Η πορεία και η δυναμική του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη παραμένει το βασικότερο κριτήριο της απόφασης που θα λάβει στις 4 Μαϊου το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), κατά πόσο θα επιβάλει -και πόση- νέα αυξηση στα επιτόκια της Ευρωζώνης.

Σε συνέντευξή του στον Γρηγόρη Σάββα του ΚΥΠΕ, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ και μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της τράπεζας, Φίλιπ Λέιν, ανέφερε μεν ότι για τη λήψη της επόμενης απόφασης θα ληφθούν υπόψη και τα δεδομένα ως προς την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, ωστόσο μέσα από τη συνέντευξη ήταν σαφές ότι αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει την ΕΚΤ εξακολουθεί να είναι η περαιτέρω ανάσχεση του πληθωρισμού, ανεξαρτήτως συνεπειών σε άλλους τομείς της οικονομίας.

Τα σημερινά δεδομένα ως προς τον ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού είναι μερικώς διαφοροποιημένα -προς το θετικότερο- σε σχέση με ό,τι ίσχυε στα τέλη του 2022 αλλά και το πρώτο δίμηνο του ’23. Ειδικότερα, ο ετήσιος πληθωρισμός της ζώνης του ευρώ ήταν 6,9% τον Μάρτιο του 2023, από 8,5% τον Φεβρουάριο και 8,6% τον Ιανουάριο ’23. Είναι μεν ξεκάθαρο ότι μειώνεται ο ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού -συνεπώς μπορεί να λεχθεί ότι οι έξι προηγηθείσες αυξήσεις επιτοκίων (συνολικά 3,5%) είχαν κάποια θετική επίδραση για την αποκλιμάκωση της ακρίβειας- από την άλλη όμως ο πληθωρισμός τον Μάρτιο -και πιθανότατα και τον Απρίλιο- απέχει ακόμα πολύ από τον στόχο του 2% που έθεσε η ΕΚΤ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Φ. Λέιν (ΕΚΤ): Όλα ανοικτά για τα επιτόκια

Ως εκ τούτου, αν το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα διατηρήσει τη σημερινή σταθερότητα, έστω και εύθραυστη, μπορεί να λεχθεί ότι οι πιθανότητες ως προς την επόμενη απόφαση του δ.σ. της ΕΚΤ (4 Μαϊου) γέρνουν προς την επιβολή μιας νέας αύξησης επιτοκίου, χωρίς να γνωρίζει κανείς αν αυτή θα είναι 0,5% ή 0,25%. Όπως είπε στο ΚΥΠΕ ο κ. Λέιν, ο οποίος βρέθηκε το προηγούμενο διήμερο στην Κύπρο για επαφές με τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και άλλους αξιωματούχους, η απόφαση της ΕΚΤ θα οριστικοποιηθεί μόνο αφού λάβουν και αξιολογήσουν τα δεδομένα που θα ισχύουν τέλη Απριλίου. Εν αναμονή αυτών των στοιχείων, είπε ο κ. Λέιν, «δεν έχουμε υποδείξει ή προαναγγείλει ποια θα είναι η προσδοκία για την επόμενη συνάντηση ή στις επόμενες συναντήσεις και θα εξετάσουμε πολύ προσεκτικά όλα αυτά τα δεδομένα τις επόμενες εβδομάδες».

Πρόσθεσε ότι «έχουμε ακόμη αρκετό διάστημα από σήμερα μέχρι τη συνάντηση του Μαΐου, άρα αντί να προσπαθούμε να προβλέψουμε τώρα ποια θα είναι η απόφαση, η προσοχή μας θα είναι στα εισερχόμενα στοιχεία και θα τα αναλύσουμε μέχρι την ημέρα της συνάντησης».

Σημαντική ήταν και η αναφορά του ότι «στη συνάντηση του Μαρτίου είχαμε μια δέσμη μακροοικονομικών προβλέψεων για τους ερχόμενους μήνες και αν μέχρι τη συνάντηση του Μαΐου οι προβλέψεις αυτές παραμείνουν ως είχαν, τότε μια αύξηση επιτοκίου θα είναι πρέπουσα»…

Σχολιάζοντας την κριτική που τους ασκείται ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο συρρίκνωσης της οικονομίας από τις αυξήσεις επιτοκίων, ο επί κεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ επέμεινε ότι ήταν αναγκαίες οι αυξήσεις. «Ήταν αναγκαίο να προχωρήσουμε σε αυτές τις αυξήσεις επιτοκίων και αν δεν το κάναμε, αν κρατούσαμε τα επιτόκια πολύ χαμηλά, πιστεύουμε ότι ο πληθωρισμός θα παρέμενε πολύ ψηλά για μεγάλο διάστημα και αυτό δεν θα εξυπηρετούσε κανένα, θα σήμαινε κατ’ ακρίβεια δυσκολότερες οικονομικές συνθήκες για μεγαλύτερη χρονική περίοδο».

ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Η επίδραση της ενέργειας στις τιμές

Ερωτηθείς αν η πρόσφατη απόφαση του OPEC+ για μείωση της ημερήσιας παραγωγής πετρελαίου (κατά 1,16 εκατ. βαρέλια, επιπρόσθετα της μείωσης κατά 2 εκατ. βαρέλια τον περ. Οκτώβριο) περιπλέκει τα πράγματα σε σχέση με τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και την εξέλιξη του πληθωρισμού, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Φίλιπ Λέιν είπε πως αυτό θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της μεγάλης μείωσης στις τιμές τόσο του πετρελαίου όσο και το φυσικού αερίου που είχαν προηγηθεί, εξηγώντας ότι η γενικότερη τιμή της ενέργειας -το μείγμα μεταξύ πετρελαίου, αερίου και ηλεκτρισμού- αποτελεί μεγάλο μέρος της δυναμικής του πληθωρισμού.