Της Anisha Sircar

Όταν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η κυβέρνησή του θα επιβάλει τέλος 100.000 δολαρίων στις νέες αιτήσεις για τη χορήγηση βίζας εργασίας, τη λεγόμενη βίζα H-1B, το σοκ ήταν άμεσο.

Το τέλος, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 21 Σεπτεμβρίου 2025, ισχύει για όλες τις νέες αιτήσεις που υποβάλλονται για αλλοδαπούς υπηκόους στο εξωτερικό. Δεν ισχύει για τις ανανεώσεις ή τους υφιστάμενους κατόχους βίζας, σύμφωνα με διευκρινίσεις του Λευκού Οίκου και της αμερικανικής υπηρεσίας Μετανάστευσης.

Το πρόγραμμα H-1B, το οποίο επιτρέπει στις αμερικανικές εταιρείες να προσλαμβάνουν αλλοδαπούς εργαζομένους υψηλής ειδίκευσης σε “ειδικά επαγγέλματα” όπως οι κλάδοι της τεχνολογίας, της υγειονομικής περίθαλψης, των μηχανικών και των οικονομικών επαγγελμάτων, αποτελεί εδώ και καιρό πολιτικό σημείο ανάφλεξης. Εδώ και χρόνια, οι σύμμαχοι του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του πρώην υπεύθυνου χάραξης πολιτικής του Λευκού Οίκου Στιβ Μπάνον, υποστηρίζουν ότι οι βίζες συμπιέζουν τους μισθούς των Αμερικανών εργαζομένων. Εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου ανέφερε σε δήλωσή του ότι το νέο μέτρο είναι μια “δράση κοινής λογικής” που αποσκοπεί στο να αποθαρρύνει τις εταιρείες από το να “‘σπαμάρουν ‘το σύστημα και να ρίχνουν τους μισθούς”.

Ωστόσο, η κλίμακα του νέου τέλους – πολύ υψηλότερη από το τυπικό κόστος κατάθεσης 780 δολαρίων συν ενός τέλους 215 δολαρίων (lottery fee) – είναι πρωτοφανής. “Δεν υπάρχει ούτε μία εταιρεία στην οποία έχω επενδύσει τα τελευταία 10 χρόνια που να μπορεί να πληρώσει αυτό το ποσό”, δήλωσε στους Times ο επιχειρηματίας Alan Patricof. Ο Matt Letourneau, εκπρόσωπος του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ, ανέφερε σε δήλωσή του ότι το επιμελητήριο “ανησυχεί για τον αντίκτυπο στους εργαζόμενους, τις οικογένειές τους και τους Αμερικανούς εργοδότες”.

Τι αλλάζει και ποιος επηρεάζεται;

Η πολιτική εφαρμόζεται αυστηρά σε νέες αιτήσεις από αλλοδαπούς που δεν βρίσκονται ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι υφιστάμενοι εργαζόμενοι υπό το καθεστώς της βίζας H-1B δεν θα κληθούν να πληρώσουν το τέλος για την ανανέωση της θεώρησης, και η ικανότητά τους να ταξιδεύουν εντός και εκτός της χώρας με βάση τις ισχύουσες βίζες παραμένει αμετάβλητη. Ωστόσο, οι δικηγόροι που ειδικεύονται σε θέματα μετανάστευσης λένε ότι οι αιτήσεις για εργαζόμενους στο εξωτερικό που αλλάζουν εργοδότες ή τροποποιούν το καθεστώς, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως “νέες αιτήσεις” σύμφωνα με τη διακήρυξη, θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωπες με ένα ασαφές νομικό πλαίσιο.

Η κυβέρνηση έχει προτείνει ότι θα μπορούσαν να γίνουν περιορισμένες εξαιρέσεις για λόγους εθνικού συμφέροντος ή ασφάλειας, αλλά δεν έχει περιγράψει λεπτομερώς πώς αυτές θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε παρόχους υγειονομικής περίθαλψης, πανεπιστήμια ή μη κερδοσκοπικά ερευνητικά κέντρα. Αυτή η αβεβαιότητα έχει προκαλέσει ανησυχία στους εργοδότες.

Συνέπειες για τεχνολογία, υγεία και το παγκόσμιο τοπίο

Οι επιπτώσεις θα είναι εξαιρετικά αισθητές στους κλάδους της τεχνολογίας και της υγειονομικής περίθαλψης, οι οποίοι εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το πρόγραμμα H-1B. Στη Silicon Valley, εταιρείες όπως η Google, η Microsoft και η Meta καταθέτουν εκατοντάδες αιτήσεις βίζας ετησίως για να φέρουν μηχανικούς λογισμικού (software engineer) και επιστήμονες δεδομένων – ένα τέλος 100.000 δολαρίων για κάθε νέα πρόσληψη θα μπορούσε να αλλάξει τις στρατηγικές πρόσληψης εν μία νυκτί. Ενώ οι μεγάλες εταιρείες μπορούν να απορροφήσουν το κόστος για ανώτερους ή εξειδικευμένους ρόλους, οι μικρότερες νεοσύστατες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να θεωρήσουν τη χορήγηση ενός τέτοιου ποσού ανέφικτη.

