Η Λουκία Βουργιά – Δημητριάδου, τέως Επιθεωρήτρια Δημοτικής Εκπαίδευσης Κύπρου, με αφορμή την εορτή του Δεκαπενταυγούστου, γράφει μια προσωπική της ιστορία.

Ένα ζεστό καλοκαιριάτικο μεσημέρι του Ιούνη του 2019 πήγα να δω λίγο τη μάνα μου. Την είδα να κρατά ένα δισκάκι με δυο φέτες βρεγμένο ψωμί. Απίθωσε με τρεμάμενα χέρια το ψωμί στον φούρνο. Απρόσμενα ένα σμήνος σπουργίτια κατέβηκαν από το πουθενά κι άρχισαν χαρούμενα να τσιμπολογούν τα βρεγμένα ψιχουλάκια . Ήταν ένα πανέμορφο θέαμα. Φιλονικούσαν, σπρώχνονταν να χωρέσουν στη στέγη του φούρνου , κελαηδούσαν μες την τρελή χαρά. Ήταν τρισευτυχισμένα.

– Τα καημένα, σχολίασε η γριά μάνα μου. Εδώ και χρόνια, τα ταΐζω κάθε μεσημέρι. Πεινούν κι αυτά. Δεν βρίσκουν εύκολα φαγητό. Κοίταξέ τα για λίγα ψίχουλα πόση χαρά νιώθουν, άκου τι ωραία κελαηδούν, ευχαριστούν τον Θεό για το λιγοστό ψωμάκι , δοξολογούν τον Πλάστη τους…

Αρχές Αυγούστου η μάνα μας αρρώστησε. Βάλαμε ψωμί στον φούρνο ξανά και ξανά …όμως τα σπουργίτια δεν ματαφάνηκαν. Στις 11 Αυγούστου η μάνα μας ζήτησε να την καθίσουμε λίγο στην αυλή. Καθίσαμε τα αδέλφια δίπλα της. Όπως τον παλιό καλό καιρό που καθόμασταν παιδάκια στην ποδιά της να μας πει παραμύθια. Θυμηθήκαμε τα σπουργίτια. Σχολιάσαμε: «Ακόμη και τα σπουργίτια κατάλαβαν ότι η μαστόρισσα τους αρρώστησε γιατί δεν έρχονται πια, αν και καθημερινά βάζουμε ψωμί». Η μάνα μας κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι της.

– Όχι, δεν είναι γι αυτό που δεν έρχονται, λάθος κάνετε.

-Εμ γιατί;

-Είναι Δεκαπενταύγουστος, μεγάλη νηστεία. Τα σπουργίτια δεν τρώνε…

-Έλα ρε μάνα τώρα που… γελάσαμε αυθόρμητα. Απίστευτα πράγματα. Τι λες τώρα;

-Σωστά σας λέω. Έτσι είναι. Τα σπουργίτια νηστεύουν.

-Έλα τώρα ρε μάνα, αντέτεινα, πώς ξέρουν τώρα τα πουλιά ότι είναι Δεκαπενταύγουστος και θα πρέπει να νηστέψουν;

-Είναι πολύ έξυπνα πουλιά, έχουν χάρισμα από τον Θεό.

Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο χαμογελώντας, ως συνένοχοι. Ναι τώρα που… Η μάνα μας κατάλαβε τη σκέψη μας. 

-Να σας το αποδείξω για να πειστείτε. Κοιτάξτε, ξανάπε ήρεμα, γαλήνια, με μισοσβησμένη φωνή: Θα το δείτε. Τα σπουργίτια θα ξανάρθουν στο σπίτι μας στις 15 Αυγούστου, που τελειώνει η νηστεία. Θα ’ρθουν για το τραπέζι του Δεκαπενταυγούστου, πρόσθεσε χαμογελώντας. Κλείσαμε το στόμα μας, τα παιδιά της, οι «πολύξεροι» εκπαιδευτικοί. Να το πιστέψουμε; Μα είναι δυνατόν;

-Ναι, είπε ξανά η μάνα μας. Τόσο μεγάλη νηστεία είναι. Για την Παναγία μας.

Τ’ ασημένια της μαλλιά, το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο, τα ροζιασμένα της χέρια, η σοφία των 90 της χρόνων, οι πικρές εμπειρίες της χηρείας από τη νιότη της, το ξεκάθαρο βλέμμα της, η γαλήνια μορφή της, δεν μας αφήνουν να συνεχίσουμε άλλο. Είναι τόσο σίγουρη γι’ αυτό που λέει. Κι άλλο τόσο εμείς ότι δεν είναι δυνατόν να… Οι μέρες πέρασαν ξανά. Το ψωμί στον φούρνο δεν έλειψε. Όμως τα σπουργίτια δεν πάτησαν το πόδι τους. Ξημέρωσε Δεκαπενταύγουστος. Κατά το μεσημέρι τα σπουργιτάκια άρχισαν να καταφθάνουν το ένα πίσω από το άλλο στον φούρνο της μάνας μας. Η μικρή μας αυλή γέμισε κελαηδήματα, τραγούδια και χαρές.  

-Να τα, είπε η μάνα μας χαμογελώντας. Ήλθαν για το τραπέζι του Δεκαπενταυγούστου, μετά από τόση νηστεία για την Παναγία μας. Είδατε που σας έλεγα; Βάλτε ψωμί για τα πουλιά!

Τα σπουργίτια του Δεκαπενταυγούστου φτερούγιζαν όλο χαρά, τσιμπολογούσαν το φτωχικό τους φαγητό και δοξολογούσαν  ευχαριστώντας τον Πλάστη τους. Γλεντούσαν για τη ζωή, για το ψωμί, τιμούσαν την Παναγία μας κι ευχαριστούσαν τη γριά μάνα μας για το τραπέζι του Δεκαπενταυγούστου!