Με το νέο της βιβλίο «Οι ερχόμενοι» διασχίζει μεταιχμιακά περάσματα ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία, δημιουργώντας 45 λογοτεχνικές σκηνές σαν τελετουργίες μνήμης και προαισθήματος. Από τον οικείο τόπο του Κολοσσίου και τις μακρινές της διαδρομές, η Ρωξάνη Νικολάου χαρτογραφεί την αθέατη γεωγραφία της απώλειας και της επιστροφής, του τέλους και της αρχής. Παράλληλα, στήνει έναν χώρο όπου η μνήμη γίνεται «φορτίο δύναμης» και η γραφή λειτουργεί ως φυλαχτό. Οι «ερχόμενοι» που δονούν τη γη περνούν από τις σελίδες της σαν από στενά περάσματα, αφήνοντας πίσω τους ίχνη φωνών και αντικειμένων, σκιές και ανταύγειες.

Στη συλλογή υπάρχει μια βαθιά αίσθηση μετάβασης, σχεδόν μεταφυσικής. Ποιοι είναι τελικά αυτοί που έρχονται; Ευχαριστώ για την επισήμανση, ωστόσο, τα σημάδια είναι διακριτά, έκτυπα, σχεδόν τα ψηλαφίζεις. Καλύπτοντας τους οφθαλμούς ενδέχεται να δεις καθαρότερα, βαθύτερα. Ν’ αντικρίσεις τα πράγματα στη μορφή που τα είχες πρωτοαισθανθεί. Αναπόφευκτη διαδικασία για μένα, αντανακλαστική· όταν ο κόσμος που περιέθαλψε τις πρώτες δεκαετίες της ζωής μου, έχει αφανιστεί. Αντιμάχομαι, όσο μπορώ, τον ίσκιο της αποξένωσης που περιφέρεται στο χάσμα. Δεν είναι εύκολο. Αυτοί που έρχονται δονούν τη γη κάτω απ’ τα πόδια μας, σε αυτούς τους μεταιχμιακούς καιρούς, αλλά ίσως και να είναι ήδη εδώ, να ήταν πάντα.  Στο κείμενο που έδωσε τον τίτλο του βιβλίου μου, λέω ότι: «Υπήρξαμε κι εμείς. Οι ερχόμενοι. Κάποιων από εμάς τα οστά ανακαλύφθηκαν σε εμβρυακή στάση, αγκαλιασμένα με τον εαυτό που αποδέχτηκαν την ύστατη στιγμή. Την ώρα αυτή που γράφω, το κρανίο μου βαστούν χέρια που θα γεννηθούν». Προσπαθώ να σκοτεινιάσω επαρκώς τη γλώσσα μου. Ο αναγνώστης επιφορτίζεται με τις ερμηνευτικές εκδοχές.

Το βιβλίο κινείται ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία. Η ανάγκη να αναζητήσεις αυτή την υβριδική μορφή ήταν γλωσσική, αφηγηματική ή εσωτερική; Η υβριδική μορφή δεν ήταν αποτέλεσμα συνειδητής αναζήτησης. Τα κείμενα και τα ποιήματα τα οποία γράφονταν σε μια συγκεκριμένη περίοδο, διάρκειας πολλών χρόνων, είναι που καθόρισαν τη μορφή. Κι όταν λέω «γράφονταν», εννοώ και νοερώς. Ενστικτωδώς προχωρώ. Γνωρίζοντας ότι μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να διαλυθεί η εντύπωση που βάλθηκα ν’ ακολουθώ και να βρεθώ μέσα σε άπατα νερά. Για τη μεικτή, υβριδική, μορφή του βιβλίου, θα υπήρξε κάποια ανάγκη, εσωτερική προφανώς, αλλ’ αδύνατον να μην ήταν και γλωσσική/ αφηγηματική. Δεν μπορώ να τα διαχωρίσω. Έτσι ή αλλιώς, το αιτούμενο παραμένει το ίδιο. Ετοιμαζόμουν να πω, «η καλή λογοτεχνία». Μεσολάβησε δισταγμός. Όμως, άλλη απάντηση, προς στο παρόν, δεν έχω.

Πώς συνομιλείς με τον Χρόνο στη γραφή; Είναι μια πράξη συμφιλίωσης ή αντίστασης; Με δυσκολεύει η ερώτηση. Βράζει ο χρόνος στο καζάνι των ανθρωπίνων. Είναι φορές που νιώθω σαν να μην πέρασαν παρά μόλις λίγα χρόνια από τον 14ο αιώνα μ.Χ. ή τον 8ο αιώνα π.Χ., ενώ μια αχανής στέπα ξενότητας να με χωρίζει από την εποχή μου. Ίσως η εξόρυξη να είναι ό,τι πιο ακριβές μπορώ να σκεφτώ για τη γραφή μου σε σχέση με τον Χρόνο όπως εγώ τον αντιλαμβάνομαι· ως ένα αιώνιο ορυχείο με άπειρες διακλαδώσεις στοών.  Εξορύσσω τέφρα, κάρβουνο, οστά, ήχους, γόους, ζώσες σκιές (με τα κουφάρια των ημερών τους), απολιθώματα φωνών, ψήγματα χρυσού σε ