Η S&P υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών από το πολυπόθητο ΑΑΑ το 2011 και η Fitch έκανε το ίδιο το 2023. Με δεδομένο ότι τα οικονομικά της χώρας χειροτέρεψαν από τότε, ήταν θέμα χρόνου να ακολουθήσει και ο τρίτος μεγάλος οίκος αξιολόγησης, η Moody’s. Αυτή η στιγμή ήρθε αργά το απόγευμα της Παρασκευής [σσ. ώρα ΗΠΑ], μετά το κλείσιμο των αγορών, όταν η Moody’s, όπως και οι S&P και Fitch, μείωσε την αξιολόγηση κατά μια βαθμίδα, στο Αa1.  

Η ενέργεια αυτή “αντανακλά την αύξηση, σε διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, του δημόσιου χρέους και του κόστους των τόκων σε επίπεδα που είναι σημαντικά υψηλότερα από εκείνα των κρατών με παρόμοια αξιολόγηση”, ανέφερε η Moody’s σε ανακοίνωσή της. “Οι διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ και το Κογκρέσο απέτυχαν να συμφωνήσουν σε μέτρα για την αντιστροφή της τάσης των μεγάλων ετήσιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του αυξανόμενου κόστους των τόκων”.

Για να είμαστε ξεκάθαροι, υπάρχει σχεδόν μηδενική πιθανότητα η κυβέρνηση να μην είναι σε θέση να πληρώσει τους πιστωτές της, και όπως αποδείχθηκε μετά τις ενέργειες της S&P και της Fitch, η πρόσβαση του Υπουργείου Οικονομικών σε χρηματοδότηση καθορίζεται από παράγοντες που ξεπερνούν ό,τι γράφεται σε μια έκθεση αξιολόγησης. Πράγματι, οι ξένοι κάτοχοι διπλασίασαν περίπου τις τοποθετήσεις τους σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου από το 2011 σε περισσότερα από 9 τρισεκατομμύρια δολάρια και έχουν προσθέσει περίπου 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια σε αυτά από το 2023, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών. Το δολάριο παραμένει το κύριο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο, με μερίδιο 58%, σχεδόν τριπλάσιο από το ευρώ που καταλαμβάνει το 20%. 

Έτσι, αν και η ενέργεια της Moody’s δεν λέει σχεδόν τίποτα για την πιστοληπτική ικανότητα της Αμερικής, υπογραμμίζει τον όλο και μεγαλύτερο εφησυχασμό της χώρας απέναντι στην αύξηση του χρέους και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι ΗΠΑ έχουν ήδη προσθέσει περίπου 13 τρισεκατομμύρια δολάρια στο χρέος του από το 2019 για να στηρίξουν την οικονομία κατά τη διάρκεια της πανδημίας και να υποστηρίξουν τις ατζέντες των προέδρων Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν, ανεβάζοντας το συνολικό ποσό σε περίπου 36 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Ας δούμε τώρα το νομοσχέδιο για τον προϋπολογισμό που προσπαθούν να προωθήσουν οι Ρεπουμπλικάνοι της Βουλής των Αντιπροσώπων αυτή τη στιγμή,  το οποίο εκτιμάται ότι θα προσθέσει επιπλέον 3,3 τρισεκατομμύρια δολάρια στο χρέος και θα αυξήσει το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού σε περισσότερο από 7% του ΑΕΠ έως το 2034. Ομοίως, το ποσοστό του δημόσιου χρέους αναμένεται να αυξηθεί από την αρχική εκτίμηση του 100% του ΑΕΠ φέτος στο 117% το 2034, αλλά το νομοσχέδιο της Βουλής των Αντιπροσώπων και οι φοροελαφρύνσεις και αυξήσεις δαπανών που περιλαμβάνει θα εκτοξεύσουν το ποσοστό στο 125%.

“Οι διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ και το Κογκρέσο απέτυχαν να συμφωνήσουν σε μέτρα για την αντιστροφή της τάσης των μεγάλων ετήσιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του αυξανόμενου κόστους των τόκων”, δήλωσε η Moody’s. “Δεν πιστεύουμε ότι θα προκύψουν ουσιαστικές πολυετείς μειώσεις σε υποχρεωτικές δαπάνες και ελλείμματα από τις τρέχουσες δημοσιονομικές προτάσεις που εξετάζονται”. 

