Ο Α. Χατζηαντώνης θυμάται και σημειώνει.

Από πολύ μικρός, θα ’μουνα 5 – 6 ετών, στην Α’ Δημοτικού, είχα ταλέντο στη ζωγραφική. Περί το τέλος της σχολικής χρονιάς, η δασκάλα μας, η κ. Έλλη Χαραλάμπους, καλή της ώρα όπου και να βρίσκεται, είχε συγκεντρώσει 5 – 6 ζωγραφιές, 2 δικές μου και τις υπόλοιπες άλλων παιδιών, και τις έστειλε σε μια πανευρωπαϊκή έκθεση ζωγραφικής για έργα μαθητών δημοτικού, στη Στοκχόλμη.

Δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία, ίσως να μην το ανέφερα καν, ούτε στους γονείς μου… Ωστόσο, και οι δύο ζωγραφιές μου, από νερομπογιά, έτυχαν βράβευσης, μαζί με μια ακόμη ενός συμμαθητή μου. Πήγαμε λοιπόν με τη μητέρα μου στη Λευκωσία, πρέπει να ήταν το 1966, και πήρα δύο… περγαμηνές, ως βραβεία! Από το χέρι του τότε υπ. Παιδείας, μ. Κ. Σπυριδάκη.

Απογοήτευση πλήρης. Διότι εγώ, με την παιδική μου αφέλεια, ήλπιζα να μου δώσουν ένα παιγνίδι για βραβείο, ή έστω ένα βιβλίο. Και έτσι, δεν είχα κανένα κίνητρο για να ασχοληθώ πλέον με τη ζωγραφική.

Αργότερα, συγκεκριμένα, στην Στ’ Δημοτικού, ο μακαριστός δάσκαλός μας, διέκρινε ότι είχα μια τάση να γράφω, αρκετά καλές εκθέσεις. Παρόλο που πέρασαν ακριβώς 50 χρόνια από τότε, θυμάμαι, μας έδωσε ένα θέμα να το αναπτύξουμε, με τίτλο: Μια φανταστική ιστορία ενός φτωχού παιδιού. Και μας είπε ο μακαριστός: «Όποιος καταφέρει να με συγκινήσει, θα πάρει δέκα και θα κερδίσει τον θαυμασμό μου».

Είχα λοιπόν την έμπνευση, να γράψω για ένα κοριτσάκι, που ζούσε στην Ολλανδία, την Φλώρα, που κρυφά από τους γονείς της και τα 4 αδέλφια της, πούλαγε τουλίπες, τις οποίες μάζευε από τους αγρούς και τα λεφτά που κέρδιζε, τα άφηνε κρυφά, κάτω από το μαξιλάρι του φτωχού και άρρωστου πατέρα της, που δεν μπορούσε να εργαστεί και λοιπά και λοιπά. Η έκθεσή μου, άρεσε πολύ στον δάσκαλο και τη διάβασε σε όλη την τάξη.

Η χαρά μου, ήταν ανείπωτη! Ένιωσα περήφανος, ένιωσα ότι αξίζω. Αργότερα, μετά το ‘74, πρόσφυγας στην Ελλάδα, στο Β’ Λύκειο Αρρένων Ζωγράφου-Αθήνα, εξακολούθησα να γράφω καλές εκθέσεις. Ο φιλόλογος, πάντα στο τέλος διάβαζε τις τρεις καλύτερες, και η δική μου ήταν μέσα σε αυτές.

Πολύ αργότερα, όταν διορίστηκα στην Ελλάδα ως εκπαιδευτικός αγγλικής φιλολογίας, το μικρόβιο άρχισε να θεριεύει πάλι μέσα μου. Writing zeal, το αποκαλούσε αστειευόμενος ένας φίλος. Και όταν το 1998, αγόρασα Η/Υ, άρχισα να γράφω πολιτικά σχόλια πάνω στο Κυπριακό, κοινωνικά θέματα και άλλα.

Βέβαια, αυτό με γέμιζε αισθήματα ικανοποίησης, και ειδικά όταν άρχισα να στέλνω τα κείμενά μου στον κυπριακό Τύπο. Είχα υπολογίσει, ότι μέσα σε λίγα χρόνια, είχαν δημοσιευτεί πάνω από χίλια τόσα κείμενα, επιστολές στις εφημερίδες. Στις 3 – 4 γνωστότερες εφημερίδες.

Σπάνια, έμπαιναν στη θέση των άρθρων. Πάντα ως επιστολές. Πιστεύω ότι αρκετοί συμπατριώτες μας, τις διάβαζαν, ή τις διαβάζουν. Ωστόσο, όταν το 2005, ήρθα στο νησί -με άδεια άνευ αποδοχών από το ελληνικό υπ. Παιδείας- και δίδασκα σε κυπριακά σχολεία, ορισμένοι συνάδελφοι, με εκτιμούσαν, αλλά υπήρχαν και άλλοι που με έβλεπαν με μισό μάτι, που λέμε. Κάποιος με ρώτησε αν είμαι εθνικιστής, άλλος ρώτησε αν παίρνω λεφτά για τα κείμενα αυτά και λοιπά.

Μα, δεν μπορούν να αντιληφθούν, ότι γράφω με την καρδιά μου; Δεν αντιλαμβάνονται ότι όσα κείμενα έγραψα τα τελευταία 22 χρόνια, που ξεπερνούν τις 3 – 4.000, είναι αληθινά, χωρίς κανένα κομματικό κίνητρο; Πως ήταν μια εσωτερική ανάγκη έκφρασης; Με καμιά προσπάθεια αποκόμισης υλικού κέρδους, ή άλλου; Πόσο στενόμυαλοι είναι κάποιοι; Γράφεις, με επιχειρήματα, εναντίον της λύσης ΔΔΟ, και έρχονται και σου λένε: »Να δούμε πόσα τουρκοκυπριακά χωραφούθκια σφετερίστηκες, και δεν θέλεις λύση».

Όσοι τα λένε αυτά, αλλά και διάφορες άλλες ανοησίες, είναι εκτός τόπου και χρόνου. Και τους το ξεκαθαρίζω, για χιλιοστή φορά: «Ο Α. Χατζηαντώνης, είναι κεντροδεξιός, αγαπά την Κύπρο και την Ελλάδα,  θέλει λύση κυπριακών προδιαγραφών, ούτε εθνικιστής είναι, ούτε αντικομμουνιστής. Γράφω απλά και μόνο, για να προβληματίσω τους συμπολίτες μας, που για τον άλφα ή τον βήτα λόγο, δεν έχουν χρόνο να μελετήσουν ιστορικά βιβλία, ή οτιδήποτε άλλο, και βρίσκονται περίπου στο σκοτάδι. Φανατίζονται από τη γραμμή που δίνει το κόμμα.

Ένα ωραίο σύνθημα, που νομίζω με εκφράζει και θα μπορούσα να το χρησιμοποιήσω κλείνοντας, είναι: «Φρόνημα μωρέ! Όχι, φρόνιμα».

Ο νοών, νοείτο.