Κωνσταντία Σωτηρίου Brandy Sour, εκδόσεις Πατάκη, 2022
Ένα αυτοσχέδιο οινοπνευματώδες ποτό στο χρώμα του παγωμένου τσαγιού παρασκευάζεται στο ξενοδοχείο Forest Park των Πλατρών για τον βασιλιά Φαρούκ τη δεκαετία του ’40. Αν όμως το κυπριακής επινόησης brandy sour «είναι αντάξιο βασιλιάδων που θέλουν να ξεγελάσουν τον κόσμο», ο μπάρμαν εμπνευστής του θα κρατήσει μυστική τη συνταγή. Εκτός από το εκεί πρωινό κελάηδημα των αηδονιών, το τσάι λεβάντας αρέσει στον Εβραίο αρχιτέκτονα, που επιβλέπει το κτίσιμο του ίδιου ξενοδοχείου, αλλά και σχεδιάζει το άλλο ιστορικό ξενοδοχείο στην πρωτεύουσα, του οποίου οι οξυκόρυφες αψίδες της πρόσοψης παραπέμπουν στα γοτθικά τόξα του Μπελλαπάις και τα παράθυρά του σε άνθη λεβάντας. Εξέχουσα θέση ανάμεσα στις διασημότητες των ενοίκων του θα κατέχει ο πρώτος αστροναύτης Γιούρι Γκαγκάριν, που θα λατρεύει τη «θεϊκή» κουμανταρία με πολλά παγάκια.
Αν σ’ αυτό το «Παλάτι» η μικρή δεσποινίς ονειρεύεται, όταν μεγαλώσει, να πίνει σαν πριγκίπισσα σαμπάνια αντί της παραδοσιακής αφρόζας, οι Άγγλοι και η καλή κοινωνία του νησιού ζουν τις κοσμικές εκδηλώσεις του, πίνοντας κονιάκ V.S.O.P. Αντιθέτως, ο αντάρτης απολαμβάνει το μπράντι της ΚΕΟ, που δουλεύοντας εκεί ως γκαρσόνι στα χρόνια του Απελευθερωτικού μας Αγώνα, τοποθετεί βόμβα στην αίθουσα χορού, συλλαμβάνεται και οδηγείται με άλλους τέσσερεις στα αγγλικά κρατητήρια. Είναι η εποχή που ο Σεφέρης, στην πρώτη επίσκεψή του στην Κύπρο, καθώς σημειώνει στο Ημερολόγιό του, θα διαμείνει στο «Λήδρα Πάλας», για να χαρεί μακριά από τις διπλωματικές σκοτούρες το γιασεμί του κήπου του όχι ως κινέζικο τσάι που έπινε στην Αγγλία, αλλά, μ’ «ένα μεσογειακό χρώμα», περασμένο σε κλωστή για κολιέ και βραχιολάκια.
