Έγινε η μάνα και η προστάτιδα 12 εθνοφρουρών που κρύβονταν σε σπηλιά στο κέντρο της Λαπήθου και τους τροφοδοτούσε με φρεσκομαγειρεμένο φαγητό μέχρι τη μοιραία ημέρα που συνελήφθησαν από τους Αττίλες.

Ο Ανδρέας Γρηγορίου από τους Τρούλλους Λάρνακας υπηρετούσε στο 286 Τάγμα Πεζικού και η τύχη τον έφερε στη Λάπηθο όταν άρχισε η κυκλωτική κίνηση του Αττίλα εναντίον της κωμόπολης στις αρχές Αυγούστου, αμέσως μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Εκεί συνενώθηκε με άλλους 11 εθνοφουρούς και μαζί κατέληξαν σε μια σπηλιά στο κέντρο της Λαπήθου, όπου έμειναν για 15 μέρες και τους τροφοδοτούσε η εγκλωβισμένη Ευφροσύνη Προεστού.

Γι’ αυτή της την προσφορά οι εθνοφρουροί την ονόμασαν Κυρά της Λαπήθου και όταν πέθανε ύστερα από πολλά χρόνια, σε ανάμνηση της προσφοράς της, την τίμησαν όπως της άρμοζε με ένα μνημείο στις ελεύθερες περιοχές, μέχρι νάρθει η ώρα που θα το μεταφέρουν εκεί που πρέπει, στη Λάπηθο που τόσο αγαπούσε.

Την ομάδα των 12 νέων  εθνοφρουρών αποτελούσαν οι πιο κάτω:

Πέτρος Πολυκάρπου, από τον Άγιο Μάμα Λεμεσού, Γεώργιος Παπανικολάου, από τον Αγρό, Αντώνιος Φιλίππου, από τη Λεμεσό, Κώστας Καστελλανής, από τη Λευκωσία, Γεώργιος Χριστοφή, από τα Καμπιά, Κυριάκος Κυριάκου, από το Καϊμακλί, Ανδρέας Γρηγορίου, από τους Τρούλλους, Νίκος Νικολάου, από την Ορούντα, Στέλιος Στυλιανού, από τον Άγιο Θεόδωρο, Παύλος Νικολάου, από τον Αγιο Σέργιο, Παναγιώτης Παραλιμνίτης  από το Βαρώσι και Νίκος Παπαναστασίου, από το Μιτσερό.

Για τη δραματική περιπέτεια της ομάδας ο Ανδρέας Γρηγορίου από τους Τρούλλους, 19 χρόνων τότε, ανέφερε σε κατάθεση του στις 17 Σεπτεμβρίου 1974 στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου μεταφέρθηκε τραυματισμένος, όταν συνελήφθη μαζί με τους συντρόφους του, σε σπίτι το οποίο είχαν περικυκλώσει οι Τούρκοι και στο οποίο είχαν μετακινηθεί όταν δεν άντεξαν την υγρή σπηλιά στην οποία κρύβονταν:

«Κατάγομαι από το χωριό Τρούλλοι και υπηρετούσα στο 286 Τ.Π. το οποίο βρισκόταν στην περιοχή Σκυλλούρας. Στις 5.8.74 το τάγμα μου μετακινήθηκε στην περιοχή Λαπήθου. Την επομένη ημέρα, 6.8.74 ύστερα από μάχη, οι Τούρκοι κατόρθωσαν να προωθηθούν μέσα στο χωριό Λάπηθος κι έτσι εμείς, δηλαδή μια ομάδα που αποτελείτο από 12 πρόσωπα βρεθήκαμε περικυκλωμένοι.

Λόγω του ότι δεν μπορούσαμε να διαφύγουμε από το χωριό, αναγκαστήκαμε να κρυφτούμε όλοι, δηλαδή και οι 12, μέσα σε μια σπηλιά, κοντά στο χωριό, παρά τον Σύλλογο ΑΠΟΛ Λαπήθου.

