Αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη, που διήρκησε μια ώρα -στο σπίτι της Αλεξίας, στο Γέρι- ήταν η συγκλονιστική παράσταση του Θεάτρου ΑντίΛογος «Η μάνα του», που έκανε πρεμιέρα χθες, η οποία είναι βασισμένη στην πραγματική ιστορία της οικογένειας Παπαλαζάρου. Σε αυτή την μία ώρα, λοιπόν, δεν υπήρξε ούτε ένα λεπτό που τα μάτια της Αλεξίας να μην ήταν βουρκωμένα και η φωνή της συνεχώς να σπάει με έναν αδιόρατο κόμπο στο λαιμό – χωρίς, ωστόσο, ούτε μία στιγμή, η ίδια να βάλει τα κλάματα, παρά τη μεγάλη δυσκολία αυτής της κουβέντας.
Η ιστορία είναι γνωστή: Ο γιος του Παπαλάζαρου από τα Χολέτρια της Πάφου και της Αγαθονίκης, ο Κυριάκος, δολοφονείται από μέλος της ΕΟΚΑ Β’, το 1973, σε ηλικία 16 ετών, μέσα στη Μητρόπολη Πάφου όπου φιλοξενείτο -χωρίς ποτέ να καταδικαστούν οι ένοχοι-, ενώ ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ο Σωτήρης, σκοτώθηκε από τους Τούρκους την πρώτη μέρα της εισβολής, στις 20 Ιουλίου του 1974, στα 21 του χρόνια, στην Επισκοπή, στη Λεμεσό. Έκτοτε, ο Παπαλάζαρος -η ηρωική αυτή μορφή της Κύπρου και «σύμβολο αγώνα»- μιλούσε πάντα για την «δικαιοσύνη» που δεν αποδόθηκε ποτέ – αν και δεν ζήτησε ποτέ «τιμωρία». Μέχρι το θάνατό του, το 2020. Η Αγαθονίκη δεν είχε μιλήσει ποτέ δημόσια. Πρώτη φορά «φωτίζεται» πλέον κι εκείνη, ως «πρωταγωνίστρια» πια, μέσα από το θεατρικό του Μιχάλη Παπαδόπουλου «Η μάνα του», του Θεάτρου ΑντίΛογος, αλλά και από αυτή την συγκλονιστική συνέντευξη της κόρης της, Αλεξίας.
–Τον Παπαλάζαρο τον γνωρίζουμε πολλοί μέσα από συνεντεύξεις του, γιατί ήταν ένας άνθρωπος που μιλούσε, που ήταν εξωστρεφής, που εκφραζόταν. Η μάνα σου, «η μάνα του» του θεατρικού έργου, τι άνθρωπος ήταν; Ήταν το ίδιο δυναμική με τον Παπαλάζαρο. Γιατί δεν μπορεί μία γυναίκα που δεν είναι δυνατή να αντέξει όσα άντεξε η μάνα μου, χάνοντας τα δύο της παιδιά, το ένα μετά το άλλο, μέσα σε ένα χρόνο. Από την άλλη, ήταν τόσο πολύ δεμένοι μεταξύ τους οι δυο τους, που ο ένας θα έδινε πάντα δύναμη στον άλλο· ήταν μια ένωση στην οποία βοηθούσε ο ένας τον άλλον ώστε να κρατηθούμε όλοι μας στη ζωή και να προχωρήσουμε, «να γίνουμε χρήσιμοι στην κοινωνία, όχι απλώς να “μεγαλώσουμε”», όπως μας έλεγαν. Η μάνα μου ήταν εκείνη που ανέλαβε να μεγαλώσει επτά παιδιά και ο Παπαλάζαρος αυτός που ανέλαβε να φέρει την δικαιοσύνη μέσα στο σπίτι και να μας μορφώσει πνευματικά, προσπαθώντας, μαζί με την μάνα μου, να σπουδάσουν όλα τους τα παιδιά, γνωρίζοντας ότι η γνώση είναι το πιο δυνατό «όπλο».
–Ήσουν τριάμισι χρόνων όταν δολοφονήθηκε ο Κυριάκος. Θυμάσαι κάτι από αυτό το γεγονός; Θυμάμαι. Θυμάμαι τη μέρα της κηδείας, την ταφή…
–Ο Παπαλάζαρος τον έθαψε ή άλλος ιερέας; Ο Παπαλάζαρος. Δεν μπορώ να ξέρω πώς το έκανε αυτό, πέρα από το να θαυμάζω το σθένος του, τις αντοχές του. Εγώ, δεν γνωρίζω αν έχω μέσα μου τη δύναμη που είχε ο πατέρας μου, δεν ξέρω τι ήταν εκείνο που τον κράτησε. Θυμάμαι όλο τον κόσμο να κλαίει και τον πατέρα μου να ψέλνει… Από την άλλη, η μάνα μου ήταν μία γυναίκα που έκλαιγε, που φώναζε και έλεγε «γιατί;» και «τι τους έκανε ο γιος μου, ένα μωρό 16 χρόνων; Φονιάδες!», αν και ήξερε τις καταστάσεις που συνέβαιναν γύρω μας, αφού και η ίδια φυγαδευόταν μαζί με τον πατέρα μου, όταν τους προειδοποιούσαν ότι τον ψάχνει η ΕΟΚΑ Β’ για να τον σκοτώσει. Αλλά ποτέ η μάνα μου δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο γιος της, ένα παιδί 16 χρόνων, ο οποίος ζούσε στην Μητρόπολη της Πάφου, όπως πολλά παιδιά παπάδων τότε, θα δολοφονείτο. Ότι κάποιος θα του έβαζε ένα όπλο στο στόμα και θα πυροβολούσε. Ότι θα τον δολοφονούσε για τα «πιστεύω» μας. Κανένας θάνατος δεν είναι εύκολος, όμως ο άδικος θάνατος είναι αβάσταχτος. Θυμάμαι και στα επόμενα χρόνια την μάνα μου να έχει θυμό – οτιδήποτε της θύμιζε τα όσα είχαν γίνει, εκείνη θα φώναζε. «Γιατί τον Κυριάκο μου;», έλεγε.

–Τη μέρα της κηδείας ήξεραν οι γονείς σου ότι ο γιος τους δολοφονήθηκε, ή στην πορεία διαπιστώθηκε; Το ήξεραν ήδη, ήταν ξεκάθαρο. Κι αυτό μεγάλωνε ακόμη πιο πολύ την οργή της μάνας μου. Ο Κυριάκος ήταν ένα παιδί που είχε γυρίσει εκείνο το βράδυ από το πάρτι των τελειοφοίτων της Τεχνικής Σχολής Πάφου, χαρούμενο και ευτυχισμένο, και κάποιος του έβαλε ένα πιστόλι μέσα στο στόμα. Μπαμ!… Ειδοποίησαν τους γονείς μου λίγη ώρα μετά, είχαν πάει στο νοσοκομείο για να τον δουν, εκεί δεν υπήρχε κανένας για να τους ενημερώσει, και κατάλαβαν τι είχε συμβεί παρατηρώντας τον -νεκρό- γιο του ο πατέρας μου, αλλά και μέσα από μαρτυρίες που είχαν από την Μητρόπολη: Η ΕΟΚΑ Β’ σκότωσε τον γιο τους, επειδή ο Παπαλάζαρος υποστήριξε εκείνον που εξέλεξε ο κόσμος – τον Μακάριο. Ο Παπαλάζαρος ήταν μια «απειλή» και σκοτώνοντας τον γιο του ήθελαν να του πουν «Παπαλάζαρε, έλα κι εσύ με τα νερά μας!».
