Ο Ανδρέας Καραγιάν γίνεται 80 ετών και αφηγείται την οπερατική ζωή του.
Στις 11 Ιανουαρίου κλείνει τα 80 του χρόνια, ένα ορόσημο που μεταξύ άλλων τιμητικών εκδηλώσεων γιορτάζει με την έκδοση του 5ου του βιβλίου και με μια νέα ατομική έκθεση τον Γενάρη στην The O Gallery, στη Λάρνακα. Το ορόσημο τον βρίσκει στο κλείσιμο ενός ακόμη δημιουργικού κύκλου, που σηματοδοτεί και το άνοιγμα ενός νέου, εφόσον τον ενδιαφέρει να συνεχίσει να λειτουργεί ως δημιουργικό ον. Ο Ανδρέας Καραγιάν έζησε -και καταγράφει- έναν βίο πλήρη, κάνοντας κυρίως αυτό που του αρέσει: ζωγράφισε, πεζογράφησε, δημοσιογράφησε. Και κυρίως ερωτοτρόπησε με την ίδια τη ζωή και την ουσία της, ενώ αντιστάθηκε και σε κάθε είδους ταμπέλες και στερεότυπα.
– Αισθάνεσαι περισσότερο ζωγράφος, συγγραφέας ή δημοσιογράφος; Δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες και οι κατηγοριοποιήσεις. Είμαι μια κατηγορία μόνος μου, που τα περιλαμβάνει όλα αυτά. Ούτε καν το όνομά μου δεν ανήκει σε κάποια κατηγορία γιατί αποδείχτηκε ότι βιολογικά δεν είμαι Καραγιάν, αλλά Θεοφανίδης. Χαίρομαι που τα έκανα όλα αυτά στη ζωή μου, τα οποία εν τέλει με χαρακτηρίζουν. Χαίρομαι που μπορώ να λέω ότι έκανα 2-3 σειρές στη ζωγραφική με κάποια σημασία, όπως ο «Καβάφης», το «Personae», τα «Ολλανδικά τοπία», αλλά και για το γεγονός ότι για κάποιους θεωρούμαι πρωτοπόρος πάνω σε κάποια θέματα, ιδιαίτερα πάνω στην γκέι θεματική στην Κύπρο.
– Η ανάπτυξη αυτής της θεματικής έγινε συνειδητά; Ήταν το θέμα που μ’ έλκυε και μ’ ενδιέφερε, αλλά έγινε και συνειδητά, δεδομένου ότι αφορούσε την ίδια μου την ύπαρξη. Ο Αντώνης Δανός από το ΤΕΠΑΚ με παρουσίασε σ’ ένα διεθνές συνέδριο στην Ιταλία ως «πρωτοπόρο της queer art στην Κύπρο». Αρχικά, δεν μου άρεσε αυτή η κατηγοριοποίηση, αλλά μου εξήγησε ότι αυτό έχει να κάνει και με την έννοια της επανάστασης απέναντι σε όλα τα κατεστημένα. Η δουλειά μου ήταν μια πολιτική θέση και μια διαμαρτυρία. Αναζήτησα τη σχέση της σεξουαλικότητας με την τέχνη και την κοινωνία.
– Το να είσαι γκέι είναι εξ ορισμού επαναστατικό; Όταν έγινε η γκέι επανάσταση στην εποχή μου ήταν ένα κίνημα απελευθερωτικό. Τότε σε μεγάλωναν για να είσαι Α κι αν τυχόν ήσουν Β, ερχόσουν σε σύγκρουση με όσα ήθελαν να σου επιβάλουν. Υπό αυτή την έννοια, η τέχνη μου έγινε μπαϊράκι σε μια κοινωνική διεργασία αποδοχής του διαφορετικού.
