Της Ξανθής Γούναρη

Όσο το θερμόμετρο βρίσκεται κολλημένο πάνω από 32°-33°C και τα ξενοδοχειακά καταλύματα γεμίζουν με τουρίστες, αυξάνεται η αισιοδοξία μικρότερων και μεγαλυτέρων ζυθοποιών για τη φετινή πορεία της εγχώριας αγοράς μπίρας.

Παρότι το 2025 δεν μπηκε με το δεξι για τον κλάδο, αφού ο άστατος καιρός κατά το πρώτο πεντάμηνο του έτους κράτησε την εκτός σπιτιού κατανάλωση σε χαμηλά επίπεδα, την ώρα που η συνεχιζόμενη ακρίβεια εξακολουθεί να “πληγώνει” και τους όγκους πωλήσεων στα ράφια των σούπερ-μάρκετ και οι γεωπολιτικές κρίσεις γεννούν αβεβαιότητα, οι ζυθοποιίες ενισχύουν τις θέσεις τους μέσω στοχευμένων επενδύσεων και καινοτομιών, ευελπιστώντας σε θετικό τελικό “ταμείο”.

Οι κινήσεις των “ισχυρών”

“Είμαστε έτοιμοι για ένα πολύ καλό καλοκαίρι, γνωρίζουμε ότι τα καλύτερα έρχονται”, δήλωσε ο Sebastian Sanchez, με καταγωγή από την Αργεντινή, ο οποίος ανέλαβε επίσημα καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στην ελληνική θυγατρική του ομίλου Heineken από την 1η Απριλίου 2025.

Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία τρέχει ένα επενδυτικό πρόγραμμα πάνω από 65 εκατ. ευρώ την τριετία 2024-2026. Οι επενδύσεις αυτές, σύμφωνα με τον κ. Sanchez, αφορούν δράσεις που στοχεύουν στην περαιτέρω αναγνωσιμότητα των brands, στη βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας στα δύο ζυθοποιεία της εταιρείας σε Πάτρα και Θεσσαλονίκη, αλλά και περιβαλλοντικά σχετιζόμενες επενδύσεις, οι οποίες αποτελούν μάλιστα περίπου το 50% αυτού του ποσού.

Σε μια θετική πορεία για το 2025 προσβλέπει και η Ολυμπιακή Ζυθοποιία, ο δεύτερος μεγαλύτερος “παίκτης” στην μπίρα στην εγχώρια αγορά, θυγατρική του ομίλου Carlsberg Breweries ΑS. Σωρευτικά για την τριετία 2024-2026 η εταιρεία, με δύο ιδιόκτητες μονάδες παραγωγής στη Σίνδο και τη Ριτσώνα, δρομολογεί επενδύσεις άνω των 30 εκατ. ευρώ, ενώ είχαν προηγηθεί επενδύσεις ύψους 23,1 εκατ. ευρώ το διάστημα 2021-2023.

Τρέχοντας με +15% στο ράφι, η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης (ΕΖΑ) επίσης προετοιμάζεται για μια καλή χρονιά, με τη διοίκηση να προβλέπει την επιστροφή της εταιρείας στην κερδοφορία το 2026, μέσα από στρατηγικές επενδύσεις στα προϊόντα της.

Υπό αυτό το πρίσμα, η στρατηγική της ΕΖΑ αναπροσαρμόστηκε και, από το “go big”, με επενδύσεις σχεδόν 32 εκατ. ευρώ για εκσυγχρονισμό και ενίσχυση της παραγωγής της στο εργοστάσιο της Αταλάντης την περίοδο 2013-2023, επιλέχθηκε η λογική της μικροζυθοποιίας, ήτοι παραγωγής μπίρας μέχρι τα 200.000 εκατόλιτρα, εμπίπτοντας έτσι στον μειωμένο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (ΕΦΚ).

Επενδυτικό πλάνο της τάξης των 50 εκατ. ευρώ δρομολογεί για τα επόμενα δύο χρόνια η Ζυθοποιία Μακεδονίας-Θράκης. Ο σχεδιασμός προβλέπει τη δημιουργία εργοστασίου κυτιοποιίας στη ΒΙΠΕ Κομοτηνής, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της εταιρείας σε συσκευασία και να ενισχυθεί η εξαγωγική της δραστηριότητα.

Οι νέες τάσεις

Η στροφή προς premium και craft προϊόντα ζύθου καθώς και η αναζήτηση εναλλακτικών για υγιεινό τρόπο ζωής χωρίς συμβιβασμούς στη γεύση, όπως και το περίφημο κίνημα της “νηφάλιας περιέργειας” (sober curious), αποτελούν ξεκάθαρες δυναμικές τάσεις και στην Ελλάδα, “ζυμώνοντας” τη νέα κανονικότητα στην αγορά της μπίρας.

Οι μπίρες χωρίς ή με λίγο αλκοόλ καταγράφουν ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 20% σε όρους όγκου πωλήσεων, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, όταν η κατανάλωση στις “παραδοσιακές” μπίρες παρουσιάζει αύξηση με χαμηλό μονοψήφιο ποσοστό.

