Κωνσταντία Σωτηρίου, «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ», εκδόσεις Πατάκη, 2025

Η Κωνσταντία Σωτηρίου έχει ήδη καθιερωθεί όχι μόνο στον κυπριακό αλλά και στον πανελλήνιο χώρο ως μια αξιόλογη συγγραφέας με κατεκτημένο προσωπικό ύφος, με αναγνωρίσιμες αφηγηματικές μανιέρες, με δοσμένες θεματικές προσεγγίσεις και εξίσου δοσμένες οπτικές γωνίες θέασης.

Το νέο της μυθιστόρημα – έχουν προηγηθεί άλλα δύο και δύο νουβέλες – «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ», έρχεται να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές. Η ευκρινέστατη αρχιτεκτονική δόμηση του αφηγηματικού της υλικού, η προσεγμένη γλωσσική του επεξεργασία, η μεθοδική αξιοποίηση πληροφοριακών αρχείων και δεδομένων, δεικνύουν μια ολοκληρωμένη συγγραφέα που βαδίζει μπροστά με σίγουρα, στέρεα και σταθερά βήματα.

Το νέο μυθιστόρημα είναι το πρώτο βιβλίο της Κ.Σ. όπου τα αυτοβιογραφικά – αυτοαναφορικά στοιχεία είναι πιο εμφανή από κάθε άλλη προηγούμενη φορά. Έστω κι αν αυτά είναι έμμεσα μέσω του μεταλλωρύχου παππού της και της εργάτριας σε έργα οδοποιίας γιαγιάς της.

Το όλο έργο είναι δομημένο πάνω σε δύο παράλληλες ιστορίες που τις χωρίζουν κάποιες δεκαετίες αλλά διαδραματίζονται στο ίδιο γεωγραφικό και γεωφυσικό χώρο. Οι δύο ιστορίες συμπλέκονται, συγκοινωνούν μεταξύ τους, συνδιαλέγονται και αλληλοεπιδρούν. Πρόκειται για την οικογενειακή ιστορία ενός βιοπαλαιστή μεταλλωρύχου και τη φρικιαστική ιστορία του πρώτου Κύπριου serial killer που έριχνε τα θύματά του, αλλοδαπές οικιακές βοηθούς, στην κόκκινη λίμνη του μεταλλείου Μιτσερού.

Η συγγραφέας αξιοποιεί τους κοινούς τόπους του τότε και του τώρα στην αφήγησή της. Αντλεί διδάγματα από το παρελθόν για να σημασιολογήσει καλύτερα τη σύγχρονη εποχή. Αξιοποιεί προς τούτο χρήσιμο ενημερωτικό – πληροφοριακό υλικό της τότε εποχής και της σημερινής. Και το πράττει μεθοδικά, δημιουργικά και ευφάνταστα. Το ιστορικό υπόβαθρο του βιβλίου βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Τη δεκαετία του 1950, σε μία μόνο κοινότητα, συνολικά 53 μεταλλωρύχοι μεταξύ των ηλικιών 18 μέχρι 45 χρόνων έχασαν τη ζωή τους από πνευμοκονίαση.

Η σχέση της γριάς αφηγήτριας με τη Φιλιππινέζα φροντίστριά της συνιστά μιαν επιπρόσθετη αφηγηματική γραμμή, ουδόλως ευκαταφρόνητη. Σ’ αυτή αντικατοπτρίζεται χάσμα γενεών, εποχών, αλλά και θέασης των κοινωνικών δρωμένων. Η πρώτη αφηγηματική γραμμή έχει να κάμει με τις αναμνήσεις της γριάς χήρας μεταλλωρύχου. Η δεύτερη έχει σε μεγάλο βαθμό ειδησεογραφικό χαρακτήρα και πραγματεύεται την πληροφόρηση για τις δολοφονίες των αλλοδαπών γυναικών όπως αυτή φτάνει στην φροντίστρια της γριάς.

Επανέρχομαι όμως στη σχέση της γριάς με τη Φιλιππινέζα διότι είναι χαρακτηριστική για το τι συμβαίνει σε εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες, σπίτια ηλικιωμένων σε όλη την Κύπρο σήμερα. Σχέσεις που αρχίζουν μ’ ένα τεράστιο χάσμα που στην αρχή μοιάζει ανυπέρβλητο αλλά στην πορεία γεφυρώνεται καθώς φροντίζει γι’ αυτό η ίδια η ζωή, οι ανάγκες των ανθρώπων μα και το φιλότιμό τους.