– Αυτό θεωρείς ότι ήταν πιο σημαντικό από την ίδια την τέχνη; Σε καμία περίπτωση. Το βασικό για μένα ήταν πάντα η ζωγραφική. Βάση της ζωγραφικής μου είναι η ελληνική ζωγραφική, τα αγάλματα στο αρχαιολογικό μουσείο. Ήταν φυσικό να προκύψει το ανδρικό γυμνό. Όταν το παρουσίασα στην πρώτη μου έκθεση το 1979, ο τότε Αρχιεπίσκοπος απέφυγε να έρθει να την κλείσει. Έτσι άρχισε μια πορεία, που περιλάμβανε τη σύνδεση της τέχνης με το επαναστατικό στοιχείο, αλλά χωρίς αυτό να είναι αυτοσκοπός. Εξάλλου, δεν έκανα μόνο γυμνά. Λάτρευα να ζωγραφίζω τοπία. Θυμάμαι ότι με τη Νίκη Μαραγκού, από την οποία πηγάζουν όλα τα καλά στη ζωή μου, πηγαίναμε κάθε μέρα και φτιάχναμε ακουαρέλες με λουλούδια. Περνούσα ώρες ολόκληρες σχεδιάζοντας. Το σχέδιο για μένα είναι η βάση για τα πάντα. Αργότερα ήρθαν και τα ναυτάκια που έγιναν σημείο αναφοράς και μού έδωσαν την οικονομική ευχέρεια να ζω αξιοπρεπώς και να σπουδάσω και το παιδί μου.
– Οι ναύτες αυτοί σε ποιο βαθμό συνομιλούν με τους εμβληματικούς ναύτες του Τσαρούχη; Λάτρευα τη δουλειά του Τσαρούχη, αλλά κρατούσα αποστάσεις απ’ αυτή για να μη με επηρεάσει. Προς το τέλος της ζωής του γνωριστήκαμε στην γκαλερί Ώρα. Είχε σταθεί μπροστά στο μεγάλο έργο που είχα κάνει με τους ναύτες- εκείνο που πωλήθηκε αργότερα στους Bonhams για 30 χιλιάδες λίρες και είχε γραφτεί ότι έβαλε την Κύπρο στη διεθνή αγορά τέχνης. «Δάσκαλε, κάποιοι λένε ότι οι ναύτες μου μοιάζουν με τους δικούς σας» του είπα. «Όχι, κύριε Καραγιάν. Οι δικοί μου είναι Αθηναίοι. Οι δικοί σας είναι Κύπριοι» απάντησε.
– Η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία πώς προέκυψαν; Πάνε μαζί όλα αυτά. Πάντα ήθελα να γράφω. Από μικρός διάβαζα πολύ. Όταν ήμουν παιδάκι και με ρωτούσαν τι δώρο θέλω, αμέσως απαντούσα «βιβλίο». Και μετά δημιουργούσα δικές μου εικόνες με βάση εκείνα που διάβαζα ή ονειρευόμουν και ζούσα τη ζωή των χαρακτήρων. Η δημοσιογραφία πάντα μου άρεσε. Έγραφα κριτικές. Κι όταν ήρθε ο Νίκος Παττίχης στον Φιλελεύθερο μού πρότεινε να έχω μόνιμη συνεργασία. Το πιο σημαντικό που κρατώ από εκείνη την περίοδο είναι ότι μέσα από τις σελίδες μου παρουσιάστηκαν πολλοί νέοι καλλιτέχνες στην Κύπρο. Ήταν λαμπρή εποχή, με ζηλευτές εκδόσεις. Ήρθε ένας νέος αέρας στην κριτική τέχνης, ενώ ταξίδευα συχνά κι έκανα συνεντεύξεις με σπουδαίους ηθοποιούς.
– Γιατί δεν έγινες γιατρός; Δεν έκανα τίποτα με γνώμονα τον βιοπορισμό. Αν μ’ ενδιέφερε μόνο αυτό, θα έμενα γιατρός, θα ήμουν παντρεμένος με μια πλούσια γυναίκα και θα είχα τις κλινικές μου. Τα απέρριψα όλα. Πήρα το πτυχίο στη γενική ιατρική και το παρέδωσα στη μάνα μου να το καδρώσει. Δεν ήμουν ο εαυτός μου. Δούλεψα σε μια κλινική στο Λονδίνο για τρεις μήνες. Ήταν η ξέφρενη εποχή των παιδιών των λουλουδιών, έπνεε ένας αέρας ελευθερίας. Κι εγώ να κάθομαι μέσα σε μια κλινική; Τι γύρευα εκεί; Ζωγράφος ήθελα πάντα να γίνω. Αλλά είχα τη μάνα μου να μου λέει ότι «ζωγράφοι είναι οι πούστηδες και οι άθεοι». Της έκανα το χατίρι, αλλά μετά ακολούθησα τον δρόμο που επιθυμούσα.
