Με αφορμή τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Γάλλου ζωγράφου Henri Matisse, το Κέντρο Πομπιντού έχει οργανώσει μία μεγάλη έκθεση προς τιμήν του. Και τα γαλλικά ΜΜΕ την καλωσορίζουν ως μια έκρηξη χρωμάτων και ευτυχίας εν μέσω πανδημίας.
Αν και τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Ματίς συμπληρώθηκαν το 2019 (1869-1954), η έκθεση έχει ως αφετηρία το γεγονός αυτό. Τι άλλο όμως μπορεί να ειπωθεί για έναν τόσο προβεβλημένο καλλιτέχνη; Η λύση που επινόησε η επιμελήτρια Aurélie Verdier ήταν να καλέσει το κοινό να «ξαναδιαβάσει» όχι μόνο το έργο του αλλά και τον ίδιο. Η έκθεση με τίτλο «Matisse, comme un roman» (σαν μυθιστόρημα) επικεντρώνεται όχι μόνο σε αυτά που γράφτηκαν για τον Ματίς, αλλά και σε δικά του κείμενα. Κύρια πηγή, εξ ου και ο τίτλος, αποτελεί το ομώνυμο μυθιστόρημα του Λουίς Αραγκόν που κυκλοφόρησε το 1971 και βασίζεται σε συνομιλίες που ο ποιητής είχε με τον ζωγράφο.
Η έκθεση χωρίζεται σε εννέα χρονολογικά «κεφάλαια». Κάθε ενότητα ανοίγει με ένα κριτικό απόσπασμα από κάποιον συγγραφέα που προσπάθησε να κατανοήσει το έργο του Ματίς. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται κριτικοί, ιστορικοί Τέχνης και δημοσιογράφοι όπως οι Georges Duthuit, Clement Greenberg, Charles Lewis Hind και Jean Clay. Όπως έγραψε ο Hind το 1911, «ο Ματίς μοιάζει να ζωγραφίζει σαν παιδί, αλλά αν περάσετε μια εβδομάδα ανάμεσα στους πίνακές του θα καταλάβετε ότι είναι η ίδια η ζωή έτσι».
Μια προθήκη είναι αφιερωμένη στα γραπτά του καλλιτέχνη και περιέχει πρωτότυπα έγγραφα από το Notes of a Painter (1908), ένα σύντομο αυτοβιογραφικό κείμενο που μας εισάγει στις ιδέες του Ματίς. Εκτίθενται επίσης βιβλία και περιοδικά που εικονογράφησε καθώς πλησίαζε τα 80. Περιλαμβάνονται επίσης εξώφυλλα που δημιουργήθηκαν για το παρισινό περιοδικό τέχνης Verve, καθώς και εικονογραφήσεις για τα Poésies του Stéphane Mallarmé το 1930. «Θα τολμούσα να τον αποκαλέσω γραφίστα», λέει η Verdier.
Η έκθεση περιλαμβάνει περισσότερα από 230 έργα, γεγονός που την καθιστά μια από τις μεγαλύτερες που έγιναν για τον Ματίς. Ένα από τα έργα είναι και το «Still Life with Aubergines» (1911), «η κορυφή της διακοσμητικής δύναμης του Ματίς», σύμφωνα με τη Verdier, καθώς επίσης και τα σχέδια για τα ζωηρά βιτρό παράθυρα που δημιούργησε για το Chapelle du Rosaire στο Vence.
Το διακοσμητικό στοιχείο στην τέχνη του Ματίς ήταν κι ένα από τα σημεία από τα οποία κατά καιρούς πιάνονταν οι επικριτές του μιλώντας για επιφανειακή τέχνη. Ο ίδιος όμως απαντούσε πως «το διακοσμητικό για ένα έργο τέχνης αποτελεί ουσιαστική ποιότητα… Το χαρακτηριστικό της σύγχρονης τέχνης είναι να συμμετέχει στη ζωή. Ένας πίνακας απλώνει τη χαρά με τα χρώματα και μας ηρεμεί. Τα χρώματα προφανώς δεν συναρμολογούνται τυχαία, αλλά με εκφραστικό τρόπο. Ένας πίνακας στον τοίχο πρέπει να είναι σαν ένα μπουκέτο λουλούδια σε ένα χώρο. Τα λουλούδια είναι μια έκφραση, τρυφερή ή παθιασμένη».
