Οι στρεβλώσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα του τόπου είναι δεδομένες και έχουν καταγραφεί από πολλούς ειδικούς στο παρελθόν, αλλά και από όλους τους πολιτικούς προϊστάμενους του Υπουργείου Εργασίας τα τελευταία λίγα χρόνια.

Από τη μ. Ζέτα Αιμιλιανίδου, τον Κυριάκο Κούσιο, αλλά και από τον νυν υπουργό Γιάννη Παναγιώτου.
Ενδεικτικό των στρεβλώσεων αυτών, όπως γράψαμε ξανά, είναι η ανάγκη μέσω του κρατικού προϋπολογισμού να συνεισφέρει εκ νέου η Πολιτεία και να στηρίξει τους χαμηλοσυνταξιούχους μέσω του Σχεδίου Στήριξης των Συνταξιούχων με χαμηλά εισοδήματα, με τη γνωστή μικρή επιταγή, στη βάση απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου επί διακυβέρνησης του μ. Δημήτρη Χριστόφια.

Σχέδιο το οποίο με διάφορες αποφάσεις της εκάστοτε Κυβέρνησης αναπροσαρμόζεται και βελτιώνεται, προκειμένου οι συνταξιούχοι με χαμηλή σύνταξη και απολαβές να ζουν πιο αξιοπρεπώς. Να μην ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως αυτό ορίζεται με διάφορες στατιστικές.

Από μόνο της, όμως, η ανάγκη για συμπλήρωμα των συνταξιοδοτικών παροχών μέσω κρατικών επιδομάτων, βάσει κριτηρίων και προϋποθέσεων, φανερώνει την ανεπάρκεια του υφιστάμενου συστήματος, στο οποίο εργαζόμενοι και εργοδότες συνεισφέρουν επίσης κάθε μήνα, όπως συνεισφέρουν και για τη μικρή επιταγή που καταβάλλεται μέσω του κρατικού κορβανά.

Παρόλα αυτά, η συζήτηση γύρω από το θέμα του συνταξιοδοτικού επικεντρώνεται εδώ και αρκετό καιρό -χρόνια, για την ακρίβεια- στην αναλογιστική μείωση που επιβάλλεται σε όσους αφυπηρετούν πρόωρα, εφόσον πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, στο 63ο έτος της ηλικίας αντί στο 65ο έτος που είναι η κανονική ηλικία συνταξιοδότησης.

Παρά το γεγονός ότι ακόμα και με την πλήρη κατάργηση της αναλογιστικής μείωσης, η ανάγκη στήριξης από το κράτος αρκετών χαμηλοσυνταξιούχων δεν θα εκλείψει και τη στιγμή που το κόστος για το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων –από κατάργηση της αναλογιστικής μείωσης – θα είναι δυσανάλογα μεγάλο, γύρω στα 100 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Κόστος που μπορεί να επιφέρει περαιτέρω αύξηση των εισφορών στο ΤΚΑ ή και αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης.

Όλα τα πιο πάνω είναι σε γνώση των κοινωνικών εταίρων, που επιμένουν να βλέπουν μάλλον το δέντρο από το δάσος και που γνωρίζουν καλύτερα από όλους την ανάγκη διορθωτικών μέτρων προκειμένου να διασφαλιστεί η επάρκεια των συνταξιοδοτικών παροχών για όσους συνταξιοδοτούνται, χωρίς δεκανίκια από το κράτος.

Το ίδιο ευτυχώς φαίνεται να είναι και σε γνώση του νυν υπουργού Εργασίας, που ήδη έθεσε ως σημαντική παράμετρο της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης τη στήριξη του δεύτερου πυλώνα του συνταξιοδοτικού συστήματος, δηλαδή των ταμείων προνοίας, χωρίς να φαίνεται να αποκλείει αυτός να καταστεί υποχρεωτικός.

Στόχος της Κυβέρνησης είναι ο διάλογος για τη μεταρρύθμιση να αρχίσει φέτος και να υλοποιηθεί μέχρι το τέλος της νέας χρονιάς, οπόταν εκτιμάται πως υπάρχει αρκετός χρόνος για ουσιαστική και σοβαρή συζήτηση ώστε οι συντάξεις, τουλάχιστον στο μέλλον, να διασφαλίζουν μια αξιοπρεπή διαβίωση.

Οι διαχρονικές διαπιστώσεις για τις στρεβλώσεις στο υφιστάμενο σύστημα, είτε αυτές αφορούν αδικίες για τα χρόνια εισφορών σε σχέση με το αντίκρισμα αυτών στο ύψος των συντάξεων είτε άλλες παραμέτρους που εξακολουθούν να είναι δυσνόητες για τους περισσότερους πολίτες λόγω και της νομοθεσίας του ΤΚΑ, όπως και η σημερινή ανάγκη στήριξης μερίδας συνταξιούχων μέσω του Υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας θέλουμε να πιστεύουμε πως αποτελεί μια καλή ποσότητα μαγιάς για την εξέλιξη της μεταρρύθμισης.

Λαμβάνοντας την ίδια ώρα υπόψη πως αυτή θα πρέπει να εστιάσει πρωτίστως στους μισθωτούς και μελλοντικούς συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα και στους αυτοεργοδοτούμενους που στερούνται άλλης συμπληρωματικής σύνταξης. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν αποκλείεται να μιλάμε για τη μικρή επιταγή και όταν θα συνεισφέρουν στο ΤΚΑ τα παιδιά που σήμερα πηγαίνουν στο δημοτικό.