Πρόβαλε, τη δεκαετία του ’90, στον κόσμο της Τέχνης βγάζοντας -στην κυριολεξία- τα άπλυτα της στην φόρα. Τρεις δεκαετίες μετά, συνεχίζει να το κάνει. Με ένα τρόπο ωμό και συνάμα συγκλονιστικό. Η Tracey Emin κόντεψε να πεθάνει αλλά δηλώνει πως «θέλει να είναι εδώ».

 

Το καλοκαίρι που μας πέρασε η Τρέισι Έμιν διαγνώστηκε με καρκίνο. Μετά από μια χειρουργική επέμβαση που κράτησε έξι ώρες κατά την οποία της αφαιρέθηκε ένας μεγάλος όγκος από την κύστη καθώς και ζωτικά της όργανα, η Βρετανίδα (από Τουρκοκύπριο πατέρα) καλλιτέχνης δηλώνει παρούσα. “I want to be here” είναι ο τίτλος της πρώτης έκθεσης (διαδικτυακής) που ακολούθησε την περιπέτεια με την υγεία της, ενώ μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου έκθεση έργων της φιλοξενείται στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου. Παράλληλα, συμμετέχει στο Art Basel στο Miami, όπου παρουσιάζει την εγκατάσταση “Feeling Pregnant III”, αποτελούμενη από μια συστάδα από ξύλινες φιγούρες με εξογκώματα, έργο στο οποίο η καλλιτέχνης μιλά για το βίωμα της εγκυμοσύνης το οποίο η ίδια δεν έζησε μέχρι τέλους. 

 

Ορόσημο όμως στην πορεία της θεωρείται η έκθεση στην Ακαδημία, η οποία έχει τίτλο “The Loneliness of the Soul”. Σε αυτήν, η Τρέισι Έμιν επιλέγει έργα του Έντβαρτ Μουνκ στα οποία αντιπαραβάλλει δικούς της πίνακες, σε μία απόπειρα εξερεύνησης της ανθρώπινης ψυχής.

Ο Νορβηγός εξπρεσιονιστής, δημιουργός του διάσημου πίνακα «Η Κραυγή», ανέκαθεν ασκούσε επιρροή στην Έμιν: «Είμαι ερωτευμένη με αυτόν τον άντρα από τα 18 μου», λέει χαριτολογώντας. Κι ο έρωτας της δεν περιορίζεται μόνο στον τρόπο που ο καλλιτέχνης συνέλαβε και απεικόνισε την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και στον ίδιο τον άντρα. «Ο Mουνκ ήταν πολύ σέξι, θα μπορούσε να ήταν αστέρι του Χόλιγουντ», λέει η Έμιν. «Ήταν ο πρώτος που είχε αμερικανικό αυτοκίνητο στο Όσλο και ένας από τους πρώτους ανθρώπους που είχε τηλέφωνο. Ντυνόταν άψογα και η παλέτα χρωμάτων του – εκείνα τα λιλά, τα πράσινα και τα ροζ – τη δεκαετία του 1880 και 1890 αποτελούσαν πρωτοπορία». 

Η έκθεση “The Loneliness of the Soul” περιλαμβάνει 25 έργα της Έμιν, μερικά εκ των οποίων εκτίθενται για πρώτη φορά. Η ίδια τα χαρακτήρισε ως «μία εξερεύνηση της μοναξιάς». Διπλά τους εκτίθενται 19 ελαιογραφίες και υδατογραφίες του Μουνκ, οι οποίες επιλέγησαν από την ίδια και προέρχονται από το Μουσείο Μουνκ, στο Όσλο της Νορβηγίας. Οι χαμένες αγάπες, η μοναξιά και η έλλειψη παιδιού είναι μεταξύ των κοινών θεμάτων των δύο καλλιτεχνών. Από κριτικούς η εν λόγω έκθεση έχει χαρακτηριστεί ως μια ερωτική επιστολή της Έμιν προς ένα συγγενικό της πνεύμα, που γεννήθηκε 100 χρόνια πριν.

​Η Έμιν επικεντρώθηκε σε μια ομάδα έργων του Μουνκ που διερευνούν την περίπλοκη σχέση του με το γυναικείο φύλο. «Νόμιζα ότι ήταν γκέι, η αλήθεια όμως είναι πως αγαπούσε τις γυναίκες. Ζωγράφισε υπέροχα γυναικεία στήθη, αλλά συχνά έκρυβε τα γυμνά γυναικεία γεννητικά όργανα, ίσως γιατί δεν ήταν συνετό ή επειδή δεν μπορούσε να τα απεικονίσει καλά». Οι γυναίκες της ζωής του είναι συνδεδεμένες με τραγικά γεγονότα. Όταν ήταν μόλις πέντε ετών έχασε τη μητέρα του, ενώ λίγα χρόνια αργότερα έφυγε από τη ζωή και η αδελφή του. Στη συνέχεια μια σειρά καταδικασμένων ερωτικών σχέσεων συνέβαλαν στη σύνδεση του γυναικείου φύλου με δυσάρεστες αναμνήσεις. Τα έργα που εκτίθενται τονίζουν το έντονο ενδιαφέρον του για την απεικόνιση των γυναικείων συναισθημάτων.  

