Η άνιση μεταχείριση των γυναικών στην Κύπρο αποτελεί ένα διαχρονικό πρόβλημα. Η χώρα μας, έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παραβίαση της απαγόρευσης των διακρίσεων βάσει φύλου (άρθρο 14 της ΕΣΔΑ). Παρά ταύτα και εν έτη 2023, η άνιση μεταχείριση των Γυναικών Υπαξιωματικών της Εθνικής Φρουράς έναντι των ανδρών συναδέλφων τους, αφήνει εκτεθειμένη τη Δημοκρατία και παραμένει αντικείμενο συζήτησης, εδώ και τρεις (3) τουλάχιστον δεκαετίες, απασχολώντας τόσο την κοινωνία, όσο και τα Κυπριακά Δικαστήρια.
Αφορμή γι’ αυτό το άρθρο αποτέλεσε η πρόσφατη Συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ίσων Ευκαιριών μεταξύ Ανδρών και Γυναικών, η οποία επικεντρώθηκε στον αγώνα που δίνουν οι Γυναίκες Υπαξιωματικοί, εξαιτίας της άνισης μεταχείρισης και διάκρισης που υφίστανται στην εργασία τους.
Οι Γυναίκες Υπαξιωματικοί, παρόλο που υπηρετούν το κράτος εδώ και πολλά χρόνια, με σθένος, υπευθυνότητα και επαγγελματισμό, στοιχεία που εξυπηρετούν και το ίδιο το δημόσιο συμφέρον, παλεύουν για ν’ αποκτήσουν ισάξια θέση στην κοινωνία, όπως κατέχουν και οι άντρες συνάδελφοί τους, επειδή έτυχε να γεννηθούν γυναίκες και όχι άντρες.
Η εθνική νομοθεσία και οι εκάστοτε τροποποιήσεις της, καθώς και οι αποφάσεις των διοικητικών οργάνων επί του θέματος, οδηγούν στη διαφορετική μεταχείριση των δύο φύλων, κυρίως σε ζητήματα επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι το 1990, η πρώτη σειρά Γυναικών Υπαξιωματικών προσλήφθηκε υπό το καθεστώς εθελοντριών υπαξιωματικών με τριετή σύμβαση, ύστερα από εξετάσεις και συνεντεύξεις, καθώς και διαδικασία επιλογής, σε αντιδιαστολή από ότι οι άντρες συνάδελφοι τους. Κατά τα έτη 1992, 1993 και 1994 προκηρύχθηκαν θέσεις για απευθείας διορισμό Υπαξιωματικών σε μόνιμη θέση Λοχία, στις οποίες είχαν δικαίωμα «μόνο άρρενες πολίτες της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων των υπηρετούντων στην Εθνική Φρουρά Εθελοντών Υπαξιωματικών». Οι Γυναίκες Υπαξιωματικοί, κάθε σειράς, αποκλείστηκαν από τις διαδικασίες πλήρωσης των θέσεων αυτών, ενώ άνδρες εθελοντές που είχαν προσληφθεί τα ίδια έτη, διορίστηκαν, ως μόνιμοι υπαξιωματικοί, στη θέση Λοχία και, συνακόλουθα είχαν διαφορετική ανέλιξη από τις γυναίκες εθελόντριες υπαξιωματικούς, οι οποίες διορίστηκαν σε μόνιμη θέση αρκετά χρόνια αργότερα.
Ως επακόλουθο, σήμερα, ενώ οι Γυναίκες Υπαξιωματικοί πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις προαγωγής τους, βρίσκονται σε πολύ κατώτερες μισθολογικά θέσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μισθό τους αλλά και τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα. Η στασιμότητα της σταδιοδρομίας των Γυναικών Υπαξιωματικών σε σχέση με τη σταδιοδρομία των Ανδρών Υπαξιωματικών αλλά και η αναφορά σε «Γυναίκες Υπαξιωματικούς» αντί του όρου «Υπαξιωματικός» που καλύπτει μόνο τους άνδρες συναδέλφους τους, καταδεικνύει την ύπαρξη υπαξιωματικών δύο ταχυτήτων.
