Ο Χαράλαμπος Μερακλής γράφει τη γνώμη του για το εθνικό μας θέμα.

Έχουν ήδη συμπληρωθεί 47 χρόνια από τα γεγονότα του μαύρου Ιούλη του 1974 που αμαύρωσαν το νησί μας εξαιτίας του ελληνικού στρατιωτικού πραξικοπήματος που άνοιξε τις κερκοπόρτες στην Τουρκία για εισβολή και κατοχή του 1/3 της πατρώας γης, η οποία εκτόπισε το γηγενή πληθυσμό και στην οποία έκαμε εθνικό ξεκαθάρισμα και απάλειψε κάθε ελληνικό στοιχείο και κάθε στοιχείο θρησκευτικής λατρείας.

Δυστυχώς, στην κάθε περίπτωση υπάρχει διαφορετική επιλεκτική μνήμη και εκτίμηση για τα συμβάντα στο νησί μας εξαιτίας της εθνικής καταγωγής και εθνικιστικών προθέσεων.

Αυτός ο μηχανισμός της επιλεκτικής μνήμης χρησιμοποιείται σαν αμυντικό στοιχείο για να μας παρέχει προστασία από οιονδήποτε και για να μας παρέχει προστασία από οιονδήποτε δυσάρεστο γεγονός το οποίο δεν μας συμφέρει επειδή διαβάζουμε τις υφιστάμενες αντιδικίες στο πλαίσιο του άσπρου – μαύρου και ότι σαν ελληνοκυπριακή πλευρά είμαστε στην σωστή πλευρά.  

Αγνοώντας σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν στο νησί μας όπως είναι η αποτυχία της Διασκεπτικής του 1948 που θα είχε κοινή διακυβέρνηση το νησί από (α) Ελληνοκύπριους – Τουρκοκύπριους, (β) ο ενωτικός αγώνας του κυπριακού ελληνισμού με την Ελλάδα, (γ) την απαξίωση των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, (δ) τα 13 σημεία του Μακαρίου, (ε) τα διακοινοτικά γεγονότα του 1963 – 64 (στ) η δημιουργία των τουρκοκυπριακών θυλάκων και αυτοδιοίκηση τους που οδήγησε στην πρώτη πολιτική και εδαφική διχοτόμηση του νησιού, (ζ) η λανθασμένη διαχείριση του δημιουργηθέντος θέματος, (η) η αναβίωση του εθνικισμού, μισαλλοδοξίας, ρατσισμού, (θ) η δράση παράνομων ομάδων που κατάστρεφαν τη δημόσια εικόνα του κράτους και περιουσίας, (ι) το πραξικόπημα από την ελληνική στρατιωτική χούντα και η ΕΟΚΑ Β’.

Όλα τα διαπραχθέντα λάθη μας έχουν απαριθμητές συνέπειες για την πλευρά μας και τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να διαχειριστούμε με σοβαρότητα – υπευθυνότητα και πολιτικό ρεαλισμό και ορθολογισμό. Μέχρι της στιγμής δεν έχει γίνει καμιά σοβαρή αυτοκριτική για τα λάθη που έχουμε κάμει και ούτε για τις αποτυχίες στις συνομιλίες για λύση του Κυπριακού.

Δυστυχώς, από το 1974 και μετά υπήρχαν σοβαρές ουσιαστικές προτάσεις και σχέδια για λύση του κυπριακού προβλήματος στη βάση ΔΔΟ και πολιτικής ισότητας μεταξύ των δυο κοινοτήτων που έγιναν αποδέκτες από τους Κύπριου ηγέτες Μακάριο-Κυπριανού-Ντενκτάς το 1977 και 1979 αντίστοιχα και υιοθετήθηκαν και από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και με εκτελεστές τους εκάστοτε Γενικούς Γραμματείς.

Αυτά τα σχέδια και προτάσεις δεν οδήγησαν σε λύση και απορριπτόταν το ένα μετά το άλλο επειδή δεν ευνοούσαν τους στόχους και επιδιώξεις της ελληνοκυπριακής πλευράς σε πολιτικό – οικονομικό – κοινωνικό επίπεδο που ήθελε η όποια λύση και εξουσία να είναι υπό τον έλεγχο της λόγω της ελληνοκυπριακής πληθυσμιακής πλειοψηφίας.

Έτσι, αντί αυτοκριτικής και υπεύθυνων ερωτημάτων που οδηγείται ο τόπος, εξαπολύουμε πυρά ενάντια στην Τουρκία για την αδιάλλακτη θέση της χωρίς να ιδρώνει το αυτί μας πως οι θέσεις της κάθε πλευράς είναι καταχωρημένες στα επίσημα πρακτικά του ΟΗΕ. Θέλουμε απαλλαγή από την κατοχή χωρίς να κάνουμε την παραμικρή υποχώρηση επειδή κύριο μέλημα της ελίτ του τόπου είναι ο διαμοιρασμός της εξουσίας και του υφιστάμενου πλούτου του νησιού.

Αυτή η παράλογη στάση οφείλεται στον παράλογο εθνικισμό, ρατσισμό και στις παράλογες θέσεις μας να μη ξεφύγουμε από τη διαχείριση της εξουσίας από τη δική μας πλευρά νομίζοντας «πως το δίκαιο είναι με το μέρος μας νυν υπέρ πάντων ο αγών».

Οι εξαγγελίες Ερτογάν και Τατάρ στη φιέστα των Βαρωσίων την ημέρα της εισβολής μας έβαλαν «τα πόδια μας σ’ ένα παπούτσι» και θυμηθήκαμε ΔΔΟ με πολιτική ισότητα και τους προοδευτικούς Τουρκοκύπριους πως είναι συναγωνιστές μας.  Αυτά φέρνει η ώρα που άλλοτε που ζούμε πελλόν. 

Ήρθε η ώρα μετά από αυτές τις προκλήσεις ο Πρόεδρος Αναστασιάδης σαν ένας νέος Ελευθέριος Βενιζέλος να παρακαθήσει σε σοβαρές συνομιλίες στην βάση της ΔΔΟ και της πολιτικής ισότητας των δυο κοινοτήτων. Επίσης, να εφαρμοσθεί ένα νέο Ελσίνκι για την Τουρκία με κανόνες και όρους συμμόρφωσης για καλή γειτονία με τους γείτονες και την ειρηνική λύση των προβλημάτων που υπάρχουν μεταξύ τους την πλήρη εφαρμογή της Δημοκρατίας σ’ αυτή την προσφυγή σε Διεθνή Σώματα για τις άλυτες διαφορές. Πέρα αυτών να δημιουργηθεί ένα Ταμείο Κοινής Ανάπτυξης για την περιοχή και μια δυναμική παρουσία της ΕΕ στην περιοχή για ασφάλεια και σταθερότητα.