Μέσα στη σπηλιά αυτή μείναμε 15-20 ημέρες. Προεστού, ηλικίας 50 περίπου χρόνων, η οποία παρέμεινε στο χωριό.

Μετά από 15-20 ημέρες, λόγω του ότι φοβηθήκαμε μήπως μάς επισημάνουν οι Τούρκοι, διότι, όπως μας είπαν, ήξεραν τη σπηλιά, μετακινηθήκαμε σε μια οικία μέσα στο χωριό, όπου μέναμε την ημέρα, αλλά τη νύκτα κοιμούμαστε μέσα στα περιβόλια.

Μέσα στο σπίτι αυτό μείναμε μέχρι τις 4.9.74 όταν στις 5μ.μ. μας είδαν οι Τούρκοι και μας κάλεσαν να παραδοθούμε. Εμείς προσπαθήσαμε να απομακρυνθούμε, αλλά οι Τούρκοι μας είδαν και άρχισαν να μας πυροβολούν με αποτέλεσμα να πληγωθώ στο αριστερό πόδι.

Εκεί οι Τούρκοι συνέλαβαν τους εννέα από μας, δηλαδή εμένα και τους εξής άλλους:

Θεόδωρου Στυλιανός,

Καστελλανής Κωνσταντίνος,

Παραλινίτης Παναγιώτης,

Χριστοφή Γεώργιος,

Κυριάκου Κυριάκος,

Παπαναστασίου Νίκος,

Νικολάου Νίκος και

Νικολάου Παύλος.

Και αργότερα και ο Πέτρος Πολυκάρπου.

Οι πιο πάνω υπηρετούσαν μαζί μου στο 286 Τ. Π. Οι υπόλοιποι που κατόρθωσαν να διαφύγουν τη σύλληψη και δεν γνωρίζω που βρίσκονται, ούτε τα ονόματά τους. Όταν μας συνέλαβαν άρχισαν να μάς κτυπούν στα διάφορα μέλη του σώματος μας και ακολούθως μας έβαλαν σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο και μας μετέφεραν στην Κερύνεια, παρά το ξενοδοχείο Ντόουμ. Ακολούθως μας μετέφεραν στο γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία και από εκεί στον αστυνομικό σταθμό Σεραγίου. Εκεί παρέμεινα μέχρι χθες 16.9.74 ότε μας παρέλαβε ο Ερυθρός Σταυρός.

Όταν μας συνέλαβαν είμαστε όλοι ντυμένοι με πολιτικά ρούχα, τα οποία προμηθευθήκαμε από μαγαζιά του χωριού, τα οποία ήταν όλα λεηλατημένα.”

Αυτά ανέφερε στην κατάθεση του ο Γρηγορίου.

Η σωτηρία του Φιλίππου

Για τον άλλο της παρέας, τον Αντώνιο Φιλίππου, η περιπέτεια δεν επρόκειτο να τελειώσει, παρά ύστερα από πολλές ακόμα ημέρες αγωνίας. Ας δούμε την ιστορία του με βάση δική του αφήγηση:

Ο Φιλίππου κρύφθηκε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, όπου ζούσε σαν το αγρίμι. Δεν είχε επικοινωνία με τον έξω κόσμο.  Ήθελε πολύ να πληροφορηθεί τα νέα. Έτσι μια μέρα εισέβαλε κυριολεκτικά μέσα σε ένα σπίτι όπου έμενε μια τουρκάλα και απειλώντας την με νοήματα την έκαμε να καταλάβει ότι ήθελε ένα ραδιόφωνο. Όταν το πήρε εξαφανίστηκε μέσα στα περιβόλια και πάλι.

Η περιοχή είχε καταληφθεί από τους Τούρκους, αλλά η τύχη ήταν με το μέρος του. Έτσι ένα πρωινό άκουσε από το ραδιόφωνο ότι ο Γλαύκος Κληρίδης θα πήγαινε στο Πελλαπάις με τον Ραούφ Ντενκτάς για να επισκεφθούν εγκλωβισμένους.

