Πολλά από τα τελευταία γεγονότα της κρίσης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν μοιάζουν να είναι déjà vu: τρομοκράτες σκοτώνουν αθώους στην αμφισβητούμενη περιοχή του Κασμίρ, η μία πλευρά “ανταπαντά” σε ένα κύμα εθνικιστικής αγανάκτησης, η άλλη αντεπιτίθεται και ο κόσμος περιμένει να δει πόσο περισσότερο θα κλιμακώσουν τη σύγκρουση οι δύο πυρηνικές δυνάμεις.
Υπάρχουν όμως διαφορές και η κυριότερη από αυτές είναι ο νέος και εξελισσόμενος ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών, σε αυτό το θερμό σημείο του πλανήτη, όπως και συνολικά στον κόσμο. Όπως το έθεσε ο Moeed Yusuf, πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Πακιστάν: ούτε οι δύο αντίπαλοι ούτε κανείς άλλος γνωρίζει εάν “ο σερίφης θέλει πια να είναι σερίφης”. Αυτός ο σερίφης βρίσκεται φυσικά στον Λευκό Οίκο.
Έντιμη διαμεσολάβηση
Σε προηγούμενες κρίσεις – αυτή είναι η έβδομη – μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, συμπεριλαμβανομένης εκείνης κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, η Αμερική παρενέβη ως ένας λίγο-πολύ έντιμος μεσολαβητής για να κατεβάσει και τις δύο πλευρές από τα αντίστοιχα δέντρα τους (και από τα σιλό πυρηνικών πυραύλων τους). Αυτή η αμερικανική παρουσία ήταν τόσο ισχυρή, λέει ο Yusuf, που το Ισλαμαμπάντ και το Νέο Δελχί λαμβάνουν υπ’ όψη την αμερικανική μεσολάβηση στα δικά τους μοντέλα κρίσης.
Σε αντίθεση με τη Μόσχα και την Ουάσινγκτον κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι δύο αντίπαλοι δεν έχουν διμερή μηχανισμό για να αποτρέπουν την ανεξέλεγκτη κλιμάκωση.
Αυτή τη φορά, όμως, ο Λευκός Οίκος έδειξε πολύ λιγότερη πρωτοβουλία, αν και τελικώς μεσολάβησε για μια εκεχειρία. Όπως είπε ο Τραμπ μιλώντας από το Air Force One, τείνει να αφήσει και τις δύο πλευρές “να βρουν λύση με τον έναν ή τον άλλον τρόπο”. Αυτό συνάδει με το απομονωτικό ένστικτό του “Πρώτα η Αμερική”, το οποίο τον προδιαθέτει να απορρίπτει την ιδέα ότι τα προβλήματα των άλλων ανθρώπων αφορούν σοβαρά το βασίλειο της Αμερικής.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν κάνει τίποτα. Ο υπουργός Εξωτερικών και σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, Μάρκο Ρούμπιο, τηλεφώνησε και στις δύο πλευρές (όπως έχουν κάνει και διπλωμάτες άλλων χωρών). Οι ΗΠΑ, ωστόσο, δεν έχουν πρεσβευτή σε καμία από τις δύο πρωτεύουσες. Ο δε Λευκός Οίκος φάνηκε σε μεγάλο βαθμό να αρκείται στο να είναι απλώς μία από τις πολλές εξωτερικές δυνάμεις που προσπαθούν να περιορίσουν τη ζημιά από μακριά, αντί να ηγούνται μιας διεθνούς προσπάθειας.
Αυτό απέχει πολύ από τις προηγούμενες συγκρούσεις μεταξύ Ισλαμαμπάντ και Νέου Δελχί από τότε που η υποήπειρος της νότιας Ασίας διαμελίστηκε τόσο άγαρμπα το 1947. Το 2019, ο Μάικ Πομπέο, τότε υπουργός Εξωτερικών του Τραμπ, ξύπνησε στη μέση της νύχτας, όπως θυμάται στα απομνημονεύματά του, “για να πείσει κάθε πλευρά ότι η άλλη δεν προετοιμαζόταν για πυρηνικό πόλεμο” και να την κάνει να υποχωρήσει, κάτι που τελικώς έγινε. Κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης το 1999, μόλις έναν χρόνο αφότου το Πακιστάν έγινε κι εκείνο επίσημα, όπως η Ινδία, πυρηνική δύναμη, ο Μπιλ Κλίντον κάλεσε τον Πακιστανό πρωθυπουργό, Ναουάζ Σαρίφ, στην Ουάσιγκτον και επέμεινε να αποσύρει το Πακιστάν τις δυνάμεις του, κάτι που το Ισλαμαμπάντ έκανε.
