Αναγνώστης αναφέρεται σε έναν απρόσκλητο επισκέπτη σε καλοκαιρινό τραπέζι κάτω από πλάτανο στις Πλάτρες.

Πλάτρες, το όμορφο ορεινό χωριό στις πλαγιές του Τροόδους, από τα πιο γνωστά τουριστικά θέρετρα, τραγουδημένο κι από τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη με τον γνωστό στίχο… «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες…». Μα έλα που σ’ εμάς δεν ήρθαν τ’ αηδόνια να μας κελαηδήσουν στην όμορφη συντροφιά, που καθόμαστε κάτω από τον δροσερό πλάτανο και το γλυκό αεράκι που φυσούσε. Μαγευτική η ατμόσφαιρα, καλή η συντροφιά, συγγενείς, παιδιά, εγγόνια, συμπέθεροι, ένα αντάμωμα οικογενειακό, με κάποια επιφύλαξη και προστατευτικά μέτρα λόγω κορωνοϊού.

Στήθηκαν τα τραπέζια με γούστο κι επιμέλεια τηρώντας τις αποστάσεις. Είχαμε όλοι μια χαρούμενη διάθεση, Δεκαπενταύγουστο βλέπετε, αργία, καλοκαιρινές διακοπές, η ψυχή προετοιμασμένη για τη χαρά.

Είχαμε σχεδόν τελειώσει το φαγητό οι περισσότεροι, ατενίζοντας τριγύρω μας την όμορφη φύση και χαριεντιζόμενοι, απολαμβάνοντας το ραχάτι και την ξεκούραση. Η ματιά ενός από τη συντροφιά καθώς περιφερόταν από το ένα στο άλλο, καρφώθηκε στα κλαδιά του όμορφου πλάτανου. Ξαφνικά καθώς αμέριμνα καμάρωνε τον καταπράσινο πλάτανο που φούντωσε και απλώθηκε πολύ λόγω της φετινής καλοχρονιάς-έβρεξε πολύ φέτος- έμεινε ακίνητος να κοιτάζει σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο. -Φίδι στον πλάτανο, ψιθύρισε με αγωνία και φωνή άχρωμη, ευτυχώς χωρίς τρόμο, αλλά και με κάποια επίγνωση του κινδύνου. Είχαμε και παιδιά στη συντροφιά. Δεν έπρεπε να τρομάξουν, ήταν και οικοδεσπότης. Δεν ήξεραν αν ήταν και δηλητηριώδες. Το κοίταξαν καλά, ήταν μαύρο, δεν ήταν επικίνδυνο. Αποτραβήχτηκαν σχεδόν όλοι. Ήταν και κάποιοι από τη συντροφιά που είχαν εμπειρία.- Είναι περβολάρης, τρώει τα τρωκτικά, είναι ωφέλιμο, μην το πειράξετε, είπαν. Όμως η οικοδέσποινα, ιδιοκτήτρια του χώρου, που συνηθίζει κι εκείνη κι η οικογένειά της να κάθονται στη βεράντα, κάτω από τη σκιά του δένδρου, δεν ακούει τίποτα. – Να φύγει απ’ εδώ, δεν το θέλω, πάρτε το οπουδήποτε αλλού, όχι εδώ, λέει.

  Τελικά, το φίδι κρύφτηκε, δεν ήταν θεατό, υπολόγισαν ότι θα κατέβηκε από το δένδρο και κάπου θα κρύφθηκε στη γη, ίσως κάτω από τ’ αυτοκίνητα. Αρχίσαμε να κοιτάζουμε κάτω από τα αυτοκίνητα. Δεν ήταν πουθενά. Κάποιος λέει: -είναι κάτω από το κόκκινο αυτοκίνητο. -Το είδες; τον ρώτησαν. -Όχι. -Τότε γιατί το λες; τον ρωτούν. -Είναι το δικό μου. Γελάσαμε, επήλθε ηρεμία στη συντροφιά και συνεχίσαμε τις κουβέντες μας παίρνοντας καφέ και επιδόρπιο, όσοι είχαν ακόμη όρεξη. Σημειωτέον ότι το φαγητό ήταν τέλειο, που δεν είχε μείνει χώρος για τίποτα επί πλέον.

   Η ιστορία μας –μάλλον η περιπέτεια-δεν τελειώνει εδώ. Ο επισκέπτης μας φαίνεται δεν πτοήθηκε από τον σάλο που προκάλεσε ή μάλλον δεν τελείωσε την αποστολή του – θα κυνηγούσε ίσως κάποιο τρωκτικό – ηρέμησε, ησύχασε, ακινητοποιήθηκε και δεν γινόταν πια ορατός. Γι’ αυτό κανείς δεν τον έβλεπε κι υποθέσαμε όλοι ότι έφυγε.. Μα έλα που δεν … Ένας ανεπαίσθητος θόρυβος, σαν θρόισμα, άγγιξε τις ευαίσθητες ακουστικές χορδές της οικοδέσποινας αυτή τη φορά, που τον εντόπισε στον κορμό του δένδρου. 

-Εκεί είναι, εκεί … και μας έδειξε τον κορμό. Δεν προφτάσαμε να το εντοπίσουμε κι εξαφανίστηκε μέσα στα καλάμια και τα χόρτα του διπλανού ρυακιού, ενώ ψηλά στον κορμό του πλάτανου έκανε την εμφάνισή του ο πραγματικός αίτιος της όλης αναστάτωσης. Ένας ποντικός πρόβαλε τη μουσίτσα του, ανέμελος πια, μέσα στα φύλλα ενός κλωναριού του πλάτανου.

   Έτσι, μ’ αυτή την κίνηση, έληξε κι η απρόσμενη επίσκεψη ενός απρόσκλητου επισκέπτη στο γιορταστικό τραπέζι του Δεκαπενταύγουστου στις όμορφες Πλάτρες!