Η καρδιά του κτυπούσε δυνατά. Έπρεπε να πάει στο Πελλαπάις, παρ όλον ότι έπρεπε να μετακινηθεί μέσα σε κατεχόμενες περιοχές.

Σε ένα σπίτι βρήκε ένα χάρτη της Κύπρου, και αφού τον μελέτησε, έβαλε τον σταυρό του και ξεκίνησε. Στο δρόμο για καλή του τύχη βρήκε ένα ποδήλατο. Το πήρε και προχώρησε από τον κύριο δρόμο.

Σε λίγο όμως έφθασε στο πρώτο οδόφραγμα των Τούρκων. Ο Τούρκος στρατιώτης του έκανε νόημα να σταματήσει. Προχωρά σ’ αυτόν με ψυχραιμία. Γνωρίζει λίγα τουρκικά.

-Μέρχαμπα.

-Ταυτότητα σου.

-Γιοκ.

Ο τούρκος στρατιώτης επιμένει. Πού να βρει κάτι τέτοιο όμως.

– Γιοκ ταυτότητα, δεν έχω. Είμαι Έλληνας και πάω στο χωριό μου.

Αυτή την εποχή πολλοί Έλληνες βρίσκονται ακόμα στα κατεχόμενα. Και ο Τούρκος στρατιώτης δεν υποψιάζεται τίποτε. Κοιτάζει τον άλλο συνάδελφο του που βρίσκεται σε μικρή απόσταση στο ίδιο μπλόκο. Αυτός κάμνει μια κίνηση με το χέρι του ενώ στρέφει το κεφάλι προς την άλλη πλευρά λες και λέγει σ’ αυτόν “δεν βαριέσαι”. Κι έτσι ανοίγει το οδόφραγμα λέγοντας στον Φιλίππου:

-Ταμάμ, προχώρα.

Ξεκινά. Τώρα που έχει περάσει το πρώτο οδόφραγμα θα είναι εντάξει σκέφτεται. Ελπίζει να μη συναντήσει άλλο. Κι έτσι συνεχίζει το δρόμο του…

Όμως, σε μικρή απόσταση βρίσκεται ένα δεύτερο. Οι σκοποί τον χαιρετούν χωρίς να τον σταματήσουν αυτή τη φορά. Σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Το ίδιο γίνεται και στο τρίτο.

Ο Φιλίππου προχωρεί. Τρίβει τα μάτια του και δεν πιστεύει σ’ αυτά που συμβαίνουν. Προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Σε λίγο φθάνει στον Άγιο Γεώργιο. Κανένα εμπόδιο. Από μακριά, όμως, βλέπει ένα τούρκο της στρατιωτικής Αστυνομίας να τού κάνει νόημα να σταματήσει.

Ο Φιλίππου φοβάται ότι αυτός θα του ζητήσει τα στοιχεία του, τα οποία δεν μπορεί να δώσει. Αφήνει το ποδήλατο κι αρχίζει να τρέχει προς την ορεινή περιοχή. Κρύβεται για αρκετή ώρα. Ξεθαρρεύει και αρχίζει την πορεία του. Φθάνει στην Κερύνεια. Ακολουθεί τον παραλιακό δρόμο και φθάνει στην περιοχή του ξενοδοχείου Ντόουμ.

Όμως, συνεχίζει να προχωρεί σύμφωνα με τον χάρτη που κρατά. Μακριά στο βάθος βλέπει ένα χωριό. Θα πρέπει να είναι το Πελλαπάις, σκέφτεται. Κάποτε φθάνει στο χωριό όπου ακούει ελληνικές φωνές.

Μια γυναίκα λέει σε μια άλλη:

-Τούτος κόρη, έννεν Τούρκος, εν τον έχω ξαναδεί.

Ο Φιλίππου τις πλησιάζει και τους αποκαλύπτει την ταυτότητά του.

Οι δυο κοπέλες τον σέρνουν σχεδόν μέσα στο σπίτι για να τον κρύψουν. Τού δίνουν φαγητό και καθαρά ρούχα.