Η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό την ιδιότητά της ως Φορέα Ισότητας και Καταπολέμησης των Διακρίσεων, έχει εκδώσει εκθέσεις με τις οποίες αναγνωρίζει την παράβαση της ισότητας στην εργασία που υφίστανται οι γυναίκες υπαξιωματικοί, δικαιώνοντας τον αγώνα τους. Στην πρώτη Έκθεση καταπέλτη, της Επιτρόπου, που εξέδωσε το 2021 αναφορικά με την 3η και 4η σειρά υπαξιωματικών, αναφέρει ότι «Επειδή αποτελεί παραδεκτό και αναντίλεκτο γεγονός πως ο αρχικός αποκλεισμός στη διεκδίκηση μόνιμης θέσης των υπαξιωματικών εφόσον δικαίωμα υποβολής είχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο άνδρες, δημιούργησε διακριτική μεταχείριση και ουσιαστική στέρηση στις γυναίκες που υπηρετούσαν κατά τον ίδιο χρονικό διάστημα με τους άνδρες το δικαίωμα να διεκδικήσουν πρόσβαση στην εργασία και δη στην μονιμοποίησή των θέσεων. Επειδή περαιτέρω αποτελεί και πάλι παραδεκτό γεγονός πως ο διαφορετικός τρόπος προώθησης των κενών θέσεων για άνδρες και γυναίκες δημιούργησε διακριτική μεταχείριση εις βάρος των γυναικών, αλλά καμία αποκατάσταση της απαγορευμένης διάκρισης λόγω φύλου που έχουν υποστεί οι γυναίκες υπαξιωματικοί προ πολλού στον τομέα της εργασίας δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα, παρότι τροποποιήθηκαν και οι σχετικοί κανονισμοί», εισηγήθηκε όπως, «το Υπουργείο Άμυνας εντατικοποιήσει τις προσπάθειες του, με σκοπό την διόρθωση στο μέγιστο δυνατό βαθμό των συνεπειών που επήλθαν διαχρονικά σε βάρος των παραπονούμενων» (ενν. γυναικών υπαξιωματικών).
Έκτοτε, συνεχίζει να αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός μεταξύ διαφόρων ανεξαρτήτων φορέων της Δημοκρατίας, η άνιση μεταχείριση αυτή, χωρίς όμως να αποκατασταθεί η ανισότητα που οι γυναίκες υπαξιωματικοί από το έτος 1990 και μετά βίωσαν. Εν προκειμένω, το ζήτημα χρήζει ολιστικής αντιμετώπισης, που θα καλύπτει όλες τις επηρεαζόμενες γυναίκες, χωρίς να δημιουργούνται δύο μέτρα και δύο σταθμά, κάτι που θα μεγέθυνε το χάσμα και μεταξύ των επηρεαζόμενων υπαξιωματικών.
Κλείνοντας, δανειζόμαστε, τα λόγια της Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία ανέφερε ότι, «Σε κάθε άλλη περίπτωση η αναγνώριση της αδιαμφισβήτητης από όλους τους εμπλεκόμενους, διάκριση που υπέστησαν οι παραπονούμενες χωρίς μέτρα άρσης της και αποκατάστασης της αδικίας θα διαιωνίζει την διαχρονικά άνιση σχέση ανδρών και γυναικών που δεν αρκεί να επικρίνεται μόνο με ευχολόγια και μανιφέστα κάθε όγδοη μέρα του Μαρτίου, αλλά απαιτεί από την Πολιτεία καθοριστική συμβολή στην αντιμετώπιση και απάλειψη της».
Μαρία Χριστοφή και Κωνσταντίνα Χαραλάμπους
Δικηγόροι, Δικαστηριακό Τμήμα
Γραφείο Λευκωσίας, ELIAS NEOCLEOUS & CO LLC