Κι ενώ μετέφερε στην τέχνη του όλη αυτή τη χαρά, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται ως «ο ζωγράφος της αιώνιας ελπίδας», η προσωπική του ζωή δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Το 1941 νόσησε με καρκίνο που είχε ως αποτέλεσμα να μείνει κλινήρης για καιρό και έπειτα, μέχρι το τέλος της ζωής του, να χρησιμοποιεί τροχοκάθισμα. Επίσης, η γυναίκα του και η κόρη του, οι οποίες συμμετείχαν στην Αντίσταση, συνελήφθησαν από την Γκεστάπο και η κόρη του βασανίστηκε άγρια. Όλα αυτά όμως δεν σκίασαν τους πίνακές του. «Τα άσχημα προτιμούσα να τα κρατάω για μένα. Μέσα από τους πίνακές μου ήθελα να ζωγραφίζω την ομορφιά του σύμπαντος», είχε πει. Για τον Ματίς η μόνη απάντηση στη φρίκη και τον τρόμο ήταν το φως. Αντίθεση σε αυτό είχε ο Πικασό, με τον οποίο διατηρούσαν έναν ανομολόγητο ανταγωνισμό. Η δήλωσή του πως «η ζωγραφική δεν γίνεται για τη διακόσμηση διαμερισμάτων, αλλά είναι ένα μέσο επίθεσης και άμυνας εναντίον του εχθρού» εικάζεται πως απευθύνεται στον Ματίς.
Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό του ήταν η εργασιομανία του. «Η εργασία -πίστευε- θεραπεύει τα πάντα». Ακόμα κι όταν ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι βρήκε τρόπο να δημιουργεί. Ξαπλωμένος, έκοβε φύλλα χρωματιστού χαρτιού τα οποία τοποθετούσαν οι βοηθοί του και κολλούσαν σύμφωνα με τις οδηγίες του. «Είναι απλοποίηση, εξήγησε. Αντί να σχεδιάζω το περίγραμμα και να βάζω το χρώμα μέσα, πάω κατευθείαν στο χρώμα». Αυτή η νέα διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα τα αριστουργήματα, όπως το Jazz (1947), La Tristesse du roi (1952) και The Snail (1953).
Αυτός δεν ήταν ο μοναδικός πειραματισμός. Πολυσχιδής, δοκίμασε διάφορες πρακτικές: ζωγράφος, γλύπτης, συντάκτης, χαράκτης, προσπάθησε να βρει έναν τρόπο γραφής για κάθε αντικείμενο. Η λογοτεχνική διάσταση του έργου του Ματίς πήρε μια νέα στροφή από τη δεκαετία του 1930 και μετά, όταν επικεντρώθηκε στην εικονογράφηση βιβλίων, με μερικά εμβληματικά όπως το Nymphe dans la forêt (1935 – 1943).
Και να σκεφτεί κανείς ότι από τύχη ή μάλλον από κάποιο ατύχημα έγινε καλλιτέχνης, αφού αρχικά σπούδασε νομικά. Ωστόσο, όταν έκανε κάποια εγχείρηση και έμεινε στο κρεβάτι, η μητέρα του τού χάρισε ένα σετ ζωγραφικής για να περνά την ώρα. Τότε ανακάλυψε «ένα είδος παραδείσου», όπως είπε ο ίδιος, και αποφάσισε ότι αυτό που επιθυμούσε να κάνει ήταν να γίνει ζωγράφος, κάτι που προκάλεσε την απογοήτευση του πατέρα του. Επέστρεψε λοιπόν στο Παρίσι για σπουδές στην Τέχνη και τα πράγματα πήραν την πορεία τους με αποτέλεσμα να αναδειχτεί ως ένας από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες όλων των εποχών. Όπως έγραψε ο Αραγκόν, «οι Γάλλοι είμαστε ευγνώμονες στον Ματίς για τη διατήρηση μιας λαμπρής εικόνας της Γαλλίας».
Ο Ανρί Ματίς έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών, το 1954, ύστερα από καρδιακή προσβολή, αφήνοντας πίσω του τεράστιο έργο. Για την πραγματοποίηση της παρούσας έκθεσης έχουν συνεργαστεί σημαντικά μουσεία της Γαλλίας δανείζοντας έργα που έχουν στην κατοχή τους.
Η έκθεση στο Κέντρο Πομπιντού θα διαρκέσει μέχρι τις 22 Φεβρουαρίου.
Φιλελεύθερα, 20.12.2020.