Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ένας από τους τελευταίους αυθεντικούς θρύλους του σινεμά, πέθανε σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια παρακαταθήκη ως ηθοποιός και σκηνοθέτης.

Σε δήλωσή της, η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του ηθοποιού, Σίντι Μπέργκερ, ανέφερε ότι πέθανε την Τρίτη στο σπίτι του, «στο Σάντανς, στα βουνά της Γιούτα– στον τόπο που αγαπούσε, περιστοιχισμένος από αυτούς που αγαπούσε. Θα μας λείψει βαθιά», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι η οικογένεια ζητά ιδιωτικότητα.

Ο Ρέντφορντ είχε τιμηθεί με δύο βραβεία Όσκαρ: το πρώτο το 1980, για τη σκηνοθεσία της ταινίας Συνηθισμένοι Άνθρωποι (Ordinary People), και το δεύτερο το 2002, για τη συνολική του προσφορά στον χώρο του κινηματογράφου.

Από τους ηθοποιούς που σημάδεψαν τη δεκαετία του ’70, ισορροπώντας με ευκολία ανάμεσα στο νέο κύμα του Χόλιγουντ και τη mainstream κινηματογραφική βιομηχανία, πριν καθιερωθεί τις επόμενες δεκαετίες και ως σκηνοθέτης και παραγωγός. Διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη γέννηση του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά, συνιδρύοντας το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance, το οποίο ανέδειξε ταινίες όπως Reservoir Dogs, The Blair Witch Project, Donnie Darko, Fruitvale Station και Coda.

Παράλληλα απέκτησε φήμη ως ένας από τους πιο γνωστούς φιλελεύθερους του Χόλιγουντ, δίνοντας μάχες για περιβαλλοντικά ζητήματα, μεταξύ άλλων ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του οργανισμού Natural Resources Defense Council, και εκφράζοντας έντονη αντίθεση στον – πλέον ακυρωμένο – αγωγό Keystone XL.

Ο Ρέντφορντ υπήρξε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις καλλιτεχνών που ξεπέρασαν τα όρια του κινηματογράφου χωρίς ποτέ να τα εγκαταλείψουν. Εμβληματικός ηθοποιός, αναγνωρισμένος σκηνοθέτης, διορατικός παραγωγός, αλλά και πολίτης με βαθιά περιβαλλοντική και κοινωνική συνείδηση, ο Ρέντφορντ σημάδεψε το Χόλιγουντ με την ήρεμη δύναμη της παρουσίας του και άφησε το στίγμα του στον δημόσιο βίο με την ίδια ευγένεια και συνέπεια που χαρακτήριζαν τις ερμηνείες του.

Από τα πρώτα χρόνια μέχρι την υποκριτική

Γεννημένος στις 18 Αυγούστου 1936 στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, ο Ρέντφορντ μεγάλωσε σε οικογένεια με βρετανικές (Αγγλία–Σκωτία) και ιρλανδικές ρίζες – καταγωγή που εξηγεί τα χαρακτηριστικά πυρόξανθα μαλλιά του. Ο πατέρας του, αρχικά γαλατάς και αργότερα λογιστής, και η μητέρα του, νοικοκυρά, τον στήριξαν στα πρώτα του βήματα.

Κατά τη σχολική του ηλικία ήταν συμμαθητής του διάσημου παίκτη μπέιζμπολ Ντον Ντράισντεϊλ. Μετά το σχολείο συνήθιζε να σταματά έξω από τα στούντιο της Fox, για να παρακολουθεί γνωστούς ηθοποιούς. Στην εφηβεία του, πέρασε μια ανήσυχη φάση – έκανε μικροκλοπές (όπως τάσια αυτοκινήτων) και κατανάλωνε πολύ αλκοόλ, γεγονός που του στέρησε υποτροφία για το πανεπιστήμιο.

Τελικά, κέρδισε υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, χάρη στην ικανότητά του στο μπέιζμπολ. Παράλληλα εργαζόταν ως σερβιτόρος και αργότερα στις πετρελαιοπηγές της Καλιφόρνιας, για να συγκεντρώσει χρήματα για ένα ταξίδι στην Ευρώπη, όπου έμεινε σχεδόν έναν χρόνο.

Έζησε κυρίως στο Παρίσι και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, όμως οι κακές κριτικές τον οδήγησαν πίσω στις ΗΠΑ. Ακολούθησαν μαθήματα ζωγραφικής στο Ινστιτούτο Pratt του Μπρούκλιν, όπου υιοθέτησε ένα μποέμικο στυλ.

Η πορεία στην υποκριτική

Έπειτα από προτροπή φίλου του, γράφτηκε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών της Νέας Υόρκης. Στην ακρόασή του εντυπωσίασε τους κριτές που ανέφεραν ότι «διαθέτει φυσική άνεση στην έκφραση, ζωηρή φαντασία, ένα χάρισμα». Η επαφή του με την υποκριτική τον κέρδισε οριστικά.

Βραβεύσεις και τιμητικές διακρίσεις

Ως καλλιτέχνης

  • Όσκαρ για τη συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο (2002)

Ως ηθοποιός

  • Βραβείο Emmy Β΄ Ανδρικού Ρόλου για την τηλεοπτική σειρά Alcoa Premiere
  • Χρυσή Σφαίρα πιο πολλά υποσχόμενου ηθοποιού για την ταινία Inside Daisy Clover
  • Βραβείο BAFTA καλύτερου ηθοποιού για τις ταινίες Tell Them Willie Boy Is Here και Downhill Racer

Ως σκηνοθέτης

  • Όσκαρ Σκηνοθεσίας για την ταινία Ordinary People (1980)

CNN.gr