– Πώς αντέδρασε όταν της ανακοίνωσες ότι θα αφήσεις την ιατρική για να σπουδάσεις καλές τέχνες; Με προειδοποίησε ότι θα πεθάνω στην ψάθα. Της απάντησα ότι θα αγοράσω ένα περσικό χαλί να πεθάνω τουλάχιστον εκεί πάνω. Ευτυχώς, τότε είχα την πρώην σύζυγό μου που με στήριξε πολύ. Ήμασταν μαζί 5 χρόνια όταν σπούδαζα ιατρική και μετά παντρευτήκαμε. Ζήσαμε δέκα χρόνια μαζί. Εκείνη σπούδαζε πιανίστα, αλλά κάποια στιγμή άφησε κι αυτή το πιάνο και πήγε κι έγινε ψυχολόγος.
– Σ’ ενδιέφεραν ερωτικά οι γυναίκες τότε; Δεν ανήκω ούτε σε σεξουαλικές κατηγορίες. Είμαι πέρα από αυτό, μ’ ενδιαφέρει ο άλλος άνθρωπος. Αν συναντήσω έναν άνθρωπο που με γοητεύει, είτε αρσενικό είτε θηλυκό, αυτό είναι που με ελκύει.
– Ήσουν ερωτευμένος μαζί της; Τρελά. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους έρωτες της ζωής μου. Αλλά ήρθε η στιγμή που έπρεπε να φύγω για να βρω τον εαυτό μου. Να τα αφήσω όλα και ν’ αρχίσω από την αρχή. Ήμουν πολύ δεμένος με τον Σαράντη Καραβούζη και μου πρότεινε να μου γνωρίσει τον Ασαντούρ Μπαχαριάν στην γκαλερί Ώρα, στην Αθήνα. Έζησα ένα διάστημα εκεί δουλεύοντας και για την πρώτη μου έκθεση.

– Η μητέρα σου πότε δέχτηκε τις επιλογές σου; Μετά από τρία χρόνια. Αργότερα, μετά τον θάνατο του πατέρα μου, ήρθα στην Κύπρο. Θεωρώ πατέρα μου τον Καραγιάν, γιατί αυτός με μεγάλωσε, με σπούδασε, έδωσε πολλά σε μένα και στον αδερφό μου κι αυτόν τιμώ μέχρι σήμερα.
– Τι άνθρωπος ήταν; Ο κλασικός κοσμοπολίτης: βιολιστής, χαρτοπαίκτης και γυναικάς. Ήρθε από την Αλεξάνδρεια και λάτρευε την κλασική μουσική. Ήταν πρώτο βιολί στην ορχήστρα Μότσαρτ και μ’ έπαιρνε συχνά μαζί του.
– Η μητέρα σου πρέπει να ήταν ωραία γυναίκα… Ήταν μια καλλονή η μαμά μου, η Καρμέλλα. Από τις πιο ωραίες της εποχής. Ποιητές έγραφαν για το λευκό της δέρμα. Αυτό που την καθόρισε ήταν ότι ερωτεύτηκε τον γιατρό Νίκο Θεοφανίδη και την ερωτεύτηκε κι εκείνος. Όμως, η μητέρα μου ήταν λιβανέζικης καταγωγής και η μητέρα του Θεοφανίδη δεν ήθελε να παντρευτεί ο γιος της Μαρωνίτισσα. Έτσι, της έκανε πρόταση ο άρτι αφιχθείς στην Κύπρο Καραγιάν, που εργαζόταν στην τράπεζα. Ένας γοητευτικός άνδρας. Στα τρία χρόνια, όμως, η μάνα μου ήθελε να τον χωρίσει επειδή ήταν ερωτευμένη με τον άλλο. Το διαζύγιο δεν προχώρησε για θρησκευτικούς λόγους, αλλά χώρισαν την κλίνη. Κάποια στιγμή επανεμφανίζεται ο Θεοφανίδης και προέκυψε ένα αδιαχώριστο ιψενικό τρίγωνο. Σ’ εκείνο το στάδιο γεννηθήκαμε κι εμείς. Έμαθα την αλήθεια για τον βιολογικό μου πατέρα μετά τον θάνατο του Καραγιάν. Ποτέ δεν έμαθα αν ήξερε κι εκείνος την αλήθεια. Αργότερα, όταν ήμουν 12 ετών, η μητέρα μου μάζεψε όλα της τα έπιπλα για να φύγει οριστικά, αλλά πήρε φωτιά το μαγαζί όπου τα είχε βάλει. Ο Θεοφανίδης της πρότεινε να παντρευτούν, όμως ο παπάς της είπε ότι αν ξαναπαντρευτεί θα πάει στην κόλαση- άκου βλακείες!- κι έτσι επιστρέψαμε στον Καραγιάν. Ο Θεοφανίδης μετά παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά. Και τελικά η μοίρα τα έφερε έτσι που 40 χρόνια μετά πέθαναν μαζί.
