Την πιο μεγάλη ρευστότητα έχει το κυπριακό τραπεζικό σύστημα στην Ευρωζώνη και απέχει με διαφορά από το δεύτερο, που είναι το ελληνικό, ενώ υπάρχει χάσμα απόστασης από το φινλανδικό τραπεζικό σύστημα.

Αν οι τράπεζες δεν αξιοποιήσουν επαρκώς τη ρευστότητά τους για να δώσουν γενναιόδωρα δάνεια στην αγορά, θα πέσουν οι δείκτες κερδοφορίας τους ενώ με χαμηλά επιτόκια έχουν ευκαιρίες να δώσουν νέες χορηγήσεις για να αυξήσουν τα έσοδά τους ακόμα κι αν τα περιθώριά τους μειωθούν, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της οικονομίας.

Με βάση τα τελευταία επίσημα στοιχεία στατιστικά της ΕΚΤ (δεύτερο τρίμηνο 2025) οι κυπριακές τράπεζες έχουν τον χαμηλότερο δείκτη δανείων προς καταθέσεις (loan to deposit rario) στην Ευρώπη, στο 50,3% και ακολουθεί το ελληνικό με 60,4%.

Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι κυπριακές τράπεζες έχουν φθηνή χρηματοδότηση από τα κυπριακά νοικοκυριά, αφού οι περισσότερες καταθέσεις τους είναι πιο χαμηλότοκες και από τις μικρότερες στην Ευρωζώνη.

Για να γίνει πιο κατανοητό, ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις δείχνει το ποσοστό των καταθέσεων που μια τράπεζα μετατρέπει σε δάνεια. Εκφράζει την εξάρτηση της τράπεζας από εξωτερική χρηματοδότηση για δανειοδοτική δραστηριότητα, όπου υψηλότερος δείκτης σημαίνει μεγαλύτερη εξάρτηση από μη-καταθετικές πηγές χρηματοδότησης, ενώ ένας χαμηλότερος δείκτης υποδηλώνει ισχυρότερη βάση καταθέσεων για την κάλυψη των δανείων της.

Εάν ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις είναι στο 100%, αυτό σημαίνει ότι μια τράπεζα δάνεισε ένα ευρώ στους πελάτες της για κάθε ένα ευρώ που έλαβε ως καταθέσεις. Αυτό σημαίνει ότι η τράπεζα δεν θα διαθέτει σημαντικά αποθεματικά ρευστότητας για να αντιμετωπίσει αναμενόμενα ή απροσδόκητα προβλήματα. Στην Ευρωζώνη ο μέσος όρος του δείκτη είναι στο 94%.

Ας δούμε τους δείκτες στα ευρωπαϊκά τραπεζικά συστήματα: Στην Κύπρο ο δείκτης είναι μόλις 50,3% (ο χαμηλότερος) και ακολουθεί το ελληνικό τραπεζικό σύστημα με 60,4%. Έπονται η Λετονία, με τον δείκτη δάνεια προς καταθέσεις να είναι στο 63,7%, η Σλοβενία 64,7%, Λιθουανία 66,1%, Μάλτα 72,1%, Κροατία 73,3%, Βέλγιο 76,6%, Ιταλία 77,4%, Πορτογαλία 77,8%, Ιρλανδία 79,4%, Ισπανία 85,4%, Εσθονία 89,7%, Λουξεμβούργο 94%, Γερμανία 94,9%, Ολλανδία 99,5%, Αυστρία 106,1, Γαλλία 107,8%, Σλοβακία 113%, Φιλανδία 152,3%.

Ακόμη ένα σημαντικό στοιχείο που μετράει ιδιαίτερα είναι ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio), ο οποίος στην ουσία δείχνει την ικανότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος να καλύψει τις καθαρές εκροές ρευστότητας για περίοδο 30 ημερών, σε συνθήκες έντονης χρηματοοικονομικής πίεσης, χρησιμοποιώντας υψηλής ποιότητας ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία (HighQuality Liquid Assets). Αποτελεί βασικό εποπτικό δείκτη που θεσπίστηκε στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της Βασιλείας ΙΙΙ, με στόχο την ενίσχυση της βραχυπρόθεσμης ανθεκτικότητας των τραπεζών απέναντι σε κρίσεις ρευστότητας.

Ένας δείκτης κάλυψης ρευστότητας μεγαλύτερος ή ίσος του 100% (εποπτικό ελάχιστο όριο) υποδηλώνει ότι η τράπεζα διαθέτει επαρκή ρευστότητα για να καλύψει πλήρως τις εκτιμώμενες εκροές 30 ημερών, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των καταθετών και των εποπτικών αρχών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας του κυπριακού τραπεζικού τομέα ανέρχεται στο 335% τον Ιούνιο του 2025.