Το γεωπολιτικό πλαίσιο της εμπλοκής των ΗΠΑ μετατοπίστηκε κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών. Κατά τη διάρκεια των αρχών του Ψυχρού Πολέμου, το Πακιστάν παρατάχθηκε με την Ουάσιγκτον και έλαβε αμερικανικό στρατιωτικό υλικό, ενώ η Ινδία παρέμεινε αδέσμευτη και εξοπλίστηκε από τη Μόσχα. Από τη δεκαετία του 1970, όταν οι Ινδοί δοκίμασαν το πρώτο τους πυρηνικό όπλο και οι Πακιστανοί ξεκίνησαν το μυστικό πρόγραμμα σχάσης τους, οι ΗΠΑ επέβαλαν κατά διαστήματα κυρώσεις και στους δύο. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις ΗΠΑ στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, η Ουάσινγκτον ήρθε πιο κοντά στο Ισλαμαμπάντ επειδή χρειαζόταν βοήθεια στο Αφγανιστάν (παρόλο που ποτέ δεν εμπιστεύτηκε πλήρως τους Πακιστανούς). Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ΗΠΑ έγειραν προς το Νέο Δελχί, με την ελπίδα να το καταστήσουν στρατηγικό σύμμαχο ενάντια σε μια απειλητική Κίνα.
Αυτή η αναπροσαρμογή φαίνεται επίσης στο στρατιωτικό εξοπλισμό που χρησιμοποιούν οι δύο πλευρές. Σήμερα, η Ινδία αγοράζει περισσότερα όπλα από δυτικές χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και το Ισραήλ, παρά από τη Ρωσία. Η δε Κίνα έχει αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως κύριος προμηθευτής όπλων του Πακιστάν (παρόλο που το Ισλαμαμπάντ εξακολουθεί να θεωρεί πολύτιμα τα αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-16).
Η Κίνα, όμως, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως έντιμος μεσολαβητή, λέει η Λίζα Κέρτις, πρώην αξιωματούχος εθνικής ασφάλειας σε αρκετές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης του Τραμπ. Το Νέο Δελχί βλέπει το Πεκίνο ως αντίπαλο, επειδή οι δύο έχουν τις δικές τους συνοριακές διαφορές. Ακόμη και το Ισλαμαμπάντ δεν θέλει να γίνει περισσότερο εξαρτημένο από την Κίνα. Άλλες χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία (η οποία φιλοξενεί μια τεράστια διασπορά Ινδών και Πακιστανών), μπορούν να βοηθήσουν επικουρικά. Όταν όμως τα διακυβεύματα είναι πυρηνικά, πιστεύει, μόνο η Ουάσινγκτον μπορεί να αποτρέψει το χειρότερο.
Παγκόσμια τάξη ή αταξία;
Με αυτή την έννοια, η Νότια Ασία αποτελεί δοκιμασία για την παγκόσμια τάξη. Οι συνθήκες σε άλλα θερμά σημεία – από την Κορεατική Χερσόνησο μέχρι τη Νότια Σινική Θάλασσα, τη Μέση Ανατολή ή την ανατολική Ευρώπη – ποικίλλουν. Οι δε ανταγωνιστές σε όλες αυτές τις συγκρούσεις, αδρανείς ή μαινόμενοι, παραδοσιακά θεωρούν τις ΗΠΑ ως “ηγεμόνες” που θα παρέμβουν όταν πλησιάσει η καταστροφή.
Ο Γιουσούφ, ο οποίος έχει γράψει βιβλίο για τον ρόλο των ΗΠΑ στη Νότια Ασία, πιστεύει ότι αυτή η στιγμή είναι πολύ επικίνδυνη για να παραιτηθούν απότομα οι ΗΠΑ από τον ρόλο τους. Ακόμα κι αν η κρίση περάσει, η κυβέρνηση Τραμπ πρέπει να παραμείνει κοντά για να βοηθήσει τους Ινδούς και τους Πακιστανούς να χτίσουν τους μηχανισμούς ελέγχου κρίσεων που τους λείπουν. “Χρειάζεσαι έναν χρισμένο σερίφη να χτυπήσει την πόρτα και να πει ότι έχει ένταλμα”, μου είπε. Οι Κινέζοι δεν έχουν ένταλμα. Ο Τραμπ έχει, αλλά “ο συγκεκριμένος σερίφης θέλει να συνταξιοδοτηθεί και δεν υπάρχει σχέδιο διαδοχής”.
Η άμεση αυτή κρίση θέτει δισεκατομμύρια Νοτιοασιάτες σε θανάσιμο κίνδυνο. Η ευρύτερη παγκόσμια κρίση που ο Τραμπ έχει εν μέρει προκαλέσει, χωρίς όμως να την έχει κατανοήσει ολόπλευρα, θέτει τους πάντες σε κίνδυνο. Κανένα πρόβλημα – από την κλιματική αλλαγή έως τις πανδημίες ή την αναρχία σε παγκόσμια κλίμακα – δεν μπορεί να περιοριστεί χωρίς την αμερικανική ηγεσία. Είναι κατανοητό ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν πλέον αυτόν τον ρόλο. Αλλά τότε πρέπει να εργαστούν για να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων που θα αντικαταστήσει την Pax Americana. Ειδικά όταν τα πυρομαχικά είναι πυρηνικά, η απλή αποχώρηση δεν είναι επιλογή, ούτε για τον Τραμπ ούτε για κανέναν Αμερικανό πρόεδρο μετά από αυτόν.