– Πώς έγινε αυτό; Στην κλινική που είχα τη μητέρα μου τους τελευταίους μήνες της ζωής της έτυχε να φέρουν και τον Θεοφανίδη. Τους χώριζε ένας τοίχος. Τελικά, εξέπνευσαν την ίδια μέρα, με διαφορά μερικών ωρών.
– Η περίπλοκη οικογενειακή ζωή επηρέασε τα παιδικά σου χρόνια; Η οικογενειακή μου ζωή ήταν αντιπροσωπευτική μιας κοσμοπολίτικης Λευκωσίας στις δεκαετίες του ’40 και του ’50. Η μεσαία τάξη ζούσε σχεδόν αριστοκρατικά. Ήταν η «μπελ επόκ» της Λευκωσίας. Υπήρχε ασφάλεια, καλοπέραση, οι Άγγλοι είχαν φτιάξει δρόμους, υπήρχε ένα νέο σύστημα ταχυδρομείων κι ένα λειτουργικό νομικό σύστημα. Δεν ξέρω τι γινόταν με την εργατική τάξη, αλλά εμείς ζούσαμε μια ωραία ζωή, με τα αυτοκίνητα, τις βόλτες, τα ταξίδια, τις διακοπές μας. Η ζωή αυτή άλλαξε ριζικά μόλις άρχισε η ΕΟΚΑ.
– Ήταν τόσο ειδυλλιακή εκείνη η περίοδος για σένα; Δεν σε βασάνιζε το θέμα της σεξουαλικότητας μέσα σ’ ένα τόσο «κλειστό» περιβάλλον; Με τις πρώτες μου εξερευνήσεις ένιωσα να βυθίζομαι στην άβυσσο. Πάλεψα με τους δαίμονές μου. Καταπιέστηκα, ταλαιπωρήθηκα, γέμισα νευρώσεις. Πέρασα τρομακτικές καταστάσεις, σκοτεινές. Όλα αυτά βγαίνουν στους πίνακες και τα βιβλία μου. Είναι μια κατάθεση. Όμως, μπορώ σήμερα να λέω ότι δεν φοβήθηκα τα ρίσκα και πως όταν πεθάνω ο κόσμος θα ξέρει ποιος ήμουν και τι έκανα.
– Με το «Πέμπτο Βιβλίο» ολοκληρώνεται η αυτοβιογραφική σου πενταλογία. Κλείνει κι ο κύκλος σου στη λογοτεχνία; Όχι. Το κλείσιμο ενός κύκλου είναι η αρχή ενός άλλου. Γενικότερα, έχουν ολοκληρωθεί κάποια πράγματα ως προς τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ολοκληρώθηκα κι εγώ.

– Ποιος ήταν ο απώτερος στόχος της πενταλογίας; Είναι το magnum opus μου. Ήθελα να αφηγηθώ την ιστορία ενός ανθρώπου που μεταπλάθεται ανάλογα με τα πολιτικά κινήματα της εποχής, προσπαθεί να βρει την ταυτότητά του μέσα από τον έρωτα και την τέχνη και ζει τον καιρό του. Είναι και πολιτικά αυτά τα βιβλία. Άλλωστε, το ερωτικό είναι πολιτικό. Επαναστατικό από τη φύση του. Θέλω να τονίσω ότι δεν πρόκειται για ημερολόγιο, αλλά για μυθιστορία. Ο αφηγητής έχει το δικαίωμα να λάβει τις δικές του αποφάσεις. Είναι μια μυθική αυτοβιογραφία με φόντο την Ευρώπη του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Όλα είναι αληθινά αλλά και όλα είναι παραμύθι.