Ο κλάδος της Υγείας, ιδίως τα νοσοκομεία και τα πανεπιστημιακά ιατρικά κέντρα, θα μπορούσαν να δεχτούν επίσης πιέσεις: Οι ιατροί και οι ερευνητές που εκπαιδεύονται στο εξωτερικό συχνά καλύπτουν κενά σε ειδικότητες όπως η ακτινολογία, η κλινική ιατρική (ειδικά η επιστήμη της παθολογίας) και το νέο τέλος θα μπορούσε να αποτρέψει τις αιτήσεις και να επιδεινώσει τις ελλείψεις, ιδίως σε υποβαθμισμένες αγροτικές περιοχές. Σε αντίθεση με τις τεχνολογικές εταιρείες, πολλοί από αυτούς τους εργοδότες λειτουργούν με μικρά περιθώρια κέρδους ή εξαρτώνται από τη δημόσια χρηματοδότηση – χωρίς ρητές εξαιρέσεις, η ικανότητά τους να προσλαμβάνουν προσωπικό μπορεί να συρρικνωθεί.

Εν τω μεταξύ, περίπου το 70% των κατόχων βίζας H-1B είναι Ινδοί πολίτες και οι κολοσσοί του outsourcing όπως οι Infosys, Tata Consultancy Services και Wipro εξαρτώνται από το πρόγραμμα. Στην είδηση της θέσπισης του νέου αυτού τέλους οι μετοχές πολλών ινδικών εταιρειών πληροφορικής υποχώρησαν και το Υπουργείο Εξωτερικών της Ινδίας εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία χαρακτήρισε το μέτρο “πιθανό να έχει ανθρωπιστικές συνέπειες λόγω της αναστάτωσης που θα προκληθεί στις οικογένειες”.

Οι επιχειρήσεις της Αμερικής αντέδρασαν με ανησυχία, αλλά δεν αντιτίθενται όλοι στην αλλαγή. Ο συνιδρυτής του Netflix, Reed Hastings, χαρακτήρισε το τέλος ως “εξαιρετική λύση”, λέγοντας ότι διασφαλίζει ότι οι βίζες πηγαίνουν σε “θέσεις εργασίας πολύ υψηλής αξίας”. Ορισμένοι συντηρητικοί νομοθέτες συμφωνούν με αυτή την άποψη, παρουσιάζοντας την αλλαγή αυτή ως έναν τρόπο να δοθεί προτεραιότητα στους Αμερικανούς εργαζόμενους.

Ωστόσο, οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι το μακροπρόθεσμο κόστος για την καινοτομία στις ΗΠΑ μπορεί να αντισταθμίσει την όποια βραχυπρόθεσμη προστασία των μισθών. Μελέτες έχουν δείξει σταθερά ότι οι εργαζόμενοι του προγράμματος H-1B συμβάλλουν σε μεγάλο ποσοστό στις πατέντες, τις startups και την έρευνα των STEM (Επιστήμη, Τεχνολογία, Μηχανική και Μαθηματικά) – ο περιορισμός της εισόδου τους θα μπορούσε να διαβρώσει την ανταγωνιστικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών στην τεχνητή νοημοσύνη, τη βιοτεχνολογία και την προηγμένη μεταποίηση, όλους τους κλάδους όπου οι κυβερνήσεις επιδίωξαν ανοιχτά να επεκτείνουν τους “αγωγούς” για την είσοδο ξένων ταλέντων.

Η διακήρυξη αφήνει πολλά ερωτήματα αναπάντητα: πώς θα χορηγηθούν οι εξαιρέσεις, αν θα εξαιρεθούν τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα και αν τα δικαστήρια θα επιτρέψουν τελικά να ισχύσει το τέλος. Ήδη, οι συνήγοροι που ειδικεύονται στα θέματα μετανάστευσης ετοιμάζουν προσφυγές, υποστηρίζοντας ότι η εκτελεστική εξουσία μπορεί να υπερέβη τις αρμοδιότητές της επιβάλλοντας ένα τόσο σαρωτικό οικονομικό εμπόδιο.

Η πιο άμεση πραγματικότητα, ωστόσο, φαίνεται να βρίσκεται στα χέρια των επιχειρήσεων, οι οποίες ίσως χρειαστεί να αποφασίσουν ποιες προσλήψεις αξίζουν ένα εξαψήφιο ποσό, ενώ οι επίδοξοι αιτούντες βίζας H-1B ίσως χρειαστεί να σταθμίσουν κατά πόσον οι ΗΠΑ παραμένουν ελκυστικός προορισμός για την καριέρα τους.

Forbes