Κάηκε ο «βασιλιάς», σώθηκε η «βασίλισσα» στο δάσος των αιωνόβιων ελιών… Οι καταστροφικές φλόγες έκαιγαν τα πάντα στο πέρασμά τους την περασμένη Κυριακή, λίγο έξω από το κατεχόμενο χωριό, Καπούτι… και η καρδιά των εκτοπισμένων έσφιγγε καθώς οι εικόνες που έφταναν έδειχναν τις φλόγες να φτάνουν στον «ελαιώνα της Δεμαδόνας». Την ψυχή της περιοχής και το σημείο αναφοράς για τους κατοίκους όχι μόνο της κατεχόμενης κοινότητας Καπουτίου, αλλά και για ολόκληρη την περιοχή. Από το μαρωνίτικο χωριό του Κορμακίτη, μέχρι τη Μόρφου. Τόπος συνάντησης κάθε Καθαρά Δευτέρα για τους ανθρώπους όλων των γύρω περιοχών. Μια ψηφίδα ιστορίας και λαογραφίας οκτώ και πλέον αιώνων ζωής… 

Πέντε εκατοντάδες ελαιόδεντρα παραταγμένα σε σειρά, φυτεμένα από χέρι φράγκικο εδώ και εκατοντάδες χρόνια, αφιερωμένα στην Παναγιά. Την Ντε Μαντόνα… Και από τότε ο χρόνος άρχισε να μετρά και να γεμίζει τα κιτάπια της καθημερινότητας στις ζωές των ανθρώπων. Η Ντε Μαντόνα μεταφέρθηκε στην τοπολαλιά ως «Δεμαδόνα». Ο ελαιώνας της Δεμαδόνας. Από τους Φράγκους ευγενείς, στις επιδρομές των Σαρακηνών, στους Οθωμανούς, τους Βρετανούς, στο σήμερα. Μια έκταση 2 τχλμ. και 500 ελαιόδεντρων ποτισμένη από το νερό του κοντινού κεφαλόβρυσου το οποίο, πολύ αργότερα, μόλις τον περασμένο αιώνα, αποθηκευόταν στη «Χαβούζα». Μια δεξαμενή χωρητικότητας 900 περίπου τόνων νερού, χτισμένη το 1952 με αφιέρωση στη Βασίλισσα Ελισάβετ. «E R 1952». 

Ο ξακουστός ελαιώνας που ανήκε και ανήκει σε όλους τους κατοίκους του Καπουτίου. Κάποια στιγμή, η οποία δεν προσδιορίζεται χρονικά, ο ελαιώνας αυτός αγοράστηκε από τέσσερα αδέλφια Μαρωνίτες στους οποίους ανήκε και έκτοτε έγινε ο ελαιώνας όλου του χωριού. Η τουρκική εισβολή και ο βίαιος εκτοπισμός των κατοίκων της κοινότητας και των γύρω περιοχών, έθεσε ξανά τον ιστορικό ελαιώνα υπό απειλεί. Με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων τα αδέρφια Μιχάλης και Χαράλαμπος Ττερλικκάς επισκέφθηκαν το χωριό τους και τον ιστορικό ελαιώνα. Τότε διαπίστωσαν ότι κινδύνευε να ξεραθούν τα δέντρα και μαζί τους η ιστορία οκτώ αιώνων. Ξεκίνησαν διάφορες ενέργειες, εξήγησαν την ιστορία και τη σημασία του χώρου και κυρίως, αποκάλυψαν το μυστικό για να ποτίζονται τα δέντρα.

Ένα πέτρινο αυλάκι που οδηγούσε το νερό στη μεγάλη χαβούζα. Και απ’ εκεί στις ρίζες των ελιών. Η επιμονή τους έφερε αποτέλεσμα και ο ελαιώνας σώθηκε και λήφθηκαν μέτρα προστασίας. Με ευρωπαϊκά κονδύλια ο χώρος περιφράχθηκε και σημάνθηκε. Τα δέντρα πήραν ονόματα. Ο «βασιλιάς», η «βασίλισσα» και άλλα τόσα… 

 

Ο σημερινός κοινοτάρχης του Καπουτίου, Αντώνης Ζαμπάς, ανέφερε στον «Φ» ότι δεν έχουν ακριβή εικόνα για την καταστροφή που προκάλεσε η πυρκαγιά. «Η φωτιά κατευθύνθηκε προς τον ελαιώνα και μετά προς το χωριό. Η πληροφόρηση που είχαμε ήταν από τις κατοχικές αρχές ότι κάηκαν αρκετά δέντρα και μεγάλη έκταση. Δεν έχουμε όμως ξεκάθαρη εικόνα. Για να ξέρουμε ακριβώς θα πρέπει να πάμε επί τόπου να δούμε, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει τώρα λόγω των περιοριστικών μέτρων από την πανδημία», εξήγησε. Όπως ανέφερε, το δάσος είναι προτατευόμενο και ανήκε σε όλους τους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι μάλιστα έκαναν και διακανονισμό για το πώς διαχειρίζονταν το νερό από τη χαβούζα. «Ο ελαιώνας ανήκε σε όλους τους χωριανούς. Όπως και το νερό που ερχόταν στη δεξαμενή της περιοχής και η οποία χωρούσε 800-900 τόνους νερού. Αυτό το νερό χωριζόταν σε 24 μέρες και νύκτες. Για κάθε 24 υπήρχαν και αυτοί που δικαιούνταν να λάβουν νερό με βάση το πρόγραμμα», ανέφερε ο κοινοτάρχης.

 

Η «χαβούζα» ξαναγέμισε

Ο Χαράλαμπος Ττερλικκάς εξιστορεί στον «Φ» πώς σώθηκε ο ελαιώνας μετά το 1974 και την εγκατάλειψή του. «Στο χωριό μας φτάνει νερό από τον κεφαλόβρυσο. Σε καλές περιόδους μπορεί να μαζέψει μέχρι και 900 τόνους σε 24 ώρες. Το 2003 μετά που άνοιξαν τα οδοφράγματα πήγαμε μαζί με τον αδελφό μου τον Μιχάλη Ττερλικκά, είδαμε ότι η δεξαμενή του ελαιώνα ήταν άδεια από νερό και σε πολύ άσχημη κατάσταση και το νερό δεν αξιοποιείτο. Ζητήσαμε να δούμε τον λεγόμενο κοινοτάρχη του χωριού και του είπαμε ότι δεν μπορεί να αφήνουν το νερό αναξιοποίητο.

 

Του εξηγήσαμε ότι υπήρχε παλιό πετραύλακο το οποίο οδηγούσε το νερό από τον κεφαλόβρυσο στη δεξαμενή και άρα μπορούσαν να το αξιοποιήσουν, να πάρουν ξανά νερό και να ποτίσουν τα δέντρα τα οποία κινδύνευαν να ξεραθούν. Μετά από κανένα περίπου μήνα όταν ξαναπήγαμε, βρήκαμε τη δεξαμενή γεμάτη αλλά το νερό να ξεχειλίζει και να χάνεται. Ρωτήσαμε τι έγινε και μας είπαν ότι χρεώνεται ακριβά. Ξαναείδαμε τον λεγόμενο κοινοτάρχη και επιμείναμε να ποτιστούν τα δέντρα και έτσι μειώθηκαν οι χρεώσεις και ξεκίνησαν να ποτίζονται τα δέντρα».