Η έντονη ρευστότητα που χαρακτηρίζει το πολιτικό σκηνικό στη χώρα μας έχει δημιουργήσει συνθήκες αβεβαιότητας και ανασφάλειας για τα πολιτικά κόμματα ενόψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών. Η συγκυρία αυτή επηρεάζει καθοριστικά τον σχεδιασμό, τον προγραμματισμό αλλά και τη στρατηγική της προεκλογικής τους καμπάνιας.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι φανερό πως, κατά την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων των κομματικών επιτελείων, κυρίαρχος στόχος είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συσπείρωση της κομματικής βάσης. Οι κομματικές ηγεσίες, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, στρέφουν την προσοχή τους πρωτίστως στον στενό κομματικό τους πυρήνα, προσπαθώντας να τον κινητοποιήσουν με συναισθηματικές αναφορές και ρητορική που αποσκοπεί στο να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά πίστης, ταυτότητας και ιστορικής συνέχειας.

Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι κατά πόσο αυτές οι τακτικές εξακολουθούν να βρίσκουν απήχηση. Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων καταδεικνύουν με σαφήνεια ότι οι παραδοσιακές κομματικές βάσεις συρρικνώνονται συνεχώς. Οι σταθεροί ψηφοφόροι, αυτοί δηλαδή που ταυτίζονταν μακροχρόνια με συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους, είτε αποσύρονται από την ενεργό συμμετοχή είτε στρέφονται σε νέες, ενίοτε ασταθείς, πολιτικές επιλογές.

Παρά ταύτα, μέχρι πρόσφατα, ο σκληρός πυρήνας των κομμάτων αποδεικνυόταν αρκετός για να λειτουργήσει ως σταθερή βάση, ένα σημείο εκκίνησης για την αναζήτηση διεύρυνσης. Το λεγόμενο «ποσοστό-τσιμέντο» αποτελούσε το εφαλτήριο για τη συγκρότηση ευρύτερων συμμαχιών ή την ανάκτηση χαμένων εκλογικών δυνάμεων. Ενδεχομένως, αυτός ο παράγοντας προσέδιδε στις κομματικές ηγεσίες την αυτοπεποίθηση να σχεδιάζουν στρατηγικές και να προσεγγίζουν νέα ακροατήρια με πιο ευέλικτη ρητορική.

Σήμερα, όμως, αυτή η σταθερά μοιάζει να έχει χαθεί. Ο κομματικός πυρήνας στον οποίο απευθύνονται πλέον οι ηγεσίες είναι ποσοτικά απροσδιόριστος και πολιτικά ασταθής. Αν και τα ιστορικά κόμματα εξακολουθούν να διατηρούν ορισμένα ερείσματα στην κοινωνία, δεν είναι εύκολο να αποτυπωθεί με σαφήνεια το μέγεθος και η ποιότητα της βάσης αυτής. Δεν είναι, δηλαδή, ξεκάθαρο ποιο είναι το ακροατήριο στο οποίο θα στηριχτούν για να ξεκινήσουν τον αγώνα των βουλευτικών εκλογών.

Η απορρύθμιση του πολιτικού σκηνικού, σε συνδυασμό με την έντονη ρευστότητα που το διακατέχει –ιδιαίτερα μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών– εντείνει την αίσθηση ανασφάλειας στα κομματικά επιτελεία. Το αποτέλεσμα είναι μια διάχυτη σύγχυση, η οποία λειτουργεί ως επιπρόσθετη πίεση προς τις ηγεσίες. Πίεση την οποία σε πολλές περιπτώσεις δημιουργούν οι ίδιες προς τον εαυτό τους, είτε δίνοντας την εντύπωση αδυναμίας έγκαιρης στελέχωσης των ψηφοδελτίων, είτε ακόμη και με κινήσεις που δεν εξυπηρετούν κάποια μακροπρόθεσμη στρατηγική, αλλά αντίθετα αναδεικνύουν στιγμιαία αμηχανία και αποπροσανατολισμό.

Αν και κάθε κόμμα έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες, ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται σήμερα το εκλογικό σώμα φαίνεται να έχει κοινή αφετηρία: την απογοήτευση. Μια βαθιά απογοήτευση που εκφράζεται είτε με την αποστασιοποίηση από το πολιτικό γίγνεσθαι είτε με τη στροφή προς αντισυστημικές επιλογές – συχνά με κριτήρια που απέχουν από τον ορθολογικό πολιτικό διάλογο και περισσότερο αγγίζουν τα όρια της τιμωρητικής ψήφου.

Οι ηγεσίες των κομμάτων οφείλουν να προσεγγίσουν αυτή την πραγματικότητα με σοβαρότητα και ειλικρίνεια. Μέσα από έρευνες και δεδομένα, πρέπει να εντοπίσουν τις βαθύτερες αιτίες της γενικευμένης απογοήτευσης και της απομάκρυνσης των πολιτών από την παραδοσιακή κομματική συμμετοχή. Πρόκειται για κρίση πολιτικού προσανατολισμού; Είναι απόρροια επαναλαμβανόμενων διαψεύσεων προσδοκιών; Ή μήπως έχει να κάνει με την αίσθηση ότι το πολιτικό σύστημα δεν απαντά πλέον στις ανάγκες και τις αγωνίες της κοινωνίας;

Η επανασύνδεση της πολιτικής με την κοινωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί με παρωχημένες συνταγές και μηχανιστικές τακτικές συσπείρωσης. Απαιτείται ουσιαστική ενδοσκόπηση, ανανέωση του πολιτικού λόγου, επαναπροσδιορισμός στόχων και κυρίως η καλλιέργεια σχέσης εμπιστοσύνης με τους πολίτες. Σε μια εποχή όπου η ανασφάλεια και η δυσπιστία κυριαρχούν, τα κόμματα καλούνται να αναμετρηθούν όχι μόνο με την κάλπη, αλλά και με την ανάγκη να επανεφευρεθούν ως ζωντανοί και αξιόπιστοι εκφραστές της κοινωνικής πραγματικότητας. Η επιβίωσή τους εξαρτάται πλέον από τη δυνατότητά τους να κατανοήσουν, να αφουγκραστούν και –κυρίως– να εμπνεύσουν.