Βέβαια, η μπίρα 0% ξεκινά από ιδιαίτερα χαμηλή βάση. Όπως αναφέρουν στελέχη του κλάδου της ζυθοποιίας, πέρσι οι πωλήσεις στην εν λόγω κατηγορία διαμορφώθηκαν σε 140.000 εκατόλιτρα, αποτελώντας περί το 3%-3,5% του συνόλου της αγοράς μπίρας, όταν το 2023 οι πωλήσεις είχαν ανέλθει σε περίπου 115.000 εκατόλιτρα.

Σήμερα στην ελληνική αγορά διατίθενται πάνω από 20 μπίρες χωρίς ή με λίγο αλκοόλ, καθώς όλες οι μεγάλες και οι μεσαίες ζυθοποιίες –πολυεθνικές και ελληνικές–, όπως και οι εισαγωγείς, έχουν μπει δυναμικά στην κατηγορία, ενώ αρκετές είναι και οι μικροζυθοποιίες που έχουν αρχίσει να πράττουν το ίδιο.

Η ελληνική αγορά μπιρας σε αριθμούς

Μέσα σε ένα περιβάλλον οικονομικής αστάθειας, αυξημένων τιμών πρώτων υλών και μεταβαλλόμενων καταναλωτικών συνηθειών, η αγορά της μπίρας τα τελευταία τέσσερα χρόνια διατηρείται σε σταθερά επίπεδα όσον αφορά την παραγωγή και την κατανάλωση.

Συγκεκριμένα, την περίοδο 2021-2024 η εγχώρια παραγωγή μπίρας διατηρείται γύρω στα 4 εκατ. εκατόλιτρα. Το νούμερο αυτό είναι υψηλότερο από τα 3,8 εκατ. εκατόλιτρα του 2017, τα 3,93 εκατ. εκατόλιτρα του 2018 και τα 3,39 εκατ. εκατόλιτρα του 2020. Μάλιστα, το 2024 αποτέλεσε χρονιά-ορόσημο, καθώς τα 4 εκατ. εκατόλιτρα ξεπεράστηκαν, ισοφαρίζοντας τις επιδόσεις του 2019, δηλαδή την προ πανδημίας εποχή.

Αυτή η θετική πορεία ευθυγραμμίζεται με τις διεθνείς εξελίξεις, καθώς η παγκόσμια αγορά μπίρας εκτιμήθηκε σε 851,15 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024 και αναμένεται να φτάσει τα 1,167 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2032, παρουσιάζοντας σταθερό ετήσιο ρυθμό αύξησης 4,07%. Η Ευρώπη διατηρεί την ηγετική της θέση διεθνώς, συγκεντρώνοντας το 33,51% της παγκόσμιας αγοράς.
Όσον αφορά την εγχώρια κατανάλωση μπίρας, για το 2023 αυτή ανήλθε σε 3,947 εκατ. εκατόλιτρα, ήτοι την υψηλότερη τιμή της για την εξαετία 2017-2023. Στο υψηλότερο επίπεδο έφτασε και η κατά κεφαλήν κατανάλωση, που για το 2023 ανήλθε σε 38 λίτρα, έναντι των 35 λίτρων για το 2022. Παρά την άνοδο, η εγχώρια κατά κεφαλήν κατανάλωση είναι χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Την ίδια στιγμή, περίπου 70 εταιρείες δραστηριοποιούνται στον χώρο του ελληνικού ζύθου. Πρόκειται για τα περισσότερα ζυθοποιεία συγκριτικά με όλες τις χρονιές από το 2021 και πίσω, κυρίως λόγω της μεγάλης δραστηριοποίησης των μικροζυθοποιίων, ο αριθμός των οποίων διατηρείται σταθερά πάνω από τους 50, όταν το 2015 ήταν μόλις 15.

Ας σημειωθεί ότι περισσότερες από 420-430 διαφορετικές φρέσκες μπίρες, χειροποίητες, απαστερίωτες, αφιλτράριστες, περιορισμένης ποσότητας, χωρίς αυτοματοποιημένη διαδικασία ζυθοποίησης, με πλούσια γεύση και ευφάνταστο storytelling, έχουν πλημμυρίσει τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. 

Συνολικά, ο κλάδος του ζύθου απασχολεί άμεσα πάνω από 2.200 άτομα, αριθμός που παραμένει αμετάβλητος τα τελευταία χρόνια, υπογραμμίζοντας τη σημασία της μπίρας για την απασχόληση και τις τοπικές οικονομίες.

Τέλος, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι μετά την πανδημία φαίνεται να έχει παγιωθεί μια μετατόπιση στην κατανάλωση εντός σπιτιού, παρότι το on-trade κανάλι (μπαρ, εστιατόρια, καφέ, ξενοδοχεία) εξακολουθεί να έχει τη μερίδα του λέοντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, από μερίδιο 60% που είχε το on-trade κανάλι το 2017-2018, έχει πέσει πλέον κοντά στο 50%. 

Capital.gr/Forbes