Για το δωδεκαήμερον στη Δρούσια γράφει ο Γιάννης Πεγειώτης. 

Στη μνήμη του πατρός μου που μας λείπει πολύ αυτές τις μέρες. Παρά τους πόδας του εδιδάχθημεν τι πα να πει να είσαι αγάπητός εις το χωρκόν σου τζιαι στην Λαόναν ούλλην ώς το Νιοχωρκόν…

Ξημερώνει του Μεγάλου Βασιλείου τζιαι ταξιδεύκουμε στα χρόνια του εβδομήντα και του ογδόντα όταν τέτοιες μέρες γιορτινές με τα σελίνια, τα γρόσια και τα μισούθκια ορμούσαμε στο λίαν φιλόξενο διά τα παιδιά και τους εφήβους μπακάλικο του Γιώρκου του Παυλή εις την Δρούσιαν την φωτεινήν εκείνων των ετών. Ο παππούς ο Παυλής ήτο από τους πλέον ευγενείς και ειρηνικούς ανθρώπους που εγνώρισα εις τον βίον μου. Επεδείκνυε υπομονήν μεγίστην εις τες εισόδους και εξόδους ημών εις το υψηλοτάβανον μπακάλικον, το έμπλεον παραδεισίων διά την εποχήν γεύσεων και μυρωδιών.

Πλάι στα σπίρτα, τα τσιγάρα, τα σαπούνια, τους σπάγγους, υπήρχεν πλαγίως του ταμείου με το συρτάριν και τις καρέκλες ένας πάγκος μακρύς πεποικιλμένος με κιβώτια χάρτινα με γκοφρέττες λουκκούμια, κουφέττες, πίσσες μαύρες επιτοπίου παρασκευής και κυπριακά προϊόντα δημοφιλή. Ιντοκάρυδα εύγευστα. Τσιοκκολάτες χρυσαφένες ΙΟΝ γάλακτος και βεβαίως ολόγρουσες με θκιαμάγκια ΙΟΝ αμυγδάλου. Τσιοκκολάτες τ’ αθασιού επαράγγελλεν ο συγγενής που καθόταν πλάι στον καλόκαρδο μπακάλη και απολάμβαννεν τη σιοκκολάταν του χαμογελώντας. Δρουσιώτικην εθνικήν παίδων και νέων να λοαρκάζει τι μπορεί να ψουμνίσει από τις εισπράξεις των καλάντων και από τα ποικίλα πλουμιστίτζια από γιαγιάες, προγιαγιάες, τατάες του πατρός μας, καλαδερφάες της μητρός μας. Από των Χριστουγέννων έως των Φώτων ούλλοι σχεδόν εις την Ορεινήν Λαόναν και στην Δρούσιαν ιδιαιτέρως ετζιερνούσαν, επλουμίζαν, εστήνναν τραπέζια, εφουρνίζαν, εσιερετούσαν που καρκιάς, εφιλούσαν τζιαι ελαλούσαν εκατόν φορές την ημέραν Χρόνους πολλούς τζαι καλώς τα δέχτηκες. Κοινότης συγγενών, αδερφιών… Οι τατάες με τις βράκες ούλλοι να τους φιλούν το σιέριν τζιαι τα τσιάγια να πλημμυρίζουν ούλλους τους καφενέες, που της Μελανής ώς κάτω στου Βοσκού. Διά τας συναντήσεις των φίλων και των παλαιών συμμαθητών και συστρατιωτών. Αδύνατον η γραφή να τα περιγράψει τα τραπέζια.

Οι θκειάες, οι γιαγιάες, οι ανηψιάες, οι καλαερφάες, επεσκέπτοντο τας ημέρας εκείνας από την πάνω γειτονιάν εις την κάτω και ταναπάλιν χάριν εορτασμού και μέθη χαράς εις τα σώσπιτα.

Εις τας ακολουθίας των ημερών του Δωδεκαημέρου η αγάπη παντού, ενώ μυστικώς ελαμβάνοντο παρουσίες. Ποιοι επέστρεψαν από την ξενιτειάν, ποιές εκατέφθασαν εκ Λεμεσού, Λάρνακος και εκ της Χώρας. Ασπασμοί, χαρές, καλωσορίσματα, δάκρυα.