O Αποστόλου Ιωάννης διερωτάται εάν η κυβέρνηση θέλει να ενισχύσει την παραγωγικότητα στη Δημόσια Υπηρεσία και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις κυπριακές επιχειρήσεις και φέρνει ως παράδειγμα την Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού. 

Η παραγωγικότητα και η βελτίωσή της στη Δημόσια Υπηρεσία απασχολεί όλες τις κυβερνήσεις ανά το παγκόσμιο. Η χαμηλή παραγωγικότητα, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό, οδηγεί πολλές φορές στις αποκρατικοποιήσεις και στη συρρίκνωση της κρατικής μηχανής.

Στην Κύπρο, τα τελευταία χρόνια, η ίδια η κυβέρνηση έχει προβεί σε επιθέσεις τόσο στη δημόσια, όσο και στην ευρύτερη δημόσια υπηρεσία (ημικρατικούς οργανισμούς – δήμους κ.ά). Τους χαρακτήρισε, το λιγότερο, ως αντιπαραγωγικούς και μη ικανούς να ανταγωνιστούν τις αντίστοιχες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η συμπεριφορά αυτή ανάγκασε διάφορες επαγγελματικές ομάδες να βγουν στους δρόμους, με κορύφωση τη μεγαλειώδη πορεία των εκπαιδευτικών οργανώσεων προς το προεδρικό.

Σίγουρα, έχει ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τι έχει πράξει  μια κοινωνικά φιλελεύθερης προέλευσης κυβέρνηση (βάση της οποίας είναι ο Δημοκρατικός Συναγερμός), η οποία θεωρητικά θα έπρεπε να νοιάζεται πολύ για τον υγιή ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού (ΕΠΑ) αποτελεί το πλέον σημαντικό εργαλείο για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που ανταγωνίζονται μεγαλύτερες και συχνά πολυεθνικές εταιρείες, καθώς και για τα συμφέροντα του ίδιου του κράτους.

Ο προϋπολογισμός της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού είναι γύρω στα 2 εκατομμύρια ευρώ (τακτικές – αναπτυξιακές δαπάνες). Είναι όμως ο προϋπολογισμός αυτός επαρκής  για τον έλεγχο τέτοιου μεγέθους εταιρειών με κύκλους εργασιών εκατοντάδων εκατομμυρίων; Όπως ανέφερε η ίδια η πρόεδρος της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού στη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 12 Φεβρουαρίου 2020, η Υπηρεσία της υπολειτουργεί λόγω έλλειψης πόρων. Συγκεκριμένα, ανέφερε: «Είναι θλιβερό να διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση για να ενισχυθεί η ΕΠΑ ως θεσμός, με όλα τα θετικά αποτελέσματα για τον Κύπριο καταναλωτή». Σημείωσε, επίσης, ότι «δεν νοείται σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος να μη στελεχώνει την ΕΠΑ με εξειδικευμένο προσωπικό», προσθέτοντας πως «κακώς σήμερα δεν ήταν παρόντες οι υπουργοί Εμπορίου και Οικονομικών»

Κάποιος μπορεί να επιχειρηματολογήσει ότι τα χρήματα που δίνονται στην Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού είναι ήδη αρκετά. Μελετώντας, όμως, μόνο μία από τις αρμοδιότητες της ΕΠΑ, σύμφωνα πάντα με την ίδια, από το 2012 η ΕΠΑ έχει επιβάλει πρόστιμα ύψους €99,2 εκατ., από τα οποία κατάφερε να εισπράξει μόλις €11,5 εκατ. Επίσης, διαγράφηκαν 23,1 εκατομμύρια από το Διοικητικό Δικαστήριο. Τα υπόλοιπα εκκρεμούν. Αξιοσημείωτο είναι ότι το ποσό των 100 σχεδόν εκατομμυρίων σε μια περίοδο οκταετίας ισοδυναμεί περίπου με τον προϋπολογισμό της ΕΠΑ για 50 χρόνια. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι  τα ποσά που δύναται να διεκδικήσουν οι επηρεαζόμενες επιχειρήσεις, από τις επιχειρήσεις που παρανόμησαν, μπορεί να είναι πολλαπλάσια των 100 εκατομμυρίων. Το όφελος μπορεί είναι  πολλαπλάσιο και για τους ίδιους τους καταναλωτές.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν λοιπόν από τα πιο πάνω είναι πολλά. Τα δυο κύρια είναι: 

1) Θέλει η κυβέρνηση να ενισχύσει την παραγωγικότητα στη Δημόσια Υπηρεσία;

2) Θέλει να ενισχύσει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις κυπριακές επιχειρήσεις ή θέλει απλώς να προωθεί και να προστατεύει τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων;

Ένα είναι σίγουρο. Ο Δημοκρατικός Συναγερμός και η κυβέρνηση, που υποστηρίζουν ότι πρεσβεύουν τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, αγνοούν συνειδητά τις φωνές για ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους. Όμως, οι ισχυροί ελεγκτικοί μηχανισμοί θα έπρεπε θεωρητικά να αποτελούν τον κύριο πυλώνα της ιδεολογίας τους. Το απτό παράδειγμα της ΕΠΑ, αποδεικνύει ότι ο υγιής ανταγωνισμός και η παραγωγικότητα δεν είναι ο πρωταρχικός τους στόχος. Τέλος, δίνουν λαβή στο επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι τόσο η κυβέρνηση, όσο και το ΔΗΣΥ έχουν μετατραπεί σε μαγαζί εξυπηρέτησης μεγάλων οικονομικών συμφερόντων εις βάρος των αντίστοιχων μικρομεσαίων.