Κομβικό σημείο στην ιστορία του Ξενοδοχείου συνιστά η αγορά των μετοχών του από την εκκλησία κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των τότε Αιγυπτιωτών επενδυτών και του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος έπινε μόνο νερό και ποτέ αλκοόλ όταν βρισκόταν στο Βενετσιάνικο Δωμάτιό του. Εδώ διεξάγονταν από το 1974 οι συνομιλίες για το Κυπριακό μεταξύ Κληρίδη και Ντενκτάς. Η ζιβανία, που παράγγελλε ο δικός μας διαπραγματευτής, στον Μακάριο χρησίμευε μόνο για εντριβές και βεντούζες, όπως και μετά την εκδημία του για ταρίχευση της προδομένης του καρδιάς. Δεν άντεξε τα δεινά της τραγωδίας, προανάκρουσμα της οποίας ήταν η Τουρκανταρσία και η απόσυρση των Τουρκοκυπρίων σε θύλακες. Τότε που από την Εδουάρδου Γ΄ και μετέπειτα Μάρκου Δράκου, τον δρόμο μπροστά στο Ξενοδοχείο, έπαψε να περνά ο Τουρκοκύπριος πηγαίνοντας στη δουλειά του και αγοράζοντας εκλεκτό αϊράνι από τον Αρμένη. Ήταν αναγκασμένος πια να εργαστεί σε συγγενικό δικηγορικό γραφείο στο κέντρο της παλιάς Λευκωσίας και κοντά στο εξ ίσου μεγαλόπρεπο δικό τους Σαράι-Παλάτι. Ωστόσο, πριν τις ταραχές το Ελληνικό ξενοδοχείο φιλοξενούσε εκθέσεις ζωγραφικής Ελλήνων και Τούρκων, όπως δύο ατομικές του Κάσιαλου, του οποίου δύο έργα σαράντα πέντε χρόνια αργότερα θα εκτεθούν πάλι εκεί μαζί με επαναπατρισθέντες πίνακες άλλων εικαστικών. Αν το μυστικό του μεγάλου μας ναΐφ ζωγράφου ήταν τα ούρα που έκαναν τα κιτρινισμένα γλυπτά του να φαίνονται αρχαία, για να τα πουλά επί Αποικιοκρατίας στους Εγγλέζους, το τσάι που έφτιαχνε ο θυρωρός του Ξενοδοχείου ευωδίαζε από τα αποξηραμένα δαμασκηνά τριαντάφυλλα μέχρι που ξερίζωσαν την εκατόφυλλη αναρριχώμενή του και τις διακοσμητικές τριανταφυλλιές με τις αγγλικές ονομασίες, για να κατασκευάσουν πισίνα, υπαίθριο μπαρ και γήπεδο του τένις.
Είναι επί πλέον και άλλα αλκοολούχα ποτά ή δροσιστικά ροφήματα, αφεψήματα, αγιάσματα, μυριστικά βότανα έως και δάκρυα, που εμποτίζουν τις ιστορίες σε συνύφανση με το εν λόγω Ξενοδοχείο, τους πρωταγωνιστές και τα συνειρμικά δρώμενα της εκτύλιξής τους. Η σουμάδα ανακαλεί τον κομπάρσο-στρατιώτη από τα γυρίσματα ελληνικής πολεμικής ταινίας στις σκηνές του πολέμου το 1974, ενώ η μπίρα τον πρώην φωτογράφο-ανταποκριτή στην Κύπρο και τη γύρω εμπόλεμη περιοχή. Ο καφές τον τυπικό επαγγελματία μετρ του Ξενοδοχείου, που θλίβεται μετά την εκκένωση και την κατάληψή του από τους κυανόκρανους. Το νερό τη διψασμένη Αγγλίδα μητέρα στο υπόγειο καταφύγιό του, όταν σφυροκοπείται από τουρκικά πυρά. Ο ζαμπούκος την αρραβωνιαστικιά, που αναβάλλει τον ονειρώδη γάμο της, περιμένοντας την επιστροφή από τα Άδανα του αιχμάλωτου αρραβωνιαστικού της. Ο δυόσμος τον Δήμαρχο που με τον λεγόμενο δήμαρχο της παλιάς Λευκωσίας θα λύσουν το αποχετευτικό, ενώνοντας υπογείως τη μοιρασμένη πρωτεύουσα. Πέραν από το θαυματουργό αγίασμα, το αναζωογόνο ροδόσταγμα, το λικέρ κιτρομηλάκι, το έψημα και τη λεμονάδα, είναι και τα δάκρυα του εμβληματικού γρύπα, που δεν στάθηκε ικανός φύλακας του «Παλατιού».
Η Κωνσταντία Σωτηρίου με αλληγορικές συνδηλώσεις, ειρωνικούς υπαινιγμούς και ψυχογραφικές εμβαθύνσεις εντέχνως συναρθρώνει τα 22 αυτοτελή αφηγήματά της σε οιονεί σπονδυλωτό μυθιστόρημα, όπου η ευρηματική της μυθοπλασία αναδεικνύει τη Νεώτερη Ιστορία και Τραγωδία της Κύπρου.
