Στις 4 Αυγούστου το απόγευμα η 98χρονη Υβόν, λαίδη Σούρσοκ-Κόκρεϊν, καθόταν στον καναπέ μπροστά στο μικρό τραπεζάκι του καφέ, στο ισόγειο του μεγάρου Σούρσοκ. Είχε σηκωθεί από την σιέστα της και πιει τον καφέ της και κοίταζε απορημένη, πέραν από τον κήπο της, την τεράστια φωτιά που έκαιγε κάτω στο λιμάνι – το λιμάνι που είχε τόσο καίρια συμβάλει στην δημιουργία της οικονομικής αυτοκρατορίας των Σούρσοκ. Η Υβόν ήταν, δίχως αμφιβολία, η πιο λαμπερή εκπρόσωπος του επιφανέστερου οίκου της Βηρυτού, μιας δυναστείας μεγαλεμπόρων και μαικήνων.

Φαντάζομαι την γηραιά Υβόν να κάθεται στον καναπέ με το πράσινο βελούδο, κοιτάζοντας απορημένη προς τα σύννεφα καπνού. Στην θέση αυτή με υποδεχόταν πάντοτε, καθισμένη κάτω από έναν πίνακα του Σολομώντα με την Βασίλισσα του Σαββά, έργο του Μπερνάρντο Καβαλλίνο του 17ου αιώνα. Καθόμουν απέναντί της, σε μια εντυπωσιακή αλλά μαρτυρικά άβολη πολυθρόνα που η μητέρα της είχε φέρει από το ανάκτορο της οικογένειάς της στην Νάπολη. «Ω, βλέπω η Μητέρα σας δέχθηκε σε ακρόαση στον καναπέ του θρόνου» την πείραζε ο Ρόντερικ. Ο μικρότερος γιος της, ήδη στην έκτη δεκαετία της ζωής του, ζούσε στο τρίτο πάτωμα του μεγάρου με την οικογένειά του.

Έπρεπε να σκύβω για να με ακούει η Υβόν. Ο μπάτλερ μάς σέρβιρε δυνατό καφέ φίλτρου σε λευκά φλιτζανάκια. Η Υβόν σήκωνε το δικό της με τα τρεμάμενα δάχτυλά της αλλά κατάπινε με μεγάλες, αποφασιστικές γουλιές. Με εκείνα τα δυσκίνητα δάχτυλα κρατούσε και το χέρι μου όλο χαρά, όταν της μιλούσα ιταλικά. «Να ΄στε καλά που έρχεστε να δείτε το απολίθωμα», έλεγε όλο νάζι, «και να μου μιλήσετε στην γλώσσα της μητέρας μου». Κι εκείνη, εντυπωσιακά όμορφη, χανόταν στις αναμνήσεις της. Μου μιλούσε για την παλιά Βηρυτό, για τα χρόνια του πολέμου, για την μητέρα της, για τον Λίβανο. Ο χρόνος τής είχε στερήσει την δύναμη, τα μάτια της όμως έλαμπαν και το εκρηκτικό της ταμπεραμέντο –αλλά και ο αυταρχικός της χαρακτήρας– δεν είχαν ατονήσει στο ελάχιστο.

Στην γωνιά της, στον καναπέ με το πράσινο βελούδο, την βρήκε το ωστικό κύμα της τερατώδους έκρηξης, που έκανε το ανάκτορο –όπως και όλη την Ανατολική Βηρυτό– γυαλιά καρφιά. Το palais Sursock, σε μια κλιτύ του λόφου της Ασραφίγιε, δεν απέχει, σε ευθεία γραμμή, ούτε πεντακόσια μέτρα από το λιμάνι και τις αποθήκες όπου ήταν αποθηκευμένοι οι τόνοι των εκρηκτικών. Το ωστικό κύμα άνοιξε πόρτες και παράθυρα, κάνοντας θρύψαλα τα τζάμια τους. Εκσφενδόνισε τα έπιπλα σε κάθε κατεύθυνση, έσκισε πολύτιμους ζωγραφικούς πίνακες και θρυμμάτισε τα περίτεχνα γύψινα αραβουργήματα στις οροφές, που έπεσαν καταγής.

Όταν είδα φωτογραφίες του γνωστού μου βελούδινου καναπέ θαμμένου κάτω από συντρίμμια, πάγωσα. «Το κύμα την πέταξε κάτω, σέρνοντάς την για μέτρα. Τραυματίσθηκε από αντικείμενα που έπεσαν πάνω της και η σκόνη που σήκωσαν τα γύψινα θραύσματα την έπνιξε. Νοσηλεύεται και είναι δυνατή.

Την ξέρεις την Υβόν!» μου είπε η νύφη της Χάλα, σύζυγος του μεγαλύτερου γιου της, λόρδου Μαρκ Σούρσοκ-Κόκρεϊν. Στα 98 της χρόνια, η Υβόν πάλεψε επί σχεδόν ένα μήνα να μείνει στην ζωή. «Ευτυχώς έφυγε χωρίς να δει την καταστροφή του σπιτιού» λέει ο Ρόντερικ. «Πριν καν αναφερθεί κανείς στις ζημιές, έλεγε από μόνη της: θα τα ξαναφτιάξουμε όλα». Έχοντας επιζήσει ενός δεκαπεντάχρονου εμφυλίου, η Υβόν είχε γίνει ειδήμων, όπως έλεγε η ίδια, στο να μαζεύει τα κομμάτια και να ξανακτίζει.

