Ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Τίμοθι Μέλον είναι, τελικά, ο ανώνυμος δωρητής που προσέφερε 130 εκατομμύρια δολάρια για την καταβολή των μισθών των Αμερικανών στρατιωτικών κατά τη διάρκεια του shutdown στις ΗΠΑ.
Ο κληρονόμος της ιστορικής δυναστείας Mellon προχώρησε στη δωρεά αυτή εν μέσω της πρόσφατης αναστολής λειτουργίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αποκαλύψει από το προεδρικό αεροσκάφος, καθ’ οδόν προς την Ασία, πως «ένας φίλος» του έκανε μια «πατριωτική προσφορά» για να διασφαλιστούν οι πληρωμές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, χωρίς τότε να κατονομάσει τον Μέλον. «Πρόκειται για έναν σπουδαίο κύριο, έναν μεγάλο πατριώτη», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Shutdown στις ΗΠΑ και δωρεά εκατομμυρίων για στρατιώτες
Ο 83χρονος Μέλον, εγγονός του πρώην υπουργού Οικονομικών Άντριου Μέλον (1921–1932), έχει κρατήσει χαμηλό δημόσιο προφίλ και ζει απομονωμένος στο Γουαϊόμινγκ. Η οικογένεια Mellon υπολογίζεται ότι διαθέτει περιουσία περίπου 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ έχει μακρά ιστορία φιλανθρωπίας, με δωρεές στην Εθνική Πινακοθήκη και στο Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon.
Η δωρεά του Τίμοθι Μέλον στο Πεντάγωνο, ωστόσο, ενδέχεται να μη μπορεί να χρησιμοποιηθεί, καθώς ο νόμος περί ανεπάρκειας απαγορεύει στις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να δαπανούν μη εγκεκριμένα κονδύλια κατά τη διάρκεια shutdown. «Η δωρεά έγινε υπό τον όρο ότι θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για την πληρωμή των στρατιωτικών», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου Σον Πάρνελ.
Η Γερουσία είχε απορρίψει με ψήφους 54–45 μια πρόταση για την πληρωμή των στρατιωτών κατά το διάστημα της αναστολής. Παρά ταύτα, ο Τραμπ διέταξε τον υπουργό Πολέμου Πιτ Χέγκσεθ να χρησιμοποιήσει «όλα τα διαθέσιμα κεφάλαια» για να καταβληθούν οι μισθοί στις 15 Οκτωβρίου, επικαλούμενος την εξουσία του ως Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων.
Το Πεντάγωνο υποστήριξε ότι χρησιμοποίησε περισσευούμενα κονδύλια έρευνας και ανάπτυξης, όμως νομικοί κύκλοι εκφράζουν ανησυχίες πως η ενέργεια αυτή παρακάμπτει τη συνταγματική αρμοδιότητα του Κογκρέσου να εγκρίνει δημόσιες δαπάνες, γράφει η New York Post.