Έφυγε από τη ζωή την Τρίτη 9 Φεβρουαρίου ο θρυλικός Αμερικανός πιανίστας και συνθέτης Τσικ Κορία, σε ηλικία 79 ετών. 

Η ανακοίνωση έγινε την Πέμπτη στην επίσημη ιστοσελίδα του, όπου αναφέρεται ότι ο σπουδαίος μουσικός απεβίωσε από μια σπάνια μορφή καρκίνου με την οποία διαγνώστηκε πολύ πρόσφατα. «Υπήρξε ένας αγαπητός σύζυγος, πατέρας και παππούς κι ένας σπουδαίος μέντορας και φίλος. Μέσα από το έργο του και μέσα από δεκαετίες περιοδειών ανά τον κόσμο άγγιξε και ενέπνευσε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων» αναφέρεται. 

Ο ίδιος άφησε ένα μήνυμα στους θαυμαστές του ευχαριστώντας όλους όσοι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του τον συνέδραμαν στη διατήρηση της φλόγας της μουσικής. «Ελπίζω ότι αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να παίξουν, να γράψουν, να εκτελέσουν ή να δημιουργήσουν με οποιονδήποτε τρόπο, θα το κάνουν. Αν όχι για τον εαυτό σας, τότε για τους υπόλοιπους. Δεν είναι μόνο ότι ο κόσμος χρειάζεται περισσότερους καλλιτέχνες, αλλά κι ότι είναι πολύ διασκεδαστικό όλο αυτό» σημειώνει.

«Και στους καταπληκτικούς μου μουσικούς φίλους που ήταν σαν οικογένεια για μένα όσο τους γνώριζα: Ήταν ευλογία και τιμή να μαθαίνω και να παίζω με όλους εσάς. Η αποστολή μου ήταν πάντα να φέρνω τη χαρά της δημιουργίας οπουδήποτε μπορούσα, και το έκανα με όλους τους καλλιτέχνες που θαυμάζω τόσο πολύ – αυτός ήταν ο πλούτος της ζωής μου» αναφέρει ακόμη το μήνυμα. 

Ο Τσικ Κορία για περισσότερο από 50 χρόνια εξερεύνησε τα όρια ανάμεσα στην τζαζ και την κλασική μουσική. Είχε κερδίσει συνολικά 23 Γκράμι και ήταν υποψήφιος πάνω από 60 φορές. 

Oι New York Times τoν χαρακτήρισαν «φωτεινό, χειμαρρώδη, αιώνια νέο», ενώ ο Στινγκ «απίστευτο βιρτουόζο» με εκρηκτική μουσικότητα και δύναμη. Στην εντυπωσιακή πορεία του, ο Τσικ Κορία έχει ηχογραφήσει πάνω από 200 δίσκους και έχει ασχοληθεί με την avant-garde, το bebop, τη fusion, τη συμφωνική μουσική, τη μουσική δωματίου, αλλά και με τραγούδια για παιδιά.

Ο Άντονι Αρμάντο Κορία γεννήθηκε στο Τσέλσι της Μασαχουσέτης το 1941 και, καθώς ο πατέρας του ήταν μουσικός, μεγάλωσε ακούγοντας Μότσαρτ, Μπαχ και Μπετόβεν, αλλά και τη μουσική του Τσάρλι Πάρκερ, του Μπαντ Πάουελ, του Λέστερ Γιανγκ και του Χόρας Σίλβερ, ο οποίος μάλιστα του άσκησε ιδιαίτερη επιρροή. Από πολύ νωρίς άρχισε να παίζει με σημαντικούς μουσικούς, όπως οι Γουίλι Μπόμπο, Καλ Τζέιντερ, Χέρμπι Μαν και Μόνγκο Σανταμαρία, οι οποίοι τον έκαναν να αγαπήσει τη λάτιν μουσική και να διατηρήσει πολλά ρυθμικά στοιχεία της στο παίξιμό του.