–Τα παιδικά σου χρόνια ήταν χρόνια βιωμένα μέσα στο πένθος και στον πόνο ή κατάφερνε η Αγαθονίκη και ο Παπαλάζαρος να σας προσφέρουν και χαρά; Δεν ήταν εύκολο για κανέναν από εμάς. Ο Παπαλάζαρος προσπαθούσε, μέσα από τον δυναμισμό του, να μας μεταδίδει ότι ήταν εκεί, μαζί μας, όμως ο πόνος της μάνας δεν μπορούσε να ξεπεραστεί. Μια ζωή θυμάμαι, και μέσα από τις διηγήσεις των μεγαλύτερων αδελφιών μου, τη μάνα μου να κλαίει. Αλλά ακόμη και το γεγονός ότι ξαφνικά η μάνα σου, στα 36 της, φορεί μαύρα -μαύρη κουρούκλα, μαύρες κάλτσες, μαύρα ρούχα- είναι αρκετό για να νιώθεις αυτή τη μαυρίλα γύρω σου. Ωστόσο, στις 2 Ιουλίου 1974, 18 μέρες πριν σκοτωθεί ο Σωτήρης μας από τους Τούρκους, γεννήθηκαν τα δίδυμα αδέλφια μου, η Σωτηρούλα και ο Κυριάκος, όπως τους βαφτίσαμε αργότερα, οπότε αντιλαμβάνεστε ότι το να υπάρχουν δύο μωρά μέσα σε ένα σπίτι είναι ένα γεγονός που φέρνει χαρά – κι ο Παπαλάζαρος ονόμαζε τον ερχομό τους «θαύμα». Τα μωρά αυτά ήταν η αιτία για να είμαστε ζωντανοί, δυνατοί, «να παίξουμε με τα μωρά», «να ταΐσουμε τα μωρά», «να λούσουμε τα μωρά» – τα μωρά μας θύμιζαν την ζωή. Αλλά η ζωή μας είχε πάρει ήδη μια άλλη πορεία, μετά το 1973 και το 1974…

–Από πότε αντιλήφθηκες τι ακριβώς είχε συμβεί στον Κυριάκο; Από την αρχή. Οι γονείς μας δεν μας άφησαν να ζούμε με φανταστικές εικόνες. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μας βάζει επάνω στα γόνατά του και να μας μιλά, για πολλά πράγματα που αφορούσαν τη συγκεκριμένη περίοδο – ήθελε να ξέρουμε, ήθελε να είμαστε γνώστες της Ιστορίας του τόπου μας, ήθελε να νιώσουμε τον άδικο θάνατο του αδελφού μας. Γιατί ήθελε να μεγαλώσουμε με γνώση, με άποψη τού τι συμβαίνει γύρω μας. Δεν μας έλεγε παραμύθια. Μας έλεγε αλήθειες. Οπότε ήξερα, από μικρή, ότι ο αδελφός μου δεν «κοιμήθηκε», αλλά τον σκότωσαν, βάζοντάς του ένα όπλο μέσα στο στόμα του επειδή πίστευε όσα πίστευε.
–Πώς ήταν για τους γονείς σου να ζουν σε έναν τόπο όπου ζούσε και ο δολοφόνος του παιδιού τους ανάμεσά τους; Ήταν δύσκολο. Ωστόσο, τον πατέρα μου δεν τον άκουσα ποτέ να καταραστεί τον φονιά του γιου του. Ούτε τον έψαξε ποτέ για να πάρει εκδίκηση. Αυτό, άλλωστε, που μας έλεγε πάντα ήταν: «Εγώ, δικαιοσύνη ζητώ, όχι εκδίκηση!». Είχε ένα μεγαλείο ψυχής ο Παπαλάζαρος που, πάρα πολλές φορές στη ζωή μου, αναρωτήθηκα από τι είναι πλασμένος αυτός ο άνθρωπος, πώς το βιώνει, με τι στωικότητα, με τι ανθρωπιά – έχω τόσο μεγάλο θαυμασμό για την προσωπικότητά του! Για έναν άνθρωπο που τέλειωσε την τέταρτη τάξη του δημοτικού σχολείου -που μεγάλωσε μέσα στη φτώχια και στις στερήσεις, που αγόρασε το πρώτο δικό του παντελόνι στα 18 του, διότι μέχρι τότε φορούσε τα ρούχα των αδελφών του- και που έμαθε να διαβάζει από τα βιβλία της εκκλησίας μέσα από τα οποία έψελνε. Και έφτασε να διαβάζει Ντοστογιέφσκι! Η μάνα μου, από την άλλη, ως μάνα, ευχόταν τα χειρότερα για εκείνον τον άνθρωπο που δολοφόνησε το παιδί της. Αλλά δεν νομίζω να μπορεί κάποιος να την κρίνει γι’ αυτό. Γέννησα την κόρη μου στα 35 μου. Και μία από τις πρώτες μου σκέψεις, όταν έγινα πια κι εγώ μητέρα, ήταν ότι σε αυτή την ηλικία η μάνα η δική μου έχασε τον γιο της. Μόνο όταν έκανα το δικό μου μωρό, συνειδητοποίησα τη δύναμη της μάνας μου! Τη δύναμή της να αντέξει, να προχωρήσει, να μορφώσει τα παιδιά της, να τα ταΐσει, να τους μάθει τον κόσμο – δεν είναι και λίγο να χάνεις δύο παιδιά αλλά να συνεχίζεις τη ζωή σου, έστω με έναν διαφορετικό τρόπο, και να ονειρεύεσαι για τα παιδιά σου που ζουν.