Δεν μπορούμε να πούμε ότι οι αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον δεν τα γνωρίζουν όλα αυτά. Τον Μάιο, ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ δήλωσε στους νομοθέτες ότι το χρέος και τα ελλείμματα της χώρας βρίσκονταν σε μη βιώσιμη τροχιά: “Οι αριθμοί του χρέους είναι πράγματι τρομακτικοί” και μια κρίση θα συνεπαγόταν “ένα ξαφνικό ‘stop’ στην οικονομία, καθώς θα εξαφανιζόταν η πρόσβαση σε πιστώσεις”, είπε. “Δεσμεύομαι να μην συμβεί αυτό”.

Και όμως, η κυβέρνηση Τραμπ δεν κάνει τίποτα για να βάλει τη χώρα σε μια δημοσιονομικά πιο βιώσιμη πορεία, πέρα από το να δηλώνει ότι η επέκταση του νόμου για τις περικοπές φόρων και την απασχόληση (Tax Cuts and Jobs Act) από την πρώτη διακυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ το 2017 θα τονώσει την οικονομία και θα αυξήσει τα έσοδα της κυβέρνησης. Για τη Moody’s, αυτό είναι ευσεβής πόθος. “Σε περισσότερο από μια δεκαετία, το ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ έχει αυξηθεί απότομα λόγω των συνεχών δημοσιονομικών ελλειμμάτων”, ανέφερε ο οίκος. “Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ομοσπονδιακές δαπάνες αυξήθηκαν, ενώ οι περικοπές φόρων μείωσαν τα κρατικά έσοδα. Καθώς τα ελλείμματα και το χρέος αυξήθηκαν και τα επιτόκια ανέβηκαν, οι τόκοι που πληρώνει η κυβέρνηση έχουν αυξηθεί σημαντικά”.

Αυτή η τελευταία επισήμανση της Moody’s ίσως είναι η πιο σημαντική στο πλαίσιο της ανακοίνωσής της την Παρασκευή. Τα αυξανόμενα επιτόκια σήμαιναν ότι οι ΗΠΑ δαπάνησαν περίπου 1,13 τρισεκατομμύρια δολάρια για την εξυπηρέτηση του χρέους τους το 2024, διπλασιάζοντας σχεδόν το ποσό σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Η ανησυχία είναι ότι το ομοσπονδιακό χρέος θα γίνει τόσο υψηλό που τα φορολογικά έσοδα δεν θα επαρκούν για να καλύψουν τις δαπάνες για τόκους και η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να δανειστεί μόνο και μόνο για να ανταποκριθεί στις πληρωμές αυτές – ένα σενάριο που οι οικονομολόγοι αποκαλούν “βόμβα χρέους”. 

Τα καλά νέα είναι ότι η επιδείνωση των οικονομικών των ΗΠΑ δεν αποτελούν μυστικό, και παρόλα αυτά οι επενδυτές σε όλο τον κόσμο συνεχίζουν να επενδύουν στα κρατικά ομόλογα, το δολάριο και τις μετοχές των ΗΠΑ. Την Παρασκευή, το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι οι ξένοι επενδυτές πρόσθεσαν 233 δισεκατομμύρια δολάρια στα χαρτοφυλάκιά τους σε αμερικανικά ομόλογα τον Μάρτιο, μετά την “ένεση” 257 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον Φεβρουάριο, σηματοδοτώντας δύο διαδοχικά ρεκόρ στις αγορές.

Η ιστορία προσφέρει πολλά προειδοποιητικά παραδείγματα μεγάλων αυτοκρατοριών και χωρών που δεν υπάρχουν πια εξαιτίας της τάσης τους για δημοσιονομική σπατάλη. Και όταν οι στρόφιγγες κλείνουν, ο λαός εξεγείρεται. Είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι λίγοι στην Ουάσινγκτον παίρνουν το θέμα στα σοβαρά, επιλέγοντας να κυβερνούν κοιτάζοντας μόνο τον βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο αντί να έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στο μέλλον. Επειδή οι ΗΠΑ είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της παγκόσμιας οικονομίας σήμερα, δεν εγγυάται κανείς ότι θα παραμείνουν και στο μέλλον.

Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου

BloombergOpinion