Για εκείνη τη μέρα της προδοσίας που έφερε τη μέρα της καταστροφής στην Κύπρο γράφει ο Κυριάκος Πολυκάρπου.

Εκείνος ο ουρανός κάποιου πικρού Ιούλη, έτσι ξαφνικά, χωρίς μια μαγεία, με μια μαχαιριά στα πιο βαθιά πνευμόνια του, από καταγάλανος έγινε Θεέ μου ολοκόκκινος, από το αίμα και το δάκρυ. Είχε το χρώμα της γης και των ανθρώπων, κάποιου Ιούλη που οι προφήτες δεν πρόβλεψαν και η Ιστορία στάθηκε και κάθισε διπλοπόδι.

Και από την ειρήνη και την ευτυχία, στον διχασμό και στην καταστροφή. Μάτωσε η καρδιά της Κύπρου απ’ τα ίδια τα παιδιά της. Κι ήταν Θεέ μου εκείνος ο Ιούλης ο πιο πικρός, τόσο πικρός που και τη σκέψη ακόμη τη ματώνει στο άυλο άγγιγμα της. Ο αλληλοδιχασμός και τα όπλα, η οργή και το μίσος ξεχείλισαν. Τα χέρια γέμισαν σπαθιά, οι καρδιές πέτρωσαν. Και το κακό ήλθε. Του Ιούλη στις 15. Μέρα που πρέπει να μην είχε αρχή. Μα είχε αρχή, απ’ το πρωινό ως το μαύρο βράδιασμα. Μόνο το τέλος δεν έφερε εκείνη η μέρα…

Ποιος να το πει… στ’ αλήθεια ποιος. Ήταν μέρα της προδοσίας. Του χαμού. Ήταν η μέρα που η γης ντροπιάστηκε απ’ τα ίδια τα γεννητούρια της. Και έγινε κατακόκκινη μέσα στην ντροπή και στο αίμα. Και αν οι μάνες έκλαψαν παιδιά κι αν αδέλφια έγιναν εχθροί κι αν φίλοι μισήθηκαν κι αν ο Θεός κρύφτηκε όταν τον χρειαζότανε η Δικαιοσύνη και η αρετή κι αν έγινε ότι έγινε, η καρδιά της Κύπρου μια πληγή αβάστακτη, πονεί ακόμη μέχρι σήμερα. Γιατί εκείνη η μέρα της προδοσίας έφερε τη μέρα της καταστροφής. Και όταν ακόμα ο αδελφός σκότωνε τον αδελφό για κάποιο πιστεύω, ο εχθρός ξεκινούσε και άρχισε να σκοτώνει χωρίς να ξεχωρίζει ιδεολογία και πιστεύω.

Έτσι, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα, ήλθε η τουρκική εισβολή. Έτσι, μετά το ένα κακό, ήλθε το άλλο. Κι ήταν εκείνος ο Ιούλης πιο ζεστός κι από το άγγιγμα της φωτιάς. Έκαψε τη γη, τις ελπίδες και τα όνειρα των απλών και αθώων. Έκαψε τον ήλιο. Μέσα στις καπνιές και τα αίματα, ο διάβολος γιόρταζε άλλη μια νίκη. Μέσα στον ξεριζωμό και τον θρήνο, οι πρόσφυγες έσερναν τα ματωμένα βήματα στον πιο σκληρό Γολγοθά.

Ας ήταν ο Θεός να δει τι γινόταν, ας ήταν να ξυπνήσει απ’ τον λήθαργο του. Ας ήταν οι άνθρωποι να μετρούσαν τις πράξεις τους σωστά. Ας ήταν να νικούσε η αγάπη και η αδελφοσύνη. Αλλά ήταν πια αργά. Το μίσος θόλωσε καρδιά και μάτια, η διχόνοια κυριαρχούσε. Και ο αδελφός σκότωνε τον αδελφό, για να ’ρθει ο εχθρός να σκοτώσει τους αδελφούς.

Εκείνο τον Ιούλη, ήμουν κι εγώ στο ακρογιάλι της ζωής. Σε πλανεμένα αλαφροκύματα ξαπλωμένος ονειρεμένος μια ευτυχία. Αλλά με πλάνεψε ο χρόνος και οι άνθρωποι. Κάποιον Ιούλη σκότωσαν τη χαρά μου. Κι ήμουν παιδί, χωρίς χαρά δεν μπορούσα να ζήσω. Μαύρη ανάμνηση, πικρή, να σε θυμάμαι ντρέπομαι, φοβάμαι. Άνθρωποι τα ’καναν αυτά. Κι είμαι κι εγώ άνθρωπος. Δίνω το χέρι σ’ όποιον μπορεί να το πάρει. Εκείνα τα λάθη τα σατανικά, να ’ναι τα στερνά τούτης της γης. Κι ο τόπος μου ν’ ανθίσει σαν λουλούδι, την ώρα που ο γυρισμός κι η λευτεριά, θα σβήσουν, κάποιον πικρό, ματωμένο και καταραμένο Ιούλη…