Διαχρονικά, η Κύπρος κατατάσσεται ανάμεσα στις χώρες που πληρώνουν το ακριβότερο ηλεκτρικό ρεύμα στην Ε.Ε., τόσο για οικιακή χρήση όσο και για χρήση από τις Κυπριακές επιχειρήσεις (εμπορικοί και βιομηχανικοί καταναλωτές). Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την επιχειρηματική χρήση, περί τα τέλη του 2024, οι Κύπριοι επιχειρηματίες καλούνταν να πληρώσουν γύρω στα 0.18 σεντς ανά κιλοβατώρα, κάτι που κατατάσσει τη χώρα μας ως την 6η πιο ακριβή χώρα σε ηλεκτρικό ρεύμα για τις επιχειρήσεις.

Αξίζει να αναφερθεί, ότι ακριβότερο ηλεκτρικό ρεύμα πληρώνουν μόνο οι επιχειρηματίες σε Ιρλανδία, Κροατία, Ουγγαρία, Αυστρία και Λουξεμβούργο. Μάλιστα, το υψηλό κόστος ενέργειας για τις επιχειρήσεις, δεν αποτελεί φαινόμενο των τελευταίων χρόνων, αλλά διαχρονικός βραχνάς που οφείλεται σε πολλαπλούς παράγοντες και κυρίως σε διαρθρωτικές αδυναμίες του ενεργειακού μοντέλου. Με την Κυπριακή Δημοκρατία, να μην καταφέρνει να υλοποιήσει ένα ολοκληρωμένο και μακροπρόθεσμο στρατηγικό πλάνο όσον αφορά την ενεργειακή πολιτική του κράτους, οι Κυπριακές επιχειρήσεις αναγκάζονται να πληρώνουν δυσβάσταχτους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις απειλούν την βιωσιμότητά τους και την ανταγωνιστικότητα της Κυπριακής οικονομίας.

Μια από τις σημαντικότερες αδυναμίες του ενεργειακού μοντέλου της Κύπρου, αποτελεί η επικίνδυνη εξάρτηση από τα συμβατικά καύσιμα, όπως το μαζούτ. Τα προηγούμενα χρόνια, δε δόθηκε η δέουσα σημασία  στην ανάπτυξη κατάλληλων υποδομών για περεταίρω διείσδυση των ΑΠΕ ή έστω του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, κάτι που θα επέτρεπε τη μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας στις επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα, συνεχίζουν να παρουσιάζονται ρυθμιστικές και θεσμικές αδυναμίες, όπως είναι η καθυστέρηση στην απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού, που θα αυξήσει τον ανταγωνισμό και πιθανότατα να επιφέρει μειώσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Προσθέτοντας στην εξίσωση και το ενδεχόμενο ναυάγιο στο μέγα έργο της διασύνδεσης της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι Κυπριακές επιχειρήσεις θα συνεχίσουν για αρκετά χρόνια ακόμη να έχουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα λόγω των αυξημένων τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.

Το υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας λόγω αδυναμίας επίλυσης των προαναφερθέντων ζητημάτων, αποτελεί μεγάλο βραχνά ο οποίος υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των Κυπριακών επιχειρήσεων καθώς  και την ευρύτερη οικονομία της χώρας. Αρχικά, οι υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, αυξάνουν τα λειτουργικά έξοδα των επιχειρήσεων, κάτι που είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες μάχονται καθημερινά για την επιβίωση τους. Ωστόσο, το πρόβλημα δε σταματά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αφού το υψηλό κόστος ενέργειας επιβαρύνει σημαντικά κι άλλους ενεργοβόρους κλάδους όπως είναι η βιομηχανία, η μεταποίηση, η ξενοδοχειακή βιομηχανία και ούτω καθεξής. Οι υψηλές τιμές ενέργειας που καλούνται να πληρώσουν αυτές οι επιχειρήσεις, μειώνουν την ανταγωνιστικότητα τους στις διεθνείς αγορές, αφού τουλάχιστον ένα ποσοστό του αυξημένου κόστους παραγωγής μετακυλίεται στην τελική τιμή του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, οι εταιρείες των προαναφερθέντων κλάδων αναγκάζονται να χάνουν εξαγωγές των προϊόντων τους λόγω μη ανταγωνιστικής τιμής, ή να επωμίζονται όλο το κόστος και να μειώνουν επικίνδυνα τα περιθώρια κέρδους τους.

