Είναι το πρόσωπο μιας αλαφιασμένης εποχής – αυτός που αντικατοπτρίζει ό,τι βιώνουμε σήμερα: Χαμηλά ένστικτα, επιφάνεια, ουρλιαχτά, ερεθισμός, υποκρισία και καφρίλα. Ο πιο πολυσυζητημένος σήμερα παρουσιαστής της ελληνικής τηλεόρασης δεν είναι άνθρωπος – είναι «ρόλος». Κι ο αντικατοπτρισμός μιας γενιάς που καταρρέει.

Ακόμα και οι εχθροί του παραδέχονται πως είναι ένα τηλεοπτικό «πολυεργαλείο», πως είναι ο άνθρωπος που μπορεί να κάνει τα πάντα στην τηλεόραση – μέχρι σήμερα, άλλωστε, στην 35χρονη δημοσιογραφική του πορεία, ο πτυχιούχος πολιτικός μηχανικός του Μετσόβιου Πολυτεχνείου έχει παρουσιάσει κοινωνικές και ενημερωτικές εκπομπές, δελτίο ειδήσεων, τηλεπαιχνίδια, ψυχαγωγικά show, πρωινές εκπομπές.

Τα περισσότερα, με επιτυχία (εξαίρεση, η μονοετής «τραυματική» παραμονή του στον Σκάι και η φετινή του εκπομπή που «τρώει τη σκόνη» της εγκυμονούσας Κατερίνας Καινούργιου – λογικό, άγραφος τηλεοπτικός κανόνας, απ’ τα χρόνια της «βασίλισσας» Ελένης). Ξέρει -ήδη από τα ένδοξα χρόνια του Star- να κινηθεί με άνεση μέσα στο πλατό, διαθέτει το ένστικτο του σωστού timing (ακόμη και στις «συγνώμες» του), γνωρίζει πολύ καλά ελληνικά, είναι ετοιμόλογος, πάντα «διαβασμένος» και η παλαιότερη «θητεία» του στην ενημέρωση του επιτρέπει πια να έχει ισχυρή γνώμη για πρόσωπα ή θέματα που δεν «κολυμπάνε» μόνο στην «ελαφρά» μικρολιμνούλα του entertainement.

Το ότι καταθέτει με ευγλωττία αυτή του τη γνώμη (πάντα θαρραλέα και ενίοτε ανενδοίαστα) είναι ένα ακόμα τηλεοπτικό του asset – αναμφίβολα, είναι ένας από τους λίγους παρουσιαστές που, σε γενικές γραμμές, σιχαίνεται τα μισόλογα, τις κολακείες και τα δημοσιοσχετίστικα «στρογγυλέματα». Παρ’ όλα αυτά, είναι κατά βάση «λαϊκός» – αν θεωρήσουμε ότι αυτό σημαίνει πως αισθάνεται, σχεδόν ενστικτωδώς, τι περιμένει να ακούσει το κοινό (του). Επιπλέον, οι -«αμερικάνικου τύπου»- συνεντεύξεις του, όπως η τελευταία με τον Νίκο Οικονόμοπουλο ο οποίος αφέθηκε να κάνει μία δημόσια ομολογία πίστεως η οποία σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, είναι σχεδόν υποδειγματικές.

Γιατί είναι φυσικός, άμεσος, και ευθύς. Γιατί οι ερωτήσεις του έχουν ουσία, «χυμούς», είναι τολμηρές, φτάνουν ως το «κόκκαλο», ως το «τέρμα» χωρίς «αχρείαστες ευγένειες». Γιατί είναι ο παρουσιαστής που μπορεί να ρωτήσει το πιο ακραίο πράγμα (το οποίο, όμως, με έναν τρόπο περίεργο, είναι αυτό ακριβώς που σκέφτεται και ο τηλεθεατής, αλλά δεν τολμά να αρθρώσει) και το κάνει να ακουστεί φυσικό. Και λογικό. Αλλά αυτά είναι η μία μόνο του πλευρά – η, ας πούμε, «χαριτωμένη». Γιατί υπάρχει και η «σκληρή».

Μισώντας τον

Είναι υπέρμετρα φιλόδοξος – δεν κάνει καν προσπάθεια να το κρύψει. Είναι ο άνθρωπος που μετέφερε -ή, μάλλον, «έκοψε την κορδέλα»- μιας στήλης σκληρού gossip στην πρωινή ζώνη της TV, γνωρίζοντας καλά -διότι είναι ευφυής- πως, στην τηλεόραση, ό,τι «γαργαλά» τα χαμηλότερα, τα ταπεινά, τα πιο ηδονοβλεπτικά ένστικτα του κοινού είναι καταδικασμένο και να επιτύχει.

Ακολουθεί, δε, αυτή τη «συνταγή» από την περίοδο που η Τζένη Χειλουδάκη έδειχνε το στήθος της on air σε πανελλήνια live μετάδοση με πίστη, αμετροέπεια, και χωρίς ίχνος (δημόσιου, έστω) χιούμορ, προεδρεύοντας ενός πρόχειρου τηλεδικαστηρίου -συνεπικουρούντος του εκάστοτε πάνελ του και ιδιαίτερα των «πρωτοστατών» του που κάθε χρόνο επιλέγει, όπως ήταν κάποτε η Σάσα Σταμάτη ή μέχρι πέρσι η Άρια Καλύβα- που εκθέτει, κρίνει, απορρίπτει, και «καταδικάζει» τα πάντα: Σχέσεις, ανθρώπους, προθέσεις, κιλά, ηλικίες, ερωτικό προσανατολισμό, λογαριασμούς τραπεζών και εκτιμήσεις ακινήτων.

