Χρυσό ενεπίγραφο βυζαντινό κοχλάριο: Εκείνο έριδος, τούτο έρωτος. 

Στα πλαίσια του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Μουσείων (18η Μαΐου) το Μουσείο της Ιεράς Μονής Κύκκου παρουσιάζει στο ευρύ κοινό ένα ιδιαίτερα σπάνιο αντικείμενο.

Αρκετά είναι τα γνωστά κοχλιάρια των πρώιμων βυζαντινών χρόνων τα οποία βρίσκονται σε διάφορες συλλογές. Μοναδικό, ως προς το υλικό κατασκευής του, είναι ολόχρυσο βυζαντινό κοχλιάριο στο Μουσείο Κύκκου (Κύπρος). Το κοχλιάριο έχει μήκος 23,40 εκ. και βάρος 71,05 γρ., και η περιεκτικότητά του σε χρυσό κυμαίνεται από 89,3 έως 92,5 %.

Η πίσω όψη του λεκανιδίου του κοχλιαρίου κοσμείται από εσώγλυφο φύλλο άκανθας. Ο μικρός κυκλικός δίσκος που ενώνει τη λαβή με το λεκανίδιο φέρει στη μία πλευρά εγχάρακτο, εκατέρωθεν των κεραιών ισοσκελούς σταυρού, το μονόγραμμα του ονόματος «ΦΩΚΑC». Η συμπαγής λαβή του κοχλιαρίου αντιστοιχεί στο διπλάσιο του μήκους του λεκανιδίου, σε μία σχέση δύο προς ένα. Η λαβή διαμορφώνεται στη βάση της εξάπλευρη και ακολούθως μετατρέπεται σε κυλινδρική με σταδιακή μείωση του πάχους της με πυκνές κυκλοτερείς χαράξεις. Στο άκρο της επικάθεται φιαλόσχημη απόληξη με επίμηλο στην κορυφή.

Στην πάνω πλευρά του εξάπλευρου τμήματος της λαβής απλώνεται εγχάρακτη με ένθετο νίελο η κεφαλαιογράμματη ελληνική φράση: «ΤΗ ΚΑΛΗ ΤΟ ΜΗΛΟΝ». Βασιζόμενοι σε τεχνοτροπικά και γραφολογικά στοιχεία προτείνουμε χρονολόγηση του κοχλιαρίου στον 6ο-7ο αιώνα και συσχέτισή του με την καλούμενη ομάδα της Λαμψάκου, πόλης στον Ελλήσποντο στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.

Η επιγραφή του κοχλιαρίου παραπέμπει στην έριδα της Ήρας, της Αθηνάς και της Αφροδίτης και στην επακόλουθη κρίση του Πάρη, που υπήρξε η αιτία του Τρωικού πολέμου. Αναφορά στην κρίση των τριών θεών εντοπίζουμε στην Ιλιάδα του Ομήρου, χωρίς όμως να γίνεται λόγος σε έπαθλο χρυσού μήλου. Μεταγενέστερα (1ος αιώνας μ.Χ.) ο Απολλόδωρος για το ίδιο συμβάν αναφέρει: «μηλον περί κάλλους». Ο Λουκιανός (2ος αιώνας μ.Χ.) γράφει: «μηλον τι πάγκαλον χρυσούν όλον», στο οποίο υπήρχε η επιγραφή: «Ή καλή λαβέτω». Ο Φιλόστρατος (2ος προς 3ο αιώνα μ.Χ.) τροποποιεί τη φράση: «Το μήλον λαβέ, ω καλή». Στη μέση βυζαντινή εποχή σε σχόλια βυζαντινών λογίων πάνω σε αρχαιοελληνικά κείμενα η φράση θα σταθεροποιηθεί: “Tη καλή το μήλον” στα σχόλια του Αρέθα (850-944 μ.Χ.) στην Εκάβη του Ευριπίδη και στον Λουκιανό, καθώς και στα σχόλια στην τραγωδία Αλεξάνδρα του Λυκόφρονος των Ισαάκιου και Ιωάννη Τζέτζη (12ος αιώνας). Συμπερασματικά η φράση είναι δημιούργημα των βυζαντινών λογίων και έχει την καταγωγή της στον μύθο της έριδας των θεών και την κρίση του Πάρη.

Το παρουσιαζόμενο χρυσό κοχλιάριο αναμφίβολα υπήρξε αντικείμενο κύρους. Δώρο ενός Φωκά με αρχαιοελληνική παιδεία, άνδρα της αριστοκρατικής βυζαντινής κοινωνίας προς την αγαπημένη του.

Αν το μήλο της έριδος ήταν αιτία ζήλιας και αντιπαράθεσης με επιστέγασμα τον αιματηρό Τρωικό πόλεμο το χρυσό κοχλιάριο του Φωκά υπήρξε στοιχείο έρωτα και αγάπης, και όπως σημειώνει και ο Φλάβιος Φιλόστρατος ( 160-170 – 244-249 μ.Χ.): «’Εκείνο έριδος, τούτο έρωτος».

* Ο Στυλιανός Περδίκης είναι Διευθυντής του Μουσείου Κύκκου