Ο έμπειρος και έγκριτος δημοσιογράφος που επέβαινε μέσα στο -μοιραίο- πρωθυπουργικό Falcon την 14η Σεπτεμβρίου 1999 που συνέβη το αεροπορικό δυστύχημα και σκοτώθηκαν επτά άνθρωποι -μεταξύ αυτών ο τότε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Γιάννος Κρανιδιώτης, και ο γιος του-, ενώ ο ίδιος διασώθηκε σαν «από θαύμα», μας είχε εξομολογηθεί πριν από τρία χρόνια, πολλά από εκείνα που δεν ειπώθηκαν ποτέ μέχρι σήμερα για την τραγική εκείνη μέρα.

«Τότε δούλευα στην ΕΡΤ και στην “Βραδινή”. Λίγες μέρες πριν από την 14η εκείνου του Σεπτέμβρη, μία βδομάδα περίπου, μετά από ένα τηλεφώνημα που είχα από τον αείμνηστο Γιάννο Κρανιδιώτη, πήγα στο γραφείο του -συνηθίσαμε να τα λέμε μία φορά τη βδομάδα από κοντά, πέρα από τα τηλέφωνα- και μου είχε πει ότι θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η Διαβαλκανική που θα γινόταν έπειτα από λίγες μέρες, στη Ρουμανία. Ήταν η περίοδος με τους S-300, των μεγάλων συζητήσεων και των εντάσεων, και μου ανέφερε πως θα συζητιόταν το θέμα και εκεί, αφού θα ήταν παρόντες και οι Τούρκοι. Του είπα πως το ταξίδι είχε ενδιαφέρον και πως θα πήγαινα. Το ταξίδι ήταν προγραμματισμένο για τις 14 Σεπτεμβρίου. Ο Γιάννος, θυμάμαι, είχε φτάσει ένα τέταρτο περίπου πριν από την καθορισμένη ώρα αναχώρησης, μαζί με το γιο του και την ιδιαιτέρα του στο διπλωματικό του γραφείο, τη Μαρία Μπεγλίτη. Μας είπε, θυμάμαι: “Παιδιά, όλα θα τα πούμε στο αεροπλάνο, πρέπει να τελειώσω με κάτι έγγραφα”. Νωρίτερα, είχε δεχτεί στο γραφείο του τον τότε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος βρισκόταν στην Ελλάδα, αφού είχε σημαντικές συναντήσεις στην Αθήνα – μεταξύ άλλων και με τον τότε Έλληνα πρωθυπουργό, Κώστα Σημίτη. Κατά τη διάρκεια της πτήσης, θυμάμαι πως ο Γιάννος καθόταν μπροστά, μελετούσε κάποια έγγραφα, ενώ κάποια στιγμή φώναξε και το γιο του, τον Νικόλα, ο οποίος κάθισε μαζί του, κάτι συζητούσαν και κάτι έβλεπαν μαζί  – απ’ ό,τι έμαθα μετά, ήταν το διδακτορικό του Νικόλα. Ένα μισάωρο πριν από το δυστύχημα, ο Γιάννος ήρθε πίσω, εκεί που καθόμασταν οι δημοσιογράφοι και μας είπε: “Με συγχωρείτε που δεν ήρθα πιο νωρίς, έπρεπε να μελετήσω, πρέπει να είμαι έτοιμος για την Διαβαλκανική, να κωδικοποιήσω την συνάντηση και την συνομιλία που είχα με τον Κληρίδη γιατί θα τεθεί το θέμα με τους S-300 εκεί που πάμε”. Ο Γιάννος δεν είχε καθίσει στις θέσεις, γιατί οι θέσεις ήταν κατειλημμένες πίσω -στις τέσσερις αντικριστές καθόμασταν οι δημοσιογράφοι- αλλά κάθισε επάνω σε έναν μικρό πάγκο όπου ήταν το μόνιτορ της πτήσης. Θυμάμαι πως σηκωθήκαμε -ο Πανταζόπουλος, εγώ, και η αείμνηστη η Νίνα Ασημακοπούλου-, για να του δώσουμε την θέση μας να κάτσει, αλλά μας είπε “όχι, θα σας πω δυο κουβέντες τώρα και θα τα πούμε στο ξενοδοχείο το βράδυ, θα προλάβετε να γράψετε και να στείλετε στις εφημερίδες σας τις ανταποκρίσεις σας, μην σας νοιάζει, θα μας περιμένουν αυτοκίνητα στο αεροδρόμιο και θα φύγουμε αμέσως”. Εκεί, άρχισε να μας εξηγεί πόσο περίπλοκη ήταν η κατάσταση με τους S-300, τις πιέσεις που δεχόταν η Κύπρος και η Ελλάδα – και, κυρίως, τα νέα που τους είχε φέρει ο Κληρίδης, ότι ήταν ασφυκτικές οι πιέσεις και από την αμερικανική πλευρά, αλλά και από πολλές ευρωπαϊκές χώρες».

«Λίγο μετά, άρχισε η περιπέτεια μέσα στο αεροπλάνο και δεν είπαμε τίποτα παραπάνω. Δεν τον ξαναείδαμε ζωντανό. Τον ξαναείδα, νεκρό πια, όταν προσγειωθήκαμε, που διέκρινα τα παπούτσια του πλακωμένα από διάφορα συντρίμμια και αποσκευές… Αν θυμάμαι καλά, είχαν ανοίξει τα ντουλάπια όπου ήταν οι αποσκευές μας κι είχαν πέσει όλα τα πράγματα κάτω – εν πάση περιπτώσει, δεν διέκρινα κάτι, εκτός από το πόδι του… Αυτό που θυμάμαι, ωστόσο, πολύ έντονα, από εκείνη τη στιγμή, ήταν τις φωνές της Μαρίας Μπεγλίτη, όταν άρχισαν οι αναταράξεις, η οποία ήταν δεμένη απέναντί μου: “Υπουργέ, υπουργέ, πού είσαι;”».

