Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι αποφασισμένη να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει έγκαιρα στο μεσοπρόθεσμο στόχο στο 2%, δήλωσε την Τετάρτη ο Luis de Guindos, Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, στο Πρώτο Ετήσιο Συνέδριο που διοργάνωσε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ) στη Λεμεσό.

Στο Συνέδριο με τίτλο «ο ρόλος της νομισματικής πολιτικής στην αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων» μίλησε και ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Κωνσταντίνος Ηροδότου, ο οποίος είπε ότι τα πρόσφατα στοιχεία για τον πληθωρισμό επιβεβαιώνουν ότι η  νομισματική πολιτική της ΕΚΤ είναι αποτελεσματική και έχει αντίκτυπο στον πληθωρισμό.

Στην ομιλία του, ο κ. de Guindos είπε ότι οι μακροοικονομικές προβλέψεις της ΕΚΤ του Σεπτεμβρίου τοποθετούν τον μέσο πληθωρισμό στο 5,6% το 2023, 3,2% το 2024 και 2,1% το 2025.

Σε σύγκριση, είπε, με τις προβλέψεις του Ευρωσυστήματος Ιουνίου, πρόκειται για μια ανοδική αναθεώρηση για το 2023 και το 2024 – η οποία αντανακλά κυρίως μια υψηλότερη προβλεπόμενη πορεία για τις τιμές της ενέργειας – και μια αναθεώρηση προς τα κάτω για το 2025.

Η ΕΚΤ, πρόσθεσε, έχει αναθεωρήσει ελαφρώς προς τα κάτω την προβλεπόμενη πορεία για τον πληθωρισμό εξαιρουμένων της ενέργειας και των τροφίμων, σε μέσο όρο 5,1% το 2023, 2,9% το 2024 και 2,2% το 2025.

«Αυτό οφείλεται στους αυστηρότερους όρους χρηματοδότησης –οι οποίοι αντικατοπτρίζουν επίσης τον περιοριστικό αντίκτυπο της σύσφιξης της νομισματικής μας πολιτικής– και μιας ασθενέστερης οικονομικής προοπτικής», ανέφερε.

Σημειώνοντας ότι, ενώ ο πληθωρισμός συνεχίζει να μειώνεται, εξακολουθεί να αναμένεται ότι θα παραμείνει πολύ υψηλός για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, και ανέφερε ότι η ΕΚΤ είναι αποφασισμένη να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.

Σημείωσε ότι για να ενισχύσουμε την πρόοδο προς αυτόν τον στόχο, αποφασίσαμε να αυξήσουμε τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Σεπτεμβρίου. Αυτή η απόφαση, συνέχισε, είχε τρία σκέλη, πρώτον, τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το φως των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων, δεύτερον, η δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού, και τρίτον, η ισχύς της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.

«Έχοντας αυξήσει τα επιτόκια κατά 450 μονάδες βάσης συνολικά από τον Ιούλιο του 2022, θεωρούμε ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν πλέον φτάσει σε επίπεδα που, διατηρούμενα για αρκετά μεγάλη διάρκεια, θα συμβάλουν ουσιαστικά στην έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στο στόχο», τόνισε.

Επιπλέον, είπε ότι αυτό θα συνεχίσει να λειτουργεί ως πλαίσιο για μελλοντικές αποφάσεις και θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και διάρκειας μιας περιοριστικής νομισματικής πολιτικής.

Ο Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ είπε ότι ενώ μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η νομισματική μας πολιτική μεταδίδεται δυναμικά στις χρηματοπιστωτικές αγορές και αφήνει ολοένα και περισσότερο αποτύπωμα στην πραγματική οικονομία, η ταχύτητα και το εύρος της μετάδοσης παραμένουν αβέβαια.

Αυτό οφείλεται, ανέφερε, εν μέρει στο ακόμη ρευστό οικονομικό περιβάλλον στο οποίο βρισκόμαστε, με τις προοπτικές για τον πληθωρισμό και την οικονομική δραστηριότητα να καθίστανται ιδιαίτερα αβέβαιες λόγω τόσο των επιπτώσεων των προηγούμενων κραδασμών όσο και των ανανεωμένων κινδύνων. Πρόσθεσε ότι ο κύκλος που επικρατεί σήμερα είναι μοναδικός στο είδος του και οι αυξήσεις επιτοκίων είναι πρωτοφανείς σε ταχύτητα.

Μακροπρόθεσμα, είπε, οι διαρθρωτικές αλλαγές στις οικονομικές αλληλεπιδράσεις μπορεί επίσης να ασκήσουν ανοδική πίεση στον πληθωρισμό με πιο θεμελιώδη τρόπο.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, είπε, οι αλλαγές στο εμπόριο και την ενέργεια, οι αυξανόμενοι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα και η δέσμευση για απαλλαγή από τις  εκπομπές άνθρακα, καθώς και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, ενδέχεται να έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μεγαλύτερες προκλήσεις για τη σταθερότητα των τιμών.

ΚΥΠΕ