Αργότερα, αφού συνεργάστηκε με εξίσου κορυφαίους μουσικούς, όπως οι Σάρα Βον, Μπλου Μίτσελ και Σταν Γκετζ, με τον οποίο μάλιστα επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα το 1967, αντικατέστησε τον Χέρμπι Χάνκοκ στο γκρουπ του Μάιλς Ντέιβις το 1968 και έπαιξε ηλεκτρικό πιάνο σε δίσκους του που άφησαν εποχή στην ιστορία της τζαζ, όπως το «In a Silent Way» και το «Bitches Brew». Αλλά και ο δεύτερος προσωπικός του δίσκος «Now he sings, now he sobs» το 1968 (είχε προηγηθεί το «Tones for Joan’s boans» δύο χρόνια πριν), με τον μπασίστα Μίροσλαβ Βίτους και τον ντράμερ Ρόι Χέινς, δεν έλειπε από τη δισκοθήκη κανενός φίλου της τζαζ στα τέλη του ’60.

Μη σταματώντας ποτέ να αναζητεί νέες φόρμες και ήχους στη μουσική, στράφηκε εκείνη την περίοδο στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, δημιουργώντας το 1969 το πρωτοποριακό γκρουπ Circle, που αντανακλούσε τις επιρροές του από τζαζ μουσικούς, όπως ο Πολ Μπλέι και ο Ορνέτ Κόλμαν, αλλά και κλασικούς συνθέτες του 20ού αιώνα, όπως ο Τζον Κέιτζ και ο Καρλ Χάιντς Στοκχάουζεν.

H περίοδος αυτή κράτησε περίπου τρία χρόνια, για να ακολουθήσει μετά τη διάλυση του σχήματος το γκρουπ Return to Forever, με τους Στάνλεϊ Κλαρκ, Αΐρτο Μορέιρα, Τζο Φάρελ και τη συμμετοχή της τραγουδίστριας Φλόρα Πουριμ. Ύστερα από δύο δίσκους μελωδικής λάτιν (το «Return to Forever» και το «Light as a Feather», όπου περιλαμβάνονται το «Spain» και το «La Fiesta», δύο από τα δημοφιλέστερα κομμάτια του Κορία), το γκρουπ απέκτησε έναν ηλεκτρικό, τζαζ-ροκ ήχο, καθώς ενσωματώθηκαν ο Μπιλ Κόνορς στην ηλεκτρική κιθάρα (τον αντικατέστησε το ’74 ο Αλ ντι Μέολα) και ο ντράμερ Λένι Γουάιτ. Σε όλη την πορεία τους ως τη διάλυσή τους, το 1975, οι Return to Forever άφησαν έντονο το στίγμα τους στην τζαζ-ροκ σκηνή και προετοίμασαν το πεδίο για την έκρηξη της fusion στα μέσα της δεκαετίας του ’70, με δίσκους όπως το «Where have Ι known you before», το βραβευμένο με Grammy «No Mystery» και το «Romantic Warrior».

Ακολούθησαν εμφανίσεις και ηχογραφήσεις του Κορία σε σόλο πιάνο, αλλά και συνεργασίες με θρυλικά ονόματα της τζαζ, όπως ο Γκάρι Μπάρτον, ο Χέρμπι Χάνκοκ, ο Μάικλ Μπρέκερ, ο Ρόι Χέινς, σε μια περίοδο που ο Κορία στράφηκε και πάλι περισσότερο προς την ακουστική μουσική. H μεγάλη επιστροφή προς τον ηλεκτρικό ήχο έγινε το 1985, με τη δημιουργία της Elektric Band, αν και παράλληλα ως «αντίβαρο» δημιουργήθηκε και η Akoustic Band με τους Τζον Πατιτούτσι και Ντέιβ Γουέκλ. Ακολουθώντας τα χνάρια των Return to Forever, η Elektric Band κυριάρχησε στην τζαζ μουσική σκηνή της δεκαετίας του ’80 με ένα εκρηκτικό μείγμα τζαζ, ροκ και fusion. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 όμως το γκρουπ έκλεισε τον κύκλο του και ο Κορία στράφηκε σε άλλες κατευθύνσεις, αλλά και πραγματοποίησε ένα όνειρό του ιδρύοντας τo 1992 τη δισκογραφική εταιρεία Stretch Records, με σκοπό να προωθεί τους πειραματισμούς και τις νέες ιδέες σε διαφορετικά μουσικά είδη.

 

Πηγή: philenews