Στις 31 Αυγούστου έγινε το πιο διάσημο θύμα της έκρηξης. Η είδηση του θανάτου της βύθισε στο πένθος τον κόσμο της τέχνης και τους ακτιβιστές για την διάσωση των ιστορικών κτιρίων της Βηρυτού. Ήταν γνωστή για την κοφτερή της γλώσσα, το πείσμα της και το θάρρος της να τα βάζει με τους πάντες – ιδιότητες πολύτιμες και δυσεύρετες σε μια χώρα που την κυβερνούν αδίστακτες πολιτικές και οικονομικές συμμορίες. Έλεγε την γνώμη της για τα πάντα, αψηφώντας τις συνέπειες. Έξω φρενών με την ανοικοδόμηση-τερατοποίηση της Βηρυτού από τον πρώην πρωθυπουργό Ραφίκ ΧαρίριΡαφίκ Χαρίρι, τον είχε χαρακτηρίσει άξεστο, κακόγουστο και «καθυστερημένο έφηβο». Ήταν η εμπροσθοφυλακή της αντίδρασης στα σχέδιά του.

Ο θάνατος της μεγάλης κυρίας της Βηρυτού συνέπεσε με την παραμονή της εκατονταετηρίδας του Λιβάνου, που ιδρύθηκε υπό γαλλική εντολή την 1η Σεπτεμβρίου 1920. Τον Λίβανο η λαίδη Σούρσοκ τον υπηρέτησε επάξια. Καθιέρωσε την Βηρυτό στο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα πριν τον εμφύλιο, ενώ συνέβαλε τα μάλα ώστε η πόλη να ανακτήσει, μετεμφυλιακά, την θέση της στην διεθνή αγορά σύγχρονης τέχνης. Ο θάνατός της είναι «τέλος εποχής» για την πόλη, της οποίας αποτέλεσε για πάνω από μισό αιώνα την πιο θαρραλέα φωνή.

Οι Σούρσοκ, ένα λιβανέζικο αντίστοιχο των Μπενάκη

Το τηλέφωνο της Υβόν μου το είχε δώσει ο Νάζι Ράζι, ακτιβιστής για την διάσωση των ιστορικών κτιρίων της Βηρυτού. Ο Νάζι την θεωρούσε μέντορά του και την θαύμαζε απεριόριστα. Προς μεγάλη μου κατάπληξη, η Υβόν απήντησε η ίδια – επέμενε να απαντά εκείνη αντί του προσωπικού στο σταθερό και το κινητό της τηλέφωνο. Της ζήτησα να την συναντήσω, ώστε να μιλήσουμε για τον αγώνα διάσωσης των ιστορικών κτιρίων που η ίδια ξεκίνησε και τώρα συνέχιζαν οι νεαροί ακτιβιστές, διάδοχοί της. «Περάστε αύριο να φάμε μεσημεριανό, πολύ θα χαρώ να σας γνωρίσω» μου είπε.

Η Υβόν δεν καλούσε πια σε βραδινό. Το 2016 που την συνάντησα ήταν ήδη πατημένα 94 και δεν έκανε να τρώει το βράδυ. Μεγαλύτερο ακόμη εμπόδιο, μου είπε ο γιος της Μαρκ, ήταν πως δεν είχε το κουράγιο να ντύνεται επίσημα. «Στην γενιά της και στο περιβάλλον της δεν μπορούσες να καθίσεις στο δείπνο χωρίς βραδινό ένδυμα – που σημαίνει μακρύ φόρεμα και παπούτσια με τακούνι. Η Μητέρα δεν έχει πια δύναμη να ντύνεται επίσημα και έτσι δέχεται μόνο για μεσημεριανό».

Το μέγαρο Σούρσοκ βρίσκεται στον λόφο της Ασραφίγιε, που ορθώνεται πίσω από το λιμάνι και αποτελεί την καρδιά της Ανατολικής Βηρυτού, του χριστιανικού τομέα της πόλης. Ο λόφος οικίσθηκε το β’ μισό του 19ου αιώνα, όταν πλούσιες οικογένειες Ελληνορθόδοξων εμπόρων εγκατέλειψαν τον συνωστισμό της παλιάς πόλης για τις ευάερες πλαγιές με την θέα στην θάλασσα και τις χιονισμένες κορυφές του Όρους Λιβάνου. Η Βηρυτός ήταν τότε ακόμη μια μικρή, γραφική πόλη, σε ένα ειδυλλιακό τοπίο βουνού και θάλασσας, που την κατοικούσαν Ελληνορθόδοξοι χριστιανοί και Σουνίτες μουσουλμάνοι. Οι δύο κοινότητες μετρούν αιώνες συγκατοίκησης στα λιμάνια του σημερινού Λιβάνου, Βηρυτό, Τρίπολη και Σιδώνα. Οι εθνότητες του βουνού (Μαρωνίτες και Δρούζοι) και οι Σιΐτες αποτελούν πολύ πρόσφατες αφίξεις στις παράλιες αυτές πόλεις.

 

Γνώριζα ήδη για τις «επτά οικογένειες» των Ελληνορθοδόξων που είναι γνωστές ως «η αριστοκρατία της Βηρυτού». Οι δυναστείες Σούρσοκ, Μπούστρος, Τουέινι, Τραντ, Φερνένι, Νταγέρ και Φαγιάντ ήταν όλες οικογένειες μεγαλεμπόρων, που παντρεύονταν μεταξύ τους και δημιούργησαν μία κλειστή τάξη στην κορυφή της χριστιανικής κοινωνίας της Βηρυτού. Η λέξη ασράφ, εξάλλου, από όπου και το όνομα της συνοικίας Ασραφίγιε, δηλώνει στα αραβικά τον ευγενή.

Διαβάστε ολόκληρο το ρεπορτάζ στο insidestory.gr