Ωστόσο, το  φαινόμενο των αυξημένων τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, δεν περιορίζει τον αντίκτυπο του στη μείωση της ανταγωνιστικότητας και την ενδεχόμενη μείωση των εξαγωγών. Το εν λόγω ζήτημα, αγγίζει ακόμη και το πολύ σημαντικό τομέα των ξένων επενδύσεων, με το υψηλό κόστος ενέργειας να λειτουργεί ως αποθαρρυντικός παράγοντας στην προσέλκυση ξένων εταιρειών στην χώρα μας. Με τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος να βρίσκονται έως και 20% πιο πάνω από άλλες χώρες της περιοχής και την αβεβαιότητα γύρω από το ενεργειακό κόστος μεσοπρόθεσμα να βρίσκεται στα ύψη, η Κύπρος χάνει συνεχώς έδαφος ως επενδυτικός προορισμός σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, μεταποίησης και ελαφριάς βιομηχανίας. Μάλιστα, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι εν λόγω τομείς βρίσκονται στην λίστα προτεραιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στον αναπτυξιακό σχεδιασμό “Vision 2035”, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς τις συνέπειες στην ευρύτερη οικονομία της Κυπριακής οικονομίας.

Όλα τα παραπάνω, καταδεικνύουν την επείγουσα ανάγκη για άμεση παρέμβαση, δεδομένου ότι η παρατεταμένη επιβάρυνση των επιχειρήσεων από το υψηλό κόστος ενέργειας ενδέχεται να έχει μη αναστρέψιμες αρνητικές συνέπειες, τόσο για την επιχειρηματική δραστηριότητα όσο και για την εθνική οικονομία. Βραχυπρόθεσμα, το αρμόδιο Υπουργείο οφείλει να παράσχει στοχευμένες βοήθειες σε εταιρείες ενεργοβόρων βιομηχανιών, προκειμένου να εγκαταστήσουν ΑΠΕ και να μειώσουν την εξάρτησή τους από το δαπανηρό ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται από συμβατικά καύσιμα. Παράλληλα, είναι επιτακτική η επίσπευση της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και η θεσμοθέτηση ενός διαφανούς ρυθμιστικού πλαισίου που θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών στην εσωτερική αγορά.

Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται να προχωρήσει σε στρατηγικής σημασίας έργα και πρωτοβουλίες για την εξασφάλιση φθηνής και βιώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες της. Ένας κρίσιμος στόχος είναι η επιτάχυνση της διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, με στόχο το 30%-35%, πράγμα που απαιτεί ταυτόχρονες επενδύσεις στην αναβάθμιση του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, την εγκατάσταση έξυπνων μετρητών και την ανάπτυξη σταθμών αποθήκευσης ενέργειας. Επιπρόσθετα, στο μεσοδιάστημα θα πρέπει να εντατικοποιηθεί η κατασκευή υποδομών φυσικού αερίου και να αξιοποιηθούν τα εγχώρια κοιτάσματα, ώστε να διασφαλιστεί η ενεργειακή ασφάλεια και να επιτευχθεί η οικονομικά προσιτή παροχή ηλεκτρικής ενέργειας.

Τα προτεινόμενα μέτρα, όπως η αναβάθμιση του δικτύου, η ανάπτυξη σταθμών αποθήκευσης ενέργειας για ενίσχυση των ΑΠΕ, η δημιουργία υποδομών φυσικού αερίου και η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού, δεν είναι κάτι καινούριο. Αυτό που πραγματικά θα κάνει τη διαφορά είναι μια ουσιαστική αλλαγή στην προσέγγιση του ζητήματος. Η Κυπριακή Δημοκρατία χρειάζεται μια ενιαία, ολοκληρωμένη και στρατηγικά δομημένη ενεργειακή πολιτική με αρχή, μέση και τέλος. Η αποσπασματική αντιμετώπιση αυτών των έργων ως ανεξάρτητες δράσεις που μένουν στο στάδιο των υποσχέσεων πρέπει να σταματήσει. Αντίθετα, απαιτείται ένα ενιαίο σχέδιο με ξεκάθαρα χρονοδιαγράμματα, ρεαλιστικούς στόχους και πλήρη αξιολόγηση του συνολικού αντίκτυπου στην ενεργειακή πολιτική της χώρας, ώστε να διορθωθούν οι υφιστάμενες στρεβλώσεις. Μόνο έτσι η Κύπρος θα διασφαλίσει βιώσιμη και οικονομικά προσιτή ενέργεια, ενισχύοντας ουσιαστικά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και την οικονομική ανάπτυξη.

*Λειτουργος ΚΕΒΕ / Τμήμα Διεθνών Σχέσεων & Οικονομικής Διπλωματίας