– Νιώθεις ότι άργησες να καταπιαστείς με την πεζογραφία; Ανέκαθεν ήθελα να γράψω. Η πρώην γυναίκα μου ήταν δυνατή στο γράψιμο. Έγραφε ποίηση. Κάπου αυτό με καταπίεζε. Πέρασαν τα χρόνια και κάποια στιγμή αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα. Έπρεπε πρώτα να ζήσω την ίδια μου τη ζωή, να φτιάξω την ίδια μου τη μυθολογία. Άρχισα ουσιαστικά το 2004.
– Ποια θέση κατέχει το «Πέμπτο Βιβλίο» στην προσωπική σου μυθολογία; Είναι το πιο σημαντικό βιβλίο γιατί αποτελεί το απάνθισμα όλων των άλλων βιβλίων, το απαύγασμα της σκέψης και της κοσμοθεωρίας μου, των φιλοσοφικών και ερωτικών μου αναζητήσεων. Μου πήρε τέσσερα χρόνια να το γράψω. Έτσι κι αλλιώς, τα βιβλία μου δεν ακολουθούν κάποια χρονολογική σειρά.
– Η αφήγηση ιστοριών και η ζωγραφική έχουν το ίδιο έναυσμα; Η ζωγραφική είναι κι εκείνη μια γλώσσα. Σε κάθε περίπτωση χαίρομαι την ερωτοτροπία με τη γλώσσα, με τις λέξεις.
– Η τέχνη είναι παρηγορητική; Για μένα πρώτιστα δεν είναι παρηγορητική, αλλά απολογητική και ψυχογραφική.
– Με τη μουσική ποια είναι η σχέση σου; Η κλασική μουσική, βασικά η όπερα, είναι η μεγάλη μου αδυναμία. Η μανία μου ήταν πάντα ο Βάγκνερ. Παίζω πιάνο. Κυρίως για μένα. Έπαιζα από μικρός, έκανα και μαθήματα αλλά με απέτρεψε η μάνα μου. Σποραδικά σταματούσα και άρχιζα, η μουσική είναι μέρος της ζωής μου. Εξάλλου και η ζωή μου είναι μια όπερα.
– Κατά καιρούς έζησες σε Αθήνα, Λονδίνο, Βερολίνο, Αλεξάνδρεια. Νιώθεις ότι ολοκληρώθηκε πια η περιδιάβαση; Δεν έχω ολοκληρώσει τίποτα. Αγαπώ την Κύπρο, αλλά ομολογώ ότι δεν είμαι ευτυχής εδώ, δεν παίρνω τα ερεθίσματα που θέλω. Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε αδιέξοδο. Βασικά, αισθάνομαι αόρατος και αναξιοποίητος. Διάγω μια ουδέτερη περίοδο. Δεν λέω ότι είμαι δυστυχής. Απλώς, βρίσκομαι σε αναμονή.
– Ποια είναι η σχέση σου με τη θρησκεία; Είμαι ένθεος, αλλά όχι της θρησκείας. Με γοητεύει η μυθολογία και η τελετουργία της. Έχω μια έντονη επαφή με το θείο. Ο καθολικισμός μ’ επηρέασε βαθιά γιατί είναι μια θρησκεία θεατρική, σαδομαζοχιστική. Απολαμβάνω επίσης την ορθόδοξη λειτουργία του Πάσχα. Διακρίνω παντού έναν πανθεϊσμό σε διάφορες εκφάνσεις. Στην Αίγυπτο ήρθα σε επαφή και με τον ισλαμισμό. Αν δεις εκεί στο ράφι του σύνθετου, το Κοράνι βρίσκεται μαζί με τη Βίβλο. Δεν θεωρώ ότι κάποια θρησκεία είναι καλύτερη από άλλη. Θεωρώ σημαντικό πράγμα την προσευχή.
– Σε ποιον απευθύνεσαι όταν προσεύχεσαι; Σε μια ενέργεια και δύναμη γύρω μου και μέσα μου. Δεν προσωποποιώ το θείο. Παίρνει πρόσωπα για να επικοινωνήσουμε μαζί του. Η προσευχή είναι η επαφή μ’ αυτή την ενέργεια, η οποία σου το ανταποδίδει. Όταν πάω να γράψω ή όταν αγγίζω το πινέλο μου, δεν είμαι εγώ. Κάτι άλλο εκφράζεται και μέσα από μένα. Με τρομάζει ο λευκός καμβάς και η λευκή σελίδα. Όμως, μόλις, πατήσω το χέρι μου πάνω, κάτι το κινεί. Η δημιουργία είναι μια γέφυρα με το θείο. Ένα κάλεσμα.
