Τα εκλογικά αποτελέσματα αυτού του σαββατοκύριακου στην Τουρκία ήταν έκπληξη – και γιορτάστηκαν από εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκους ως νίκη της κοσμικότητας και από τον δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου ως αναβίωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία προσφέρει ελπίδα όχι μόνο στη χώρα του, αλλά σε όλο τον κόσμο. Ίσως τελικά και να είναι έτσι. Αυτό όμως σηματοδοτεί την αρχή μιας μάχης από τους αντιπάλους του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εναντίον του και όχι κάποιον εξασφαλισμένο θρίαμβό τους.

Το “κλειδί” είναι η οικονομία

Ας ξεκινήσουμε με τους λόγους για τους οποίους δημιουργήθηκε ελπίδα, γιατί, για όποιον έχει πιστέψει στην απατηλή υπόσχεση μιας δημοκρατικής και ανοιχτής Τουρκίας, η τελευταία δεκαετία ήταν αδιάκοπα σκοτεινή. Εκείνο το οποίο απέδειξαν οι δημοτικές εκλογές αυτού του σαββατοκύριακου είναι ότι ακόμη και για τους πιο επιτυχημένους λαϊκιστές ηγέτες, η δύναμη των πολιτικών ταυτότητας μπορεί να είναι ανεπαρκής εάν καταστρέψουν την οικονομία.

Η κακοδιαχείριση ήταν ιδιαίτερα σαφής στην περίπτωση του Ερντογάν, επειδή έφερε την προσωπική του ευθύνη για καταστροφικές νομισματικές πολιτικές ως “παράσημο” στο πέτο του. Η πεποίθησή του – κόντρα σε όλες τις συμβουλές και τα στοιχεία – ότι η μείωση των επιτοκίων θα μείωνε αντί να αυξήσει τον πληθωρισμό αποδείχθηκε καταστροφική.

Την ίδια στιγμή, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα του Ιμάμογλου τα πήγε καλύτερα στις κάλπες απ’ ό,τι περίμεναν ακόμη και οι ηγέτες του. Γνωστό ως CHP, το κόμμα του ιδρυτή της Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ συγκέντρωσε περισσότερες ψήφους σε εθνικό επίπεδο από το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ή AKP, για πρώτη φορά από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο Ερντογάν πριν από περισσότερα από 20 χρόνια. Το CHP εξασφάλισε επίσης τον έλεγχο σε πολλές περισσότερες πόλεις και κωμοπόλεις. Ακόμη και ο πρόεδρος της Τουρκίας φάνηκε ταπεινωμένος από την εκλογική καταστροφή.

Το CHP το πέτυχε αυτό παρά την εγκατάλειψη των προσπαθειών να προτείνει κοινούς υποψηφίους με άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Οι εκλογές ήταν αμιγώς δημοτικές, αλλά στην Τουρκία – όπου η εξουσία είναι πλέον υπερσυγκεντρωμένη στα χέρια του προέδρου – οι πόλεις προσφέρουν ζωτικούς πόρους και αιγίδα για κάθε προσπάθεια ανάκτησης της πολιτικής εξουσίας. Και για πρώτη φορά εδώ και μια γενιά, η αντιπολίτευση έχει τώρα στο πρόσωπο του Ιμάμογλου έναν αξιόπιστο υποψήφιο για την προεδρία της χώρας.

Τέλος εποχής; Όχι τόσο γρήγορα

Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν σηματοδοτεί αυτόματα το τέλος της εποχής Ερντογάν. Ούτε σηματοδοτεί την άφιξη μιας υγιούς, κοσμικής δημοκρατίας για την Τουρκία. Υπάρχει κάποια απόσταση μέχρι να συμβούν όλα αυτά.

Πρώτον, όπως οι δημοτικές εκλογές παντού στον κόσμο, έτσι κι εκείνες στην Τουρκία δεν είναι πάντα αξιόπιστοι δείκτες για το πώς θα ψήφιζαν οι άνθρωποι σε εκλογές για πρόεδρο ή κυβέρνηση. Δεύτερον, δεν έχουν υπάρχουν προγραμματισμένες εθνικές εκλογές (προεδρικές ή βουλευτικές) μέχρι το 2028, κάτι που παρέχει στον Ερντογάν χρόνο να ανακάμψει από το λάθος του σχετικά με την οικονομία. Εξασφάλισε την επανεκλογή του στην προεδρία μόλις πέρυσι, συνεχίζοντας να διοχετεύει αρκετά χρήματα στο σύστημα για να αμβλύνει τον αντίκτυπο του αφανούς πληθωρισμού. Οι Τούρκοι πληρώνουν ολόκληρο το τίμημα αυτής της ιδεολογικά καθοδηγούμενης ανοησίας μόνον από τότε που εξασφάλισε άλλη μια θητεία, όταν μετεστράφη προς μια πιο ορθόδοξη ομάδα διεύθυνσης της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.

Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν ήξερε ότι έρχεται κάποιου είδους πολιτική νέμεσις και το είχε εντάξει στα σχέδιά του. Οι ξένοι επενδυτές έχουν αρχίσει να επιστρέφουν και ο Ερντογάν μπορεί -όπως έχει δηλώσει- να περιμένει ότι το σκληρό φάρμακο της δημοσιονομικής σύσφιξης θα φέρει αποτελέσματα και θα επιτρέψει την ανάκαμψη πολύ πριν από τις επόμενες εκλογές. Δεν είναι απίθανο να αναγκαστεί να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, είναι ωστόσο δύσκολο σήμερα να προβλέψει κανείς πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Όπως είπε ο πρόεδρος στην ομιλία του, αποδεχόμενος την ήττα: “Θα σηκώσουμε ανάστημα, θα σταθούμε όρθιοι. Η 31η Μαρτίου δεν είναι το τέλος για εμάς, είναι στην πραγματικότητα ένα σημείο καμπής”.

