Δεν είναι ασυνήθιστο οι μέτοχοι να διαφωνούν μεταξύ τους σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης και ελέγχου της εταιρείας ή την κατεύθυνση και τη στρατηγική που αυτή ακολουθεί. Ενώ όμως, η ύπαρξη και η προβολή διαφορετικών απόψεων μπορεί να είναι επωφελής για την επιχείρηση, μια παρατεταμένη διαφωνία που παρεμποδίζει τη λήψη μιας σημαντικής απόφασης, ίσως ν αποδειχθεί ιδιαίτερα επιζήμια για τα εταιρικά συμφέροντα.

Επιλογές όπως, οι διατάξεις για την επίλυση του αδιεξόδου/διαφωνίας σε μια Συμφωνία Μετόχων (shareholders’ agreement) παρέχουν ένα μέσο επίλυσης επί ζητημάτων για τα οποία οι μέτοχοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν ή να συμβιβαστούν διαφορετικά. Συνήθως, η συμφωνία μετόχων αναφέρει τις προϋποθέσεις που πρέπει να υφίστανται για να τεκμαίρεται αδιέξοδο. Για παράδειγμα, ένα θέμα μπορεί να πρέπει να τεθεί σε τρεις διαδοχικές συνεδριάσεις χωρίς επίλυση/απόφαση πριν από την εφαρμογή των διατάξεων για το αδιέξοδο. Η καθυστέρηση δίνει χρόνο στους μετόχους να συμβιβαστούν ή να βρουν άλλους τρόπους επίλυσης του ζητήματος.

Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις έκτακτων, ή άλλως επιβεβλημένων ενεργειών όπου δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια να πληρωθούν οι προϋποθέσεις μιας συμφωνίας μετόχων ή να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά εναλλακτικές επιλογές επίλυσης της διαφωνίας. Περιπτωσιολογικά αναφέρουμε παρακάτω δύο τέτοιες καταστάσεις και τις δυνατότητες των συμβούλων, οι οποίοι έχουν στο τέλος την εκ του νόμου και καταστατικού υποχρέωση να μεριμνούν για τη συνέχεια της εταιρικής δραστηριότητας.

Ποια, λοιπόν, η επίδραση απροθυμίας/αδυναμίας της Γενικής Συνέλευσης  (50-50, deadlock) να

  • εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις, σε σχέση με το κύρος τους;

Σύμφωνα με το αρ. 142 (4)(α) του Εταιρικού Νόμου (ο «Νόμος»), οι σύμβουλοι κάθε εταιρείας έχουν συλλογικά το καθήκον έναντί της να μεριμνούν ότι οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και, ανάλογα με την περίπτωση, οι ετήσιες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις συντάσσονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Νόμου και σύμφωνα με τα αντίστοιχα Διεθνή Πρότυπα.

Οι σύμβουλοι υποχρεούνται να θέσουν τις ετήσιες καταστάσεις ενώπιον της εταιρείας στη Γενική Συνέλευση (ΓΣ). Αυτό σημαίνει ότι οι καταστάσεις υπογεγραμμένες από συμβούλους για λογαριασμό του διοικητικού συμβουλίου (αρ. 142.(4)(α), 149, 150) με επισυνημμένη την υπογεγραμμένη έκθεση των ελεγκτών, πρέπει να τεθούν ενώπιον συνέλευσης (αρ. 151.(4)(α)). Πέρα από κάποια τυχόν ειδική πρόβλεψη του καταστατικού, δεν υπάρχει ειδική διάταξη που να απαιτεί ρητά την έγκριση των λογαριασμών από την εταιρεία σε ΓΣ.

Ωστόσο, είναι μια αρκετά κοινή πρακτική να υποβάλλεται ψήφισμα σε ΓΣ, που προβλέπει την «παραλαβή και έγκριση των λογαριασμών», αλλά η έγκριση ή η απόρριψη ενός τέτοιου ψηφίσματος δεν έχει κάποια επίδραση όσον αφορά το περιεχόμενο των ελεγμένων λογαριασμών. Οι λογαριασμοί αποτελούν καταγραφή προηγούμενων συναλλαγών/λογιστικών μεγεθών και η εταιρεία δε δύναται, μέσω της συνέλευσης, να αλλάξει αυτό που έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Η απόρριψη ενός τέτοιου ψηφίσματος ισοδυναμεί, απλώς, με έκφραση δυσπιστίας προς τους διευθυντές και τους ελεγκτές. Σε κάθε περίπτωση, θεωρείται δεδομένο ότι οι σύμβουλοι θα κινούνται έχοντας σχηματίσει επαρκείς βεβαιότητες για την αξιοπιστία και την ακρίβεια των περιεχόμενων στοιχείων.

Βεβαίως, η έγκριση των οικονομικών καταστάσεων, σημαίνει την απαλλαγή των συμβούλων από τη σχετική ευθύνη, ενώ είναι απαραίτητη και για τη λήψη απόφασης για τη διανομή κερδών. Δεν μπορεί να αποκλειστεί πως, κινήσεις των συμβούλων χωρίς την όποια «έγκριση» της ΓΣ θα εκθέσουν τους συμβούλους σε πιθανές αιτιάσεις από τους διαφωνούντες μετόχους, και η διαδικασία απόδειξης της ορθότητας των ενεργειών τους θα σταθμίσει και τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν σ αυτήν την εταιρεία (π.χ. προηγούμενη πρακτική, συναλλακτικά ήθη στη συγκεκριμένη αγορά κλπ.)

