Ως κατώτερη των περιστάσεων και πρόκληση για χιλιάδες χαμηλόμισθους εργαζομένους χαρακτηρίζουν την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για τον κατώτατο μισθό από την 1η Ιανουαρίου 2026 οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ΣΕΚ, ΠΕΟ και ΔΕΟΚ, σε κοινή ανακοίνωσή τους, υποστηρίζοντας ότι το ύψος που ανακοινώθηκε αποτελεί πισωγύρισμα.
Οι συντεχνίες σημειώνουν ότι, βάσει της συμφωνίας για την ΑΤΑ στον κατώτατο μισθό, από την 1/1/2026 ενσωματώνεται τιμαριθμικό επίδομα δύο ετών, που αντιστοιχεί σε περίπου €21 για κατώτατο μισθό €1.000. Τονίζουν, ωστόσο, ότι η αύξηση των €67 που αποφασίστηκε μετά από έξι μήνες υπηρεσίας απέχει σημαντικά από τις κατευθυντήριες γραμμές της Οδηγίας της ΕΕ, η οποία θέτει ως στόχο ο κατώτατος μισθός να ανέρχεται στο 60% του διάμεσου μισθού.
Σχέση κατώτατου – διάμεσου μισθού
Σύμφωνα με τις οργανώσεις, ο κατώτατος μισθός πρόσληψης, διαμορφωμένος στα €979 (συμπεριλαμβανομένης της ΑΤΑ), αντιστοιχεί μόλις στο 52% του διάμεσου μισθού του 2024, ενώ ο κατώτατος των €1.088 αντιστοιχεί στο 57,8%, χαμηλότερα από το 58,5% που ίσχυε σε σχέση με τον διάμεσο μισθό του 2023. Το ποσοστό, προσθέτουν, είναι ακόμη χαμηλότερο σε σύγκριση με τον διάμεσο μισθό του 2025.
Αφαιρώντας την ΑΤΑ, η σχέση κατώτατου προς διάμεσο μισθό υποχωρεί περαιτέρω στο 56,6%, γεγονός που —όπως επισημαίνουν— συνιστά «οπισθοχώρηση, βήμα προς τα πίσω».
Μισθολογικές ανισότητες και κοινωνικές επιπτώσεις
Οι συντεχνίες παραπέμπουν σε πρόσφατα στοιχεία της Στατιστική Υπηρεσία Κύπρου, σύμφωνα με τα οποία 267.000 κάτοικοι της Κύπρου εντάσσονται στην κατώτερη εισοδηματική τάξη, με διάμεσο ισοδύναμο εισόδημα €12.271 ετησίως. Σε αυτή την κατηγορία, υπογραμμίζουν, περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι με κατώτατο μισθό.
«Η κυβέρνηση με την απόφασή της δεν μειώνει τις εισοδηματικές ανισότητες, αλλά αντίθετα τις παγιώνει και τις διαιωνίζει», αναφέρουν.
Κριτική για ωριαία απόδοση και διαβούλευση
Επιπλέον, χαρακτηρίζουν απαράδεκτο το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν προχώρησε για ακόμη μία φορά στην ωριαία απόδοση του κατώτατου μισθού, κάνοντας λόγο για αθέτηση δεσμεύσεων που, όπως υποστηρίζουν, υποσκάπτει τον θεσμό.
Κριτική ασκείται και στη διαδικασία διαβούλευσης που ακολούθησε το Υπουργείο Εργασίας στην Επιτροπή Αναπροσαρμογής του Εθνικού Κατώτατου Μισθού, η οποία —όπως σημειώνουν— δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς για ουσιαστική συζήτηση, ενώ δεν συγκλήθηκε ούτε το Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα.
Καταληκτικά, οι συντεχνίες τονίζουν ότι ο κατώτατος μισθός αποτελεί κομβικό εργαλείο για την επίτευξη επαρκών και αξιοπρεπών μισθών, όπως προβλέπεται από την Οδηγία της ΕΕ, υποστηρίζοντας ότι με την απόφαση αυτή η κυβέρνηση υπολείπεται των ευρωπαϊκών της υποχρεώσεων και των δεσμεύσεων για ενίσχυση των χαμηλά αμειβομένων εργαζομένων.