Η Βρετανίδα pop artist της δεκαετίας του 1960 είναι η «κρυφή» πρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημα «Φθινόπωρο» της Σκωτσέζας συγγραφέως.
Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο οι συγγραφείς να χρησιμοποιούν την Τέχνη σαν στοιχείο της μυθοπλασίας τους, ακόμα και σε πρωταγωνιστικό ρόλο – άλλωστε και το γράψιμο Τέχνη δεν είναι; Πολλές φορές μάλιστα οι καλλιτέχνες είναι υπαρκτοί, όπως π.χ. στο βιβλίο του Ενρίκε Βίλα Μάτας για την Documenta 13 («Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική»). Στο βιβλίο «Φθινόπωρο» της Σκωτσέζας Άλι Σμιθ (Ali Smith), η πρωταγωνίστρια, η οποία σπουδάζει Ιστορία της Τέχνης, βρίσκει σ’ ένα βιβλιοπωλείο ένα παλιό λεύκωμα με πίνακες της Πολίν Μπότι (Pauline Boty, 1938-1966), ποπ-αρτ ζωγράφου της δεκαετίας του ’60, στους οποίους αναγνωρίζει εικόνες που της περιέγραφε όταν ήταν μικρή ο ηλικιωμένος γείτονάς της. Αποφασίζει να κάνει τη διπλωματική της εργασία, ψάχνοντας περισσότερα στοιχεία γι’ αυτήν, παρά την αντίθετη γνώμη του επιβλέποντα καθηγητή της.
Η Μπότι έχει μια τραγική ιστορία: Ήταν έγκυος όταν διαγνώστηκε με καρκίνο –έτσι το έμαθε– και αρνήθηκε να κάνει ραδιοθεραπεία επειδή συνεπαγόταν έκτρωση. Γέννησε και πέθανε τον άλλο χρόνο, μόλις στα 28 της χρόνια. Οι περιγραφές των έργων στο βιβλίο μού τράβηξαν την προσοχή και έψαξα να βρω περισσότερα για τη ζωή και το έργο της. Ήταν η εποχή που μόλις άρχιζε να αναπτύσσεται η ποπ, με τον Γουόρχολ, τον Λιχτενστάιν κ.ά. στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, σαν ένα ρεύμα αμφισβήτησης του συμβολισμού και του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Λόγω του σεξιστικού χαρακτήρα πολλών έργων, οι φεμινίστριες της εποχής ήσαν σφόδρα εναντίον, επειδή δεν μπορούσαν να διανοηθούν το σεξ σε άλλο ρόλο εκτός από αυτόν που υποβιβάζει τη γυναίκα, με αποτέλεσμα να αγνοούνται ή να λοιδωρούνται καλλιτέχνιδες όπως η Πολίν Μπότι. Πολύ αργότερα, μετά από χρόνια, οι θεωρητικοί της τέχνης απαλλάχθηκαν από τις παλιές φεμινιστικές αγκυλώσεις, αναγνωρίζοντας και τον επαναστατικό ρόλο αλλά και την καλλιτεχνική της αξία της δουλειάς της Μπότι.
Στους πολύχρωμους πίνακές της συνδύαζε τα πάντα: Από τη Μέριλιν Μονρό και τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό, συγκροτήματα και τραγουδιστές της εποχής, προσωπικότητες της εποχής και πολιτικά πρόσωπα, με μια έντονα κριτική, ενίοτε χλευαστική διάθεση. Χαρακτηριστικός είναι ο πίνακάς της με την Κρίστιν Κίλερ (Christine Keeler) στην πολύ γνωστή φωτογραφία της, γυμνή και καθισμένη ανάποδα σε μια καρέκλα. Η Άλι Σμιθ μιλά πολύ στο βιβλίο της για την Κίλερ, το 19χρονο τότε μοντέλο στο περιβόητο σκάνδαλο Προφιούμο του 1963 στη Μεγάλη Βρετανία που έριξε την κυβέρνηση ΜακΜίλαν, και που τα είχε όλα: Σεξ, υψηλή κοινωνία και κατασκοπεία. Η Μπότι (και η Σμιθ) υπερασπίζονται την Κίλερ, η οποία χρησιμοποιήθηκε από τον εκκεντρικό καλλιτέχνη της καλής κοινωνίας Στίβεν Γουόρντ, υποχείριο του στρατιωτικού ακολούθου –KGB με άλλα λόγια– στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης Γεβγένι Ιβανόφ, η οποίοι έριξαν το νεαρό μοντέλο στην αγκαλιά του Tζον Προφιούμο, υπουργού Πολέμου στην κυβέρνηση, για να του αποσπάσει μυστικά. Ο πίνακας αυτός, όπως και οι περισσότεροι της Μπότι, αγνοείται σήμερα. Υπάρχει και ένα κολάζ της του 1961, (συλλογή Derek Boshier, Los Angeles): Ένα από τα στοιχεία του είναι η πρώτη σελίδα της εφημερίδας Εθνική, με το πορτρέτο του Γρίβα και τους τίτλους ΚΑΛΗΝ ΑΝΤΑΜΩΣΙΝ, ΑΡΧΗΓΕ και ΑΦΗΝΩ ΓΕΙΑ Σ’ ΟΛΟΥΣ (προφανώς από την αναχώρησή του για την Ελλάδα, μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας).