  • να επαναδιορίσει ελεγκτές;

Σύμφωνα με το αρ. 153, κάθε εταιρεία, η οποία υποχρεούται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 152Α να υποβάλλει τις οικονομικές της καταστάσεις και την αντίστοιχη έκθεση σε ελεγκτή, διορίζει σε κάθε ετήσια ΓΣ, ελεγκτή ή ελεγκτές και ο διορισμός τους ισχύει από τη λήξη της ΓΣ με την οποία διορίστηκαν, μέχρι τη λήξη της επόμενης.

Σε οποιαδήποτε ετήσια ΓΣ, ελεγκτής που αποχωρεί, επαναδιορίζεται, ανεξάρτητα με ποιο τρόπο διορίστηκε, χωρίς έγκριση ψηφίσματος εκτός αν-

(α) δεν κατέχει τα προσόντα για επαναδιορισμό ή

(β) στη συνέλευση εκείνη λήφθηκε απόφαση για διορισμό αντί αυτού, άλλου προσώπου ή που προνοεί ρητά ότι αυτός δεν θα επαναδιοριστεί ή

(γ) ο ελεγκτής έδωσε στην εταιρεία γραπτή ειδοποίηση για την απροθυμία του να επαναδιοριστεί.

Νοείται ότι σε ΓΣ η εταιρεία δύναται να παύει οποιουσδήποτε τέτοιους ελεγκτές και να διορίζει στη θέση τους άλλα πρόσωπα που προτάθηκαν για διορισμό από οποιοδήποτε μέλος της εταιρείας και η ειδοποίηση για την πρόταση της για διορισμό δόθηκε στα μέλη της εταιρείας τουλάχιστο δεκατέσσερις ημέρες πριν από τη συνέλευση. Συνεπώς, είναι σαφές ότι η απλή απροθυμία επαναδιορισμού (απουσία ψηφίσματος με ρητή άρνηση επαναδιορισμού/πρόταση για άλλο ελεγκτή), δεν τον ακυρώνει.

Να σημειωθεί ότι η παρούσα ανάλυση δεν εστιάζει στα περιθώρια των μετόχων στις περιπτώσεις έλλειψης πρακτικότητας (impracticality) στην κλήση (to call a meeting) / στη διεξαγωγή (to conduct a meeting) ΓΣ. Ή συγκεκριμένα σκόπιμης (deliberate) απουσίας του μετόχου μειοψηφίας, όπου δεν μπορούν να ληφθούν εταιρικές αποφάσεις, παρόλο που η εταιρεία εξακολουθεί να λειτουργεί, δηλαδή μια περίπτωση de facto αδιεξόδου (deadlock). Αυτά τα σενάρια περιλαμβάνονται στο ρυθμιστικό αντικείμενο του αρ. 129 του Νόμου.  Σ αυτές τις περιπτώσεις μια Συμφωνία Μετόχων είναι επιπλέον χρήσιμη και για τον προσδιορισμό του είδους της αμφισβητούμενης κατάστασης.

Είναι τότε μάλλον αναμενόμενο, ως ενέργεια του μετόχου πλειοψηφίας, αυτός “να επιχειρήσει να λάβει τον έλεγχο της μειοψηφίας και, κατ’ επέκταση, της εταιρείας, ζητώντας δικαστική παρέμβαση”, για να αρθεί το αδιέξοδο (to break the deadlock). Kαι είναι, επίσης, υπαρκτό το “ενδεχόμενο ή ο κίνδυνος, σε τέτοια συνέλευση που πραγματοποιείται κατόπιν τέτοιου διατάγματος”, να “επηρεαστούν δικαιώματα των μετόχων μειοψηφίας”. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο πρέπει να αποφύγει να λάβει μέρος στην όποια διαπροσωπική διαμάχη των μετόχων (EDSON COMMERCEM LIMITED ν. PAWNRUS LIMITED, Αίτηση αρ. 330/2019, 15/1/2021).

Είναι, συνεπώς, κατανοητό ότι υφίστανται περιθώρια διακριτικής ευχέρειας των εταιρικών συμβούλων, σε περιπτώσεις αδιεξόδου στη ΓΣ. Τα οποία όμως πρέπει να ασκούνται με φειδώ και ιδιαίτερη προσοχή, με σεβασμό στο γράμμα και το πνεύμα του νόμου, του εταιρικού καταστατικού, τυχόν συμφωνίας μετόχων και, πάντοτε, με την επίγνωση του ότι η αποστολή τους είναι η διαφύλαξη των εταιρικών συμφερόντων και σε καμία περίπτωση η συμπαράταξη με τη μία ή την άλλη πλευρά της διελκυστίνδας των μετόχων. Σε κάθε περίπτωση, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ν αναζητούν τις συμβουλές έμπειρων και εξειδικευμένων εταιρικών δικηγόρων.

Βασίλης Ψύρρας, Senior Associate

Ιωάννης Σιδηρόπουλος, Associate

Ηλίας Νεοκλέους και ΣΙΑ ΔΕΠΕ