– Όταν δημιουργείς συναισθάνεσαι κι ένα χρέος απέναντι στην υστεροφημία σου; Ναι. Αισθάνομαι ότι αφήνω κάποιο ίχνος. Είναι υποχρέωσή μου. Το τάλαντο που σου δίνεται πρέπει να το πολλαπλασιάσεις, να μην το θάψεις στη λάσπη, όπως μου είχε γράψει η αείμνηστη Μυρτώ Αζίνα. Αργά ή γρήγορα, θα χαθούν τα πάντα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να δημιουργούμε. Τότε ποιος ο λόγος να υπάρχουμε; Μ’ ενδιαφέρει ν’ αφήσω κάτι πίσω μου, ένα κληροδότημα, ένα μήνυμα έστω.
– Ποιο είναι αυτό το μήνυμα; Ότι ο έρωτας δεν είναι μονόχνωτος. Είναι πλούσιος και πολύπλοκος.
– Πιστεύεις ότι το έργο ξεπερνά τον δημιουργό του; Βεβαίως. Αυτά τα βιβλία έχουν πια τη δική τους ζωή και ύπαρξη.
– Σκέφτεσαι συχνά το τέλος, το αναπόφευκτο; Σκέφτομαι ότι θέλω να ζήσω όσα χρόνια ακόμα είμαι λειτουργικός. Όσο θα μπορώ να κοιτάζω τον εαυτό μου. Δεν θέλω να γίνω βάρος σε κανένα. Θέλω να υπάρχω ως ον δημιουργικό, με τους μύθους και τις αναμνήσεις μου. Δόξα σοι ο θεός έζησα μια πλήρη ζωή. Δεν με τρομάζει το τέλος. Το μόνο που με τρομάζει είναι η ιδέα να μην είμαι αυτός που είμαι. Υπάρχει και ο γιος μου. Νιώθω ότι προσφέρω και δημιουργώ και μέσα απ’ αυτόν. Μέσα από τα παιδιά αναδημιουργείς τον εαυτό σου. Έχω τον σύντροφό μου, που είμαστε μαζί 16 χρόνια. Έχω και τα γατιά μου που είναι επίσης μια ευθύνη και μια πρόταση δημιουργίας. Από εδώ και πέρα λέω ευχαριστώ και θέλω να είμαι υγιής και αισιόδοξος.
– Ποια η σχέση σου με τη νοσταλγία; Σε τροφοδοτεί; Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι τα βιβλία γράφτηκαν γι’ αυτό τον λόγο. Αλλά δεν είναι ακριβώς νοσταλγία. Είναι κάτι άλλο: ξαναζώ τον χαμένο χρόνο, όπως το είχε θέσει ο Προυστ. Και μέσα από τον χαμένο χρόνο δημιουργώ τον καινούριο χρόνο. Γράφοντας αυτά τα βιβλία πλούτυνα ξανά κι εγώ. Έζησα όλα αυτά τα πρόσωπα, τις καταστάσεις, τις μνήμες. Πλούτυνα, γιατί είδα καινούρια πράγματα μέσα απ’ αυτά. Έκλεισα τις εκκρεμότητες και τώρα είμαι ξανά ένα βρέφος ανοιχτό προς όλο τον κόσμο.
INFO
- «Το πέμπτο βιβλίο» του Ανδρέα Καραγιάν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Εστίας
- Από 11/1: Λευκωσία, CVAR. Έκθεση με τη σειρά έργων για τον Καβάφη που εκτέθηκαν στο Βερολίνο το 1995.
- Από 13/1: Λάρνακα, The Ο Gallery: «Erotica». Έκθεση με πρώιμα ερωτικά σχέδια 1967-68 και σχέδια με έμπνευση από τον Ντε Σαντ (1997)
- Από 25/1: Λευκωσία, Πολυχώρος Εντύποις. Έκθεση με τα έργα της σειράς «Personae» που παρουσιάστηκαν στην Μπιενάλε Βενετίας 2001.
Ελεύθερα, 25.12.2022