεύθηκε τον δύο ετών υιό του στην αδελφή του Μαρία, η οποία ήταν εγκατεστημένη στη Βενετία. 

Στη διαθήκη του Ευγένιου Συγκλητικού, τελευταίου επί Βενετοκρατίας ιδιοκτήτη του μεγάρου, δεν γίνεται αναφορά σε αυτό με την ονομασία Aπλίκιν του κυρού του Στύρου, όπως συμβαίνει στη διαθήκη του παππού του, γίνονται όμως πο εξής αναφορές: Ο διαθέτης χαρακτηρίζει την κατοικία ως μεγάλο μέγαρο και οικοδομικό σύμπλεγμα, το οποίο αποτελείτο, όπως σημειώνει, από τρεις οικίες. Όριζε, επίσης, ότι το μέγαρο αυτό δεν έπρεπε να διαχωρισθεί ποτέ, αλλά να ανήκει πάντοτε σε έναν και μόνο ιδιοκτήτη. O Ευγένιος Συγκλητικός εξέφραζε ακόμη την επιθυμία, εάν ο θάνατός του θα επισυνέβαινε στην Κύπρο, να ενταφιασθεί στο παρεκκλήσιό του στην εκκλησία των Καρμελητών, που γειτνίαζε με το μέγαρό του. Το μοναστήρι των Καρμελητών είχε καταστραφεί το 1567 για χάρη του νέου οχυρωματικού περιβόλου της Λευκωσίας. Οι Οθωμανοί αργότερα παραχώρησαν στους Αρμενίους τη μονή της Παναγίας της Τύρου και σήμερα τη γνωρίζουμε ως Αρμένικη εκκλησία και το γειτνιάζον μέγαρο του αυθέντη της Τύρου χρησιμοποιήθηκε ως Αρχιεπισκοπή των Αρμενίων, ενώ αργότερα έγινε γνωστό ως μέγαρο Μελικιάν.