Ασάφεια

Η κατεύθυνση προς την οποία θα στραφεί τώρα ο Ερντογάν είναι κρίσιμη και παραμένει ασαφής. Φαίνεται ότι θα παραμείνει σταθερός σε πιο υπεύθυνες οικονομικές πολιτικές, αλλά ταυτόχρονα θα διατηρήσει τον έλεγχο των περισσότερων μέσων ενημέρωσης και όλων των κρίσιμων θεσμών, κάτι που του δίνει ευρείες εξουσίες να διαμορφώνει τις εξελίξεις. Θα έχει επίσης όλα τα εργαλεία τα οποία χρειάζεται για να περιθωριοποιήσει τους πολιτικούς αντιπάλους, εάν αποφασίσει να τα χρησιμοποιήσει.

Ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς, συναρχηγός του κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP), φυλακίστηκε με πλαστές κατηγορίες το 2016, έναν χρόνο αφότου οδήγησε το κόμμα του στο κοινοβούλιο με μεγάλα ποσοστά που κόστισαν στο AKP, τότε, την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία. Παραμένει στη φυλακή παρά τις πολιτικές καταγγελίες και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που έκριναν ότι η κράτησή του είχε πολιτικά κίνητρα. Ο ίδιος ο Ιμάμογλου έχει κατηγορηθεί για προσβολή μελών της Εκλογικής Επιτροπής της Τουρκίας, κατηγορία βάσει της οποίας θα μπορούσε να αποτραπεί από το να υπηρετήσει ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης.

Όλες οι προηγούμενες ψεύτικες “αυγές” στην Τουρκία, όταν οι επικριτές του Ερντογάν θεωρούσαν επίσης ότι είχε κάνει επιτέλους ένα τόσο μεγάλο λάθος από το οποίο δεν θα μπορούσε να ανακάμψει, ακολουθήθηκαν από ένταση των προσπαθειών του ισχυρού άνδρα της χώρας και από εκ νέου τεμαχισμούς του εκλογικού σώματος προς όφελός του. Και ενώ αυτή τη φορά όντως τα πράγματα μοιάζουν διαφορετικά, θα ήταν σοφό να θυμηθούμε τι σηματοδοτεί η σχεδόν απόλυτη εξουσία την οποία κατέχει και το πόσο πιο δύσκολο είναι να δημιουργήσει κανείς ανεξάρτητους θεσμούς από το να τους καταστρέψει.

Το αποτέλεσμα αυτού του σαββατοκύριακου θα μπορούσε να οδηγήσει τον Ερντογάν να στραφεί προς τη μετριοπάθεια, κάτι τέτοιο ωστόσο μοιάζει σαν ευσεβής πόθος. Πρώτον, το μερίδιο των ψήφων το οποίο κέρδισε η μεγάλη κουρδική μειονότητα της Τουρκίας ήταν και πάλι αρκετά μεγάλο για να εξασφαλίσει ένα ισχυρό μπλοκ βουλευτών που να είναι εχθρικοί προς τον πρόεδρο σε ενδεχόμενες βουλευτικές εκλογές, κάτι που μπορεί να μην επιδράσει καλά στη μεταχείρισή των μειονοτικών. Ο Ερντογάν μπορεί να απαντήσει στοχοποιώντας τους Κούρδους για να μαζέψει την ψήφο των Τούρκων εθνικιστών.

Εξίσου σημαντικό είναι ότι ενώ το CHP κέρδισε τις περισσότερες ψήφους σε εθνικό επίπεδο, περίπου 38% έναντι 35,5% για το ΑΚΡ, αυτή η διαφορά ήταν μικρότερη από την πιθανή απομάκρυνση ισλαμιστών ψηφοφόρων του AKP προς το Νέο Κόμμα Ευημερίας, το οποίο κέρδισε λίγο περισσότερο από 6% στην πρώτη του εκλογική εμφάνιση. Ο Ερντογάν μπορεί να αποφασίσει ότι έχει περισσότερες πιθανότητες να κάνει αυτούς τους σκληροπυρηνικά θρησκευόμενους ψηφοφόρους να υποστηρίξουν τον ίδιο ή τον διάδοχό του σε έναν μελλοντικό δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών παρά να πάρει πίσω ψήφους που διέφυγαν προς το CHP.

Ο Ερντογάν υπήρξε πρωτοπόρος σε σχέση με άλλους λαϊκιστές “ισχυρούς άνδρες” οι οποίοι έχουν στοιχηματίσει σε πολιτιστικούς πολέμους για να τους φέρουν στην εξουσία. Τα θεαματικά λάθη του στην οικονομία θα έπρεπε να του είχαν κοστίσει τη θέση του πέρυσι, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη – και μάλλον είναι ασφαλής προς το παρόν. Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι και οι δημοκρατικοί θεσμοί της Τουρκίας, μάλλον δεν είναι.

Απόδοση – Επιμέλεια – Επιλογή Κειμένων (2019-2024): Γ.Δ. Παυλόπουλος

BloombergOpinion