Τα χρώματα που χρησιμοποιεί στη συγγραφική της παλέτα η Κ.Σ. είναι απόλυτα ρεαλιστικά και την ίδια ώρα εμποτισμένα με βαθύ συναίσθημα. Π.χ. το προαγγελθέν τέλος του ασθενούντος μεταλλωρύχου: «Ώσπου μια μέρα δεν μπόρεσε να πάει ξανά στο μεταλλείο, ώσπου μια μέρα δεν είχε άλλο τόπο να κάτσει στο στήθος του η σκόνη, ξύπνησε το πρωί και έβηχε μαύρο φλέγμα και αίμα…». (σελ. 38 – 39)

Το ίδιο ισχύει και για το σύγχρονο δράμα των δολοφονημένων γυναικών ιδωμένο μέσα από το σοκ που προκάλεσε στην κυπριακή κοινωνία: «…σκοτώνονταν οι ξένες γυναίκες, δεν έμεινε τίποτε ζωντανό μέσα στη λίμνη, δίπλα της λίμνης, γύρω της λίμνης, πάνω της λίμνης, της κόκκινης της λίμνης, στην κόκκινη τη λίμνη με την ησυχία του σκοτωμού, του φαρμακωμένου του νερού, μόνο θάνατος έμεινε, ο χάρος, μόνο αυτός». (σελ. 82)

Η συγγραφέας επανέρχεται συχνά στο σοκ της κοινωνίας μας από τη δράση του κατά συρροή δολοφόνου και το αναπαριστά με αισθητική πληρότητα: «είναι μικρές οι Φιλιππινέζες, διπλώνονται εύκολα τα κορμιά τους, χωρούν σε βαλίτσες, δεν είναι πολύ βαριές μετά να τις σηκώσεις ψηλά, όπως είναι μέσα στη βαλίτσα, να τις πετάξεις στη λίμνη». (σελ. 119)

Η Κ.Σ. επιστρατεύει συχνά τη λαϊκή θυμοσοφία προκειμένου να εκθέσει και τη δική της άποψη, που σχεδόν κατά κανόνα ταυτίζεται ή συμβαδίζει με την άποψη της κοινής γνώμης: «…τα μνημόσυνα δεν τα κάνουμε γι’ αυτούς που πέθαναν, τα κάνουμε γι’ αυτούς που έμειναν, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους…». (σελ. 104) 

Παρεμφερώς και επί τούτου θα ήθελα να συμφωνήσω και με την κριτικό Αγγελική Σπηλιοπούλου που στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Fractal» κάνει λόγο για «συλλογική γυναικεία συνείδηση». Αυτό ακριβώς πετυχαίνει η συγγραφέας.

Ολοκληρώνοντας αυτή την παρουσίαση θα ήθελα να κάμω ιδιαίτερη αναφορά στα έξι εμβόλιμα ένθετα κείμενα στο βιβλίο: «Γένεσις», (σελ. 13) «Τα τέσσερα γένη του ανθρώπου», (σελ. 41) «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ», (σελ. 55) «Τα πήλινα πλοία του Αγαμέμνονα» (σελ. 69) «Μηναλλάγια», (σελ. 97) και «Κοστέσσερα πεθερά και ο χαμός της κορούς». (σελ. 133) Αντλούν όλα από τη λαϊκή θυμοσοφία, την παράδοση και τα δημώδη στοιχεία της παλαιοκυπριακής κουλτούρας.

Έξι ένθετα γραμμένα σε γλώσσα υβριδική, που θυμίζει κάτι από Γεώργιο Βουστρώνιο και Λεόντιο Μαχαιρά, αλλά και από την τρέχουσα εκδοχή της κυπριακής διαλέκτου. Στα περισσότερα από τα έξι κείμενα απαντώνται διάσπαρτοι, σκόρπιοι και αποσπασματικοί, στίχοι από το πασίγνωστο παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι «Τέσσερα τζαι τέσσερα», μια επιλογή εξόχως εύστοχη και λειτουργική. Ούτως ή άλλως, η ποιητική διάσταση των έξι εμβόλιμων κειμένων είναι διασφαλισμένη απόλυτα.

g.frangos@cytanet.com.cy