Η Πολίν Μπότι φωτογραφιζόταν συχνά με τους πίνακές της σε πόζα και με τα ρούχα των προσώπων που απεικόνιζαν. Κάποτε μάλιστα –όπως στη φωτογραφία της με τον πίνακα της σχεδιάστριας Cella Birtwell– έβγαλε το παντελόνι της, για να τραβήξει την προσοχή και «να μην την κόψουν», όπως είπε. Αξιοσημείωτο είναι ότι την φωτογράφισε, γυμνή κάποτε, ο φωτογράφος της Κίλερ Lewis Morley, αλλά και ο πολύς David Balley.
Ρώτησα τον καλλιτέχνη φίλο μου Χαράλαμπο Σεργίου –μια κινητή εγκυκλοπαίδεια Τέχνης– να μου πει τι γνωρίζει για την Μπότι. Και εκείνος θυμήθηκε όχι μόνο τη δουλειά της και ποια ήταν, αλλά και ότι του είχε μιλήσει γι’ αυτήν ο Γκλυν Χιουζ, ο οποίος ξεκινούσε εκείνη την εποχή και θαύμαζε τη νεαρή ζωγράφο. Το αποκορύφωμα είναι πως ο Γκλυν του είχε διηγηθεί πως είχε βρεθεί στο γύρισμα μιας σκηνής από την ταινία Alfie του 1966 με τον Μάικλ Κέιν, την οποία μάλιστα περιγράφει η Άλι Σμιθ στο βιβλίο της: Ο γυναικάς Άλφι – Μάικλ Κέιν ανοίγει την πόρτα ενός καθαριστηρίου και μπαίνει, γυρίζει την πινακίδα Open από την άλλη –Closed–, αγκαλιάζει την ξανθιά κοπέλα που τον υποδέχεται και χάνονται πίσω από τις κρεμάστρες με τα ρούχα. Δεν είναι άλλη από την Πολίν Μπότι, αλλά δεν αναφέρεται στους συντελεστές της ταινίας. Ο Γκλυν Χιουζ διηγήθηκε στον Χαράλαμπο πως του έδωσε, μάλιστα, και μια αφιέρωση. Πρέπει να ήταν ήδη έγκυος τότε, και πέθανε τη χρονιά που προβλήθηκε η ταινία…
Δεν θέλω να πω πολλά για το μυθιστόρημα, για να μη χαλάσω την απόλαυση του αναγνώστη που θα το διαβάσει στο μέλλον. Μπορώ απλώς να πω πως πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, το πρώτο μιας άτυπης τετραλογίας με ανεξάρτητη υπόθεση (κουαρτέτο των εποχών την αποκαλεί η ίδια), αληθινά μοντέρνο, στο οποίο ο χρόνος –ένα ακόμα στοιχείο που ενδιαφέρει τη Σμιθ εκτός από την Τέχνη– πάει μπρος-πίσω, η διήγηση ξεφεύγει σε μεγάλες, φαινομενικά άναρχες παρεκβάσεις ή παράλληλες ιστορίες, όπως αυτές της Μπότι ή της Κίλερ, ενώ μιλά παρεμπιπτόντως και συνεκδοχικά για το Brexit, την πολιτική, τους μετανάστες, τη φτώχεια, τη γραφειοκρατία. Μην το χάσετε, και δεν θα χάσετε…
chrarv@phileleftheros.com
Φιλελεύθερα, 9.8.2020.