«Όσοι δεν φορούσαν τη ζώνη τους, όπως ο Δημήτρης Πανταζόπουλος, τους είδα να εκτοξεύονται. Τον Δημήτρη δεν τον ξαναείδα μετά… Η Μαρία η Μπεγλίτη κι εγώ φορούσαμε ζώνες, ο Πανταζόπουλος και η Ασημακοπούλου δεν φορούσαν ζώνες – από αυτούς που ήμασταν στην τετράδα, πίσω στο Falcon. Νομίζω πως όσοι φορούσαν ζώνη κατέβηκαν σχετικά ασφαλείς, καθώς και η αεροσυνοδός η οποία είχε την ευφυία, στην πρώτη ανατάραξη, κι έκανε μία κίνηση να κουκουλώσει το σώμα της και να πάει σε ένα σημείο όπου ήταν η πολύ στενή τουαλέτα του Falcon – κι έτσι, δεν είχε πολλές “δυνατότητες” να εκτοξευθεί. Βεβαίως νοσηλεύτηκε με πολλές κακώσεις στο νοσοκομείο, στο Βουκουρέστι, και αργότερα στην Ελλάδα».

«Υπάρχει μία πολύ μεγάλη αλήθεια: Πάρα πολλές φορές, το Falcon είχε παρουσιάσει τεράστια προβλήματα. Εν πτήσει καθηλώθηκε κάποιες φορές, άλλαξε τόπο προσγείωσης, γύρισε πίσω, κι άλλες φορές δεν έφυγε καθόλου γιατί παρουσίαζε θέματα απ’ την αρχή. Το κύριο θέμα του ήταν ο σταθεροποιητής στα πτερύγια – αυτό είχε μονίμως το φωτάκι του αναμμένο, άρα κάτι είχε και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν κατάφερναν να σβήσουν αυτό το φως παρά τα service που είχαν γίνει. Επανειλημμένα είχαν εμφανιστεί προβλήματα. Πολλοί εντόπισαν και ανθρώπινο λάθος. Η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι υπήρχε πάντα ένα τεχνικό θέμα, αλλά δεν ξέρω πώς και με ποιο τρόπο επηρέασε και ο ανθρώπινος παράγοντας – θεωρώ ότι κακώς έφυγε από το σμήνος της Πολεμικής Αεροπορίας που ήταν, όπου το συντηρούσαν οι Τεχνικοί της, αφού είχε χαρακτηριστικά πολεμικού αεροσκάφους».

«Γύρισα, την επόμενη κιόλας μέρα του δυστυχήματος, με την πτήση της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά σε μια περίεργη κατάσταση. Το προηγούμενο βράδυ, ωστόσο, είχα ζητήσει να γυρίσω οδικώς – και σχεδόν το είχαν φροντίσει. Όταν έφτασε το αεροπλάνο της Ολυμπιακής, μέσα στο οποίο ήταν ο τότε Υφυπουργός Εξωτερικών, Γρηγόρης Νιώτης, με έπιασε και μου είπε: “Θες να πας οδικώς; Τρία αυτοκίνητα σε περιμένουν. Όμως, προσπάθησε να το ξεπεράσεις και να ‘ρθεις μαζί μας”. Επειδή και εκείνος και ο πρέσβης μας στη Ρουμανία ήταν επίσης πολύ ταραγμένοι, με κέρασαν ένα ποτήρι κονιάκ, για να συνέλθω από το σοκ. Σχεδόν είχα ζαλιστεί. Με πήρε, θυμάμαι, αγκαζέ ο Γρηγόρης ο Νιώτης και ο επικεφαλής του Γραφείου Τύπου της ελληνικής πρεσβείας στο Βουκουρέστι και μου είπαν: “Πάμε μέχρι το αεροδρόμιο. Αν δεν μπεις μέσα στο αεροπλάνο, θα φύγεις με τα αυτοκίνητα. Αν μπεις μέσα, θα καθίσουμε δίπλα σου”… Τελικά, γύρισα με το αεροπλάνο. Αλλά, μετά, έκανα να μπω σε αεροπλάνο τουλάχιστον πέντε χρόνια. Και μπήκα, γιατί αναγκάστηκα, λόγω ενός προβλήματος υγείας συγγενικού μου προσώπου. Θυμάμαι, μάλιστα, πως πολύ δύσκολα το άντεξα εκείνο το πρώτο μου ταξίδι μετά το δυστύχημα…».

«Αλλά η ζωή τρέχει, η ζωή συνεχίζεται, και η ζωή έχει απαιτήσεις και στιγμές. Συνεπώς, το πάλεψα. Ωστόσο, ακόμη και τώρα, η ιδέα τού να μπω σε αεροπλάνο με πιέζει, μου δημιουργεί περίεργα συναισθήματα, αλλά κάνω το βήμα, πάω. Απλώς, έχω γίνει πολύ “περίεργος” με την ασφάλεια των πτήσεων – αν οι πτήσεις δεν είναι των μεγάλων και σοβαρών εταιρειών που τις γνωρίζουμε όλοι λίγο πολύ, αρνούμαι να μπω σε αεροπλάνο».

[email protected]

Ελεύθερα, 17.9.2023