Στο όνομα, άλλωστε, μιας προσχηματικής τηλεοπτικής «ειλικρίνειας» (η οποία ενίοτε εκφράζεται και φωναχτά, με επιτηδευμένη δυσαρέσκεια προς τους συνεργάτες του – «πείτε τα όλα ρε, μη λέτε ψέματα στον κόσμο!»), τσαλαπατά πάνω στα πιο προσωπικά θέματα χωρίς ντροπή (ή με προσχηματική, έστω, αισχύνη, αφού ήταν «φίλη» του και η Βανδή που μπήκε σε περιπολικό, αλλά «φίλη» του ήταν και η Ματσούκα που πιάστηκε θετική σε άλκοτεστ, ξεφυσώντας αρκετές φορές στον «αέρα» προτού τις εκθέσει εν είδει «καθήκοντος στην ενημέρωση του κοινού»), σέρνοντάς τα με τη βία σε δημόσια θέα, κρεμώντας τα «στα μανταλάκια», διαπομπεύοντάς τα και σηκώνοντας το δάχτυλο του άτεγκτου.

Είναι -από θέση- συγκρουσιακός, παρότι εκ των υστέρων παραπονιέται πως έχει καταντήσει ο «συνήθης» σάκος του μποξ» της μικροκοινωνίας της τηλεόρασης, αλλά και του κόσμου που μας περιβάλλει γενικότερα, αφού «δεν έμαθε να μασάει τα λόγια του». Και το χειρότερο: Αν και βουτάει, καθημερινά, ως τα μπούνια, στον τηλεοπτικό «βούρκο», επιμένει να θέλει να βγαίνει στεγνός, και να παρουσιάζεται ως ο δημοσιογράφος που κάνει το καθήκον του με το όποιο τίμημα, με την όποια κακή κριτική – η οποία μπορεί κατά βάθος και να τον ηδονίζει.

Μην πυροβολείτε τον «ρόλο»

Όσοι τον ξέρουν καλά -το «μαρτυρούν», άλλωστε, και όλοι οι πρώην συνεργάτες του- ισχυρίζονται πως ο τηλεοπτικός Λιάγκας δεν έχει καμία σχέση με τον πραγματικό, τον έξω από τα τηλεοπτικά «φώτα» – είναι ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος μπαμπάς, ένας άνθρωπος που φέρει πολλαπλά τραύματα από την παιδική του ηλικία, ένας αγωνιστής της ζωής, ιδιαίτερα σεμνός και ντροπαλός στον ιδιωτικό του βίο και πως ό,τι κι αν κάνει δημόσια είναι απλά ο τρόπος επιβίωσης ενός ιδιαίτερα ευφυούς και βιβλιομανούς ανθρώπου που ξέρει πολύ καλά την κοινωνική ασυνέχεια του μαζικού κοινού εισχωρώντας έτσι έντεχνα στις μεγάλες «τρύπες» του και αντικατοπτρίζοντας τις έντονες μετατοπίσεις του μέσα στα χρόνια.

Ο «πρωταγωνιστής» πίσω από τη μικρή οθόνη που βρίσκεται σε διαρκή «διαπραγμάτευση» μεταξύ εκείνου και του κόσμου (του) για ζητήματα «πολιτικής ορθότητας», προσωπικών ορίων, ρόλων φύλου, ηθικών κανόνων, μοιάζει να επιζητά τα «τηλεοπτικά ξεσπάσματα» ως μέρος της συλλογικής εκτόνωσης αλλά και ως μέτρο υψηλής τηλεθέασης (άρα και εσόδων, προσωπικών αλλά και του εργοδότη του). Κι έτσι, μελετημένα και σοβαρά, μετατρέπεται στον προβολέα των κοινωνικών αντιφάσεων ως «καθρέφτης» τους, παρά ως δημιουργός τους – ακόμη κι αν χαρακτηρίζεται «αμφιλεγόμενος», «επιπλέει» -όχι πάντα με επιτυχία- ανάμεσα στη σύγκρουση παλιών και νέων κοινωνικών ευαισθησιών και στην εμπορευματοποίηση του προσωπικού και του καθημερινού ως τηλεοπτικού προϊόντος, καθιστώντας τον, συνειδητοποιημένα, παράγοντα διαμόρφωσης της ελληνικής δημόσιας σφαίρας.

Μικρή λεπτομέρεια: Υπήρξε στην αφετηρία του πουλέν του σκηνοθέτη Κώστα Καραγιάννη, οπότε μάθαινε εν τη γενέσει του κανόνες δημοσιότητας και χειρισμού του κοινού, κόλπα διαχείρισης της κάμερας, τηλεοπτικά τερτίπια και -κυρίως- πώς να δημιουργείται ένα επιτυχημένο «παραμύθι» που να μοιάζει με πραγματικότητα προκειμένου να κοπούν όσο γίνεται πιο πολλά εισιτήρια στο «ταμείο». Κι όπως τότε που φοιτούσε στο Πολυτεχνείο, έτσι και στην πρώτη του μαθητεία στη δουλειά, υπήρξε άριστος μαθητής.

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 7.12.2025