Ο Φιλίππου τους περιγράφει την περιπέτεια του και τον τρόπο της διαφυγής του. Η σκέψη του στρέφεται στους συντρόφους του που έχουν συλληφθεί στη Λάπηθο. Ετοιμάζει ένα κατάλογο με τα ονόματά τους και τον δίδει στις δυο κοπέλες.

-Αν τύχει και δεν μπορέσω να παραδοθώ στον κ. Κληρίδη, δώστε αυτά τα ονόματα στον Ερυθρό Σταυρό.

Σε μια περίπου ώρα φθάνει στο χωριό ο κ. Κληρίδης. Τον συνοδεύει ο Ραούφ Ντενκτάς.

Οι κάτοικοι τους υποδέχονται με ικανοποίηση. Συγκεντρώνονται όλοι στην πλατεία. Πρώτα μιλά ο κ. Κληρίδης που τονίζει ότι Έλληνες και Τούρκοι πρέπει να ζήσουν ειρηνικά. Στη συνέχεια παίρνει το λόγο ο Ντενκτάς που μιλά στα αγγλικά. Ο Κληρίδης εξηγεί στον κόσμο στα ελληνικά. Ενώ μιλά ο Ντενκτάς ο Φιλίππου θεωρεί τη στιγμή κατάλληλη για να εμφανισθεί.

Βγαίνει δειλά – δειλά από το σπίτι που κρύβεται. Όλοι Ελληνες και Τούρκοι, κυρίως αστυνομικοί και συνοδεία, είναι προσηλωμένοι σε ό,τι λέγουν οι δύο υψηλοί επισκέπτες. Κανένας δεν προσέχει τον Φιλίππου που κατευθύνεται συνεχώς προς τον Γλαύκο Κληρίδη. Με κομμένη την ανάσα ο Φιλίππου φθάνει κοντά στον Κληρίδη. Στέκεται δίπλα του και μόλις ο Ντενκτάς τελειώνει την ομιλία του απευθύνεται στον Κληρίδη και με τρεμάμενη φωνή του λέγει:

-Κύριε Κληρίδη, είμαι στρατιώτης. Κρυβόμουν με άλλους έντεκα τους οποίους συνέλαβαν οι Τούρκοι στη Λάπηθο. Εγώ κατάφερα να γλυτώσω και τώρα παρουσιάζομαι σε σας και ζητώ τη βοήθεια σας.

Τα λέγει όλα τόσο γρήγορα που κανένας δεν προλαβαίνει να τον διακόψει. Όλοι ακούουν με κομμένη την ανάσα. Ακόμα ένας αγνοούμενος παρουσιάζεται. Ακόμα ένα σπίτι θα βγάλει τα μαύρα. Ακόμα μια χαροκαμένη μάνα θα ευχαριστήσει το Θεό που άκουσε τις προσευχές της.

Ο Κληρίδης παρεμβαίνει αμέσως. Του λέγει:

-Μπράβο παιδί μου, καλά έκαμες και παραδόθηκες.

Και απευθυνόμενος στους Έλληνες κατοίκους του Ελλιπείς λέγει:

-Έχω ένα ευχάριστο γεγονός για να σας ανακοινώσω. Ο νέος που βλέπετε εδώ είναι ένας αγνοούμενος στρατιώτης από τη Λεμεσό που παραδόθηκε τώρα σε μένα για να μεταφερθεί στους δικούς του.

Και στρεφόμενος στον Ντενκτάς, που ήδη είχε αντιληφθεί τι γινόταν γιατί γνωρίζει ελληνικά, του εξηγεί τι συνέβη.

Ύστερα ο Ντενκτάς πλησιάζει τον Φιλίππου και τον συγχαίρει:

-Γεια σου ρε παλικάρι. Τα κατάφερες …Τα κατάφερες…

Στη συνέχεια ο Φιλίππου οδηγείται στη Λευκωσία και στη σωτηρία.