–Ζει ακόμη ο δολοφόνος του αδελφού σου; Βεβαίως. Ζει στον Άγιο Δομέτιο. Αν και Παφίτης. Έχει παιδιά και εγγόνια, προήχθη και στη δουλειά του… Και δεν έχει τύψεις. Το ξέρω. Και τι έγινε αν σκότωσε τον γιο του Παπαλάζαρου; Μια χαρά όλα. Κι έτσι ζουν και πολλοί άλλοι σήμερα… Χωρίς τύψεις! Μα, είναι γνωστό το όνομα του ανθρώπου που δολοφόνησε τον αδελφό μου και δεν τιμωρήθηκε ποτέ γι’ αυτό, για όσους ξέρουν τα γεγονότα και παρακολούθησαν εκείνη τη δίκη-φιάσκο που υποτίθεται πως θα γινόταν, το 1975, όπου ξαφνικά «εξαφανίστηκαν» οι μάρτυρες και μετά «χάθηκε» και ο φάκελος της υπόθεσης.
–Ως παιδί, ένιωθες πως παρά το ότι ήσουν κι εσύ κόρη της μάνας σου, η καρδιά εκείνης της γυναίκας ανήκε στον Κυριάκο και στον Σωτήρη; Ήμουν η μικρή της οικογένειας, προτού γεννηθούν τα δίδυμα. Όλο το ενδιαφέρον ήταν στραμμένο επάνω μου. Και, ξαφνικά, άλλαξαν όλα! Αυτό μου κόστισε. Που δεν το καταλάβαινα τότε, αλλά μεγαλώνοντας. Αυτό ήταν σίγουρα μια πληγή. Αυτή η μοναξιά που ένιωσα ως μωρό… Ακόμη και η μοναξιά που ένιωσα από την ίδια μου τη μάνα. Σου λέω κάτι που ντρέπομαι που το αναφέρω, αλλά αυτό ένιωσα τότε. Γιατί κάθε μωρό θέλει τη σημασία του, τα τραγούδια του, το παιχνίδι του, τα ωραία ρούχα του. Αυτά εγώ δεν τα είχα από τη μάνα μου. Γιατί η μάνα μου πενθούσε. Είχα πιο μεγάλες αδελφές που με πρόσεχαν, αλλά δεν είναι το ίδιο με τη μάνα… Ενώ λάτρευα τη μάνα μου, ταυτόχρονα είχα και μια απόσταση από εκείνην! Είχα θυμό! Αυτό θυμάμαι. Όμως, μεγαλώνοντας, κατάλαβα το μεγαλείο της μάνας μου. Και ένιωσα «μικρή» απέναντί της, πολύ «μικρή», που είχα παράπονο από αυτή τη γυναίκα! Κι όσο περνάει ο καιρός τη νιώθω ακόμα πιο πολύ μέσα μου και λέω «που είσαι, ρε μάμα, τώρα που σε έχω ανάγκη στα δύσκολα;».
–Σε τι ηλικία πέθανε η μάνα σου; Στα 82.
–Και μέχρι τα 82 της είχε παράπονο από τη ζωή, σε σχέση με τον Κυριάκο; Όχι από τη ζωή. Αλλά από τους ανθρώπους που έμειναν ατιμώρητοι. Μέχρι τα 82 της, η μάνα μου μιλούσε ακόμα για τον Κυριάκο και τον Σωτήρη. 50 χρόνια μετά… Όταν μαζευόταν όλη η οικογένεια -Πάσχα, Χριστούγεννα, σε γάμους, σε βαφτίσεις κ.λπ.- ο Κυριάκος και ο Σωτήρης ήταν πάντοτε «παρόντες». Ήταν πάντα «μαζί μας» στο τραπέζι. Λένε, ο χρόνος απαλύνει τον πόνο… Για τη μάνα μου, ο πόνος ήταν πάντα ίδιος! Δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα, τη μαύρη κουρούκλα, τις μαύρες κάλτσες… Ούτε καν κοντομάνικο δεν έβαλε ποτέ. Χειμώνα Καλοκαίρι ήταν πάντα με εκείνα τα μαύρα ρούχα. Κουβαλούσε τον πόνο ως το τέλος. Κουβαλούσε το μεγάλο παράπονο και το «γιατί εσκοτώσαν τον γιο μου; Γιατί δεν ετιμωρήθηκε κανένας;» ως το τέλος της. Ο φόβος του πατέρα και της μάνας μου ήταν πως αυτή η ατιμωρησία -όχι μόνο για τον Κυριάκο, αλλά για όλους αυτούς που δολοφονήθηκαν τότε, σε εκείνα τα «σκοτεινά» χρόνια- θα τους φέρει πάλι πίσω. Γιατί, «αφού κανένας δεν τιμωρήθηκε, είναι επικίνδυνοι και θα ξανάρτουν». Αυτό μας έλεγαν οι γονείς μας.

–Ο θάνατος του Σωτήρη είναι «διαφορετικός» από τον θάνατο του Κυριάκου; Ναι. Επειδή εκείνο το «γιατί;» που τυραννά τις ψυχές μας, δεν το έχεις στον Σωτήρη, με την έννοια ότι σε εκείνη την περίπτωση ήσουν σε έναν πόλεμο και σκοτώθηκες από τον κατακτητή. Στον Κυριάκο, όμως, ήταν εκείνο το «γιατί;». Διότι, επίσης, ξέρεις, πως εκείνοι που σκότωσαν τον Κυριάκο ήταν εκείνοι που οδήγησαν τον τόπο στον πόλεμο και σκότωσαν και τον Σωτήρη. Εγώ, μεγάλωσα με το εξής ρητορικό ερώτημα: Ποιον πρέπει να μισώ παραπάνω; Τον Τούρκο δολοφόνο ή τον Κύπριο δολοφόνο; Και οι δύο σκότωσαν τα αδέλφια μου. Ή μήπως έχει «καλό» και «κακό» δολοφόνο;
–Θα ήθελες να συναντηθείς, κάποια στιγμή, με τον δολοφόνο του αδελφού σου; Ναι, θα ήθελα. Απέχουν, άλλωστε, καμιά δεκαριά χιλιόμετρα τα σπίτια μας. Όχι για να του μιλήσω. Να του πω τι; Αλλά για να τον δω! Να τον κοιτάξω και να «διαβάσω» κάτω από τα μάτια του, κάτω από τις κινήσεις του, πίσω από όλα εκείνα που δεν δείχνει όταν αγκαλιάζει τα δικά του εγγόνια. Να δω τα χέρια του. Να καταλάβω.
–Στις χαρές της ζωής σου, στη γέννηση της κόρης σου, για παράδειγμα, υπήρχε -και υπάρχει- και μια πίκρα ενδόμυχα; Ναι. Πάντα υπάρχει αυτή η πίκρα, από όλα μου τα αδέλφια. Σε όλες μας τις χαρές. Όταν παντρεύτηκε π.χ. η αδελφή μου και ήμασταν όλοι χαρούμενοι, καλοντυμένοι, ευτυχισμένοι, νιώθαμε πάλι ότι κάτι λείπει. Κι όταν έβλεπες και τη μαυροντυμένη μάνα σου δίπλα… Δεν φεύγει αυτό. Είναι εκεί! Είμαστε ευτυχισμένοι άνθρωποι, αγαπούμε τη ζωή, χαιρόμαστε τη ζωή, αλλά αυτό είναι εκεί. Εκεί. Δεν χάνεται.

–Ο πατέρας σου πώς αντιμετώπισε τον θάνατο της μητέρας σου, που έφυγε πρώτη από τη ζωή, το 2018; Αυτοί οι δύο άνθρωποι ήταν από εκείνα τα ζευγάρια που όλοι μας θαυμάζαμε! Που εμείς, τα παιδιά τους, λέγαμε «μακάρι να βρούμε κι εμείς έναν άνθρωπο με τον οποίο να δημιουργήσουμε μια σχέση, όπως αυτή που έχουν οι γονείς μας». Ο πατέρας μου ήταν πολύ εκδηλωτικός στο να δείξει την αγάπη του προς την μάνα μου, την οποία αποκαλούσε «αγαπημένη μου». Όταν έφυγε η μάνα μου, πονούσαμε που έφυγε εκείνη από τη ζωή, αλλά πονούσαμε και επειδή θα έμενε πια ο πατέρας μας μόνος του. Γιατί δεν ήξερε να ζει χωρίς εκείνη… Δεν είχε μάθει αλλιώς. Το βλέπαμε. Ήταν μαζί 68 χρόνια… Ήμασταν δίπλα του όλοι -οι κόρες του, οι γιοι του, τα εγγόνια του-, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Και το βλέπαμε σε αυτά τα μικρά -αλλά μεγάλα- της καθημερινότητας: Τον καφέ του το πρωί π.χ. μόνο η μάνα μας ήξερε να του τον φτιάχνει, όπως τον ήθελε. Σε δύο χρόνια είχε φύγει κι εκείνος… Για να πάει να βρει κι εκείνην και τους γιους του. Οπότε τώρα είναι μαζί.
–Επικαλείσαι τη μάνα σου καμιά φορά; Ναι. Ιδιαίτερα στα πολύ δύσκολα που πέρασα, σε σχέση με την υγεία μου, ήθελα πάρα πολύ δίπλα μου τη μάνα μου… Όταν έκανα ακτινοθεραοπεία εγκεφάλου, που ήταν για μένα ό,τι πιο δύσκολο πέρασα σε σχέση με τον καρκίνο, είχα και τους τέσσερείς τους γύρω μου… Έπαιρνα δύναμη! Και μου έδιναν δύναμη…

–Πηγαίνεις στην εκκλησία; Είσαι και «παιδί του Θεού» εκτός από «παιδί του παπά»; Όχι, δεν πάω στην εκκλησία. Πήγαινα όταν λειτουργούσε ο πατέρας μου. Γιατί αγαπούσα τη φωνή του – έμαθα, άλλωστε, όλες τις ψαλμωδίες από τη φωνή του πατέρα μου. Από το 2020, όμως, που πέθανε εκείνος, δεν πάω πλέον στην εκκλησία. Δεν είναι το ίδιο πια.
- Info: Το θεατρικό έργο «Η μάνα του», του Μιχάλη Παπαδόπουλου, σε σκηνοθεσία Αλεξίας Παπαλαζάρου, παρουσιάζεται από το Θέατρο ΑντίΛογος κάθε Σάββατο και Κυριακή στο «Θέατρο Μασκαρίνι», στα Λατσιά, ενώ τις υπόλοιπες μέρες θα περιοδεύει σε όλη την Κύπρο. Επί σκηνής: Αλεξία Παπαλαζάρου, Χριστίνα Χριστόφια, Ηλιάνα Κάκκουρα, Μυρσίνη Χριστοδούλου. Εισιτήρια & πληροφορίες: Τηλ. 99251331, soldoutticketbox.com.