​Αυτή η αίσθηση προσωπικής αποκάλυψης και εξερεύνησης του σώματος ως πεδίο μάχης είναι αναγνωρίσιμη και σε έργα της Έμιν. Όπως ο Μουνκ, έτσι και η Έμιν δεν φοβάται να εξετάσει τον αντίκτυπο αληθινών γεγονότων στη ζωή της μέσω της δουλειάς της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σειρά φωτογραφιών που έβγαζε για τέσσερα χρόνια όταν περνούσε την εμμηνόπαυση. «Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, έτσι άρχισα να φωτογραφίζω το δωμάτιό μου κι έπειτα εμένα. Με αυτόν τον τρόπο δεν ήμουν πλέον θύμα, έκανα κάτι, αξιοποιούσα την αυπνία μου». Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που εξέθεσε τον εαυτό και τα συναισθήματα της. Από τα πιο γνωστά της έργα, εκτός από το πολύ γνωστό πια “My bed”, ήταν το “Everyone I Have Ever Slept With”, ένα αντίσκηνο στο οποίο ανέφερε 102 ανθρώπους με τους οποίους είχε κοιμηθεί. Έργο το οποίο κάηκε σε πυρκαγιά της αποθήκης όπου βρισκόταν, έχοντας αγοραστεί από τον Σαάτσι. Εκτός όμως από την εικαστική της δουλειά, το 2005 εξέδωσε ένα βιβλίο με αναμνήσεις από τη ζωή της. Πλείστες από αυτές οδυνηρές. Ωστόσο δεν παραπονιέται. Το αντίθετο. Αισθάνεται τυχερή. «Είμαι πιο τυχερή από κάποιον που πέθανε από Covid. Ακόμα και όταν νόμιζα ότι έχω έξι μήνες μόνο ζωής, ήμουν πιο τυχερή από αυτούς. Δεν θα πέθαινα μόνη και θα είχα έξι μήνες να προγραμματίσω τις τελευταίες μέρες μου». Σε ηλικία 23 ετών, θυμάται να πέφτει από μια βάρκα, νύχτα, σε σκοτεινά νερά. «Ήταν ένα ωραίο συναίσθημα. Είναι σαν να κοιμάσαι χωρίς να νιώθεις τίποτα». Λίγα λεπτά αργότερα, βρισκόταν στην παραλία με τους πνεύμονες γεμάτους νερό. «Με τον καρκίνο δεν ήταν το ίδιο. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου ένοιωθα καταραμένη. Όταν όμως μου έβγαλαν την ουροδόχο κύστη, σκέφτηκα: “αυτό το παλιό πράγμα που μου προκάλεσε τόσα προβλήματα σε όλη μου τη ζωή έχει φύγει και μαζί του έφυγε κι η κατάρα. Είναι στον αποτεφρωτήρα. Από δω και πέρα θα βρω αγάπη! Θα κάνω πολλές εκθέσεις. Θα απολαύσω τη ζωή μου! Θα…!”. Όχι όμως, απλά θέλω να ζήσω. Θέλω να είμαι εδώ. ‘I want to be here’». 

Ταυτόχρονα, εκτός από τον καρκίνο κι η πανδημία της δίδαξε πολλά. Ήταν ένας χρόνος ανασύνταξης και προσωπικού διαλογισμού. Πλέον πιστεύει πως ο κόσμος πρέπει να μάθει από την καραντίνα ότι δεν χρειάζεται να είναι τόσο απασχολημένος και ανήσυχος και πως οι καλλιτέχνες πρέπει να έχουν χρόνο για να δημιουργήσουν και να μετακινούνται λιγότερο. 

Η έκθεση “The Loneliness of the Soul” θα ταξιδέψει το καλοκαίρι και στο Όσλο, συμπεριλαμβάνοντας και το περίφημο έργο της Έμιν “My Bed” (1998), το οποίο πουλήθηκε το 2015 για τρία και κάτι εκατομμύρια με τη δέσμευση όπως ο Γερμανός επιχειρηματίας και συλλέκτης, Count Christian Duerckheim, δανείζει το έργο για κάποια χρόνια. Παράλληλα, έξω από το Μουσείο Munch, στο λιμάνι του Όσλο, θα στηθεί το γιγαντιαίο γλυπτό της Έμιν “The Mother” που απεικονίζει τη μαμά της Παμ, η οποία πέθανε το 2016. «Ο Μουντ δεν είχε ποτέ μητέρα», λέει η καλλιτέχνης, «οπότε του χαρίζω μια».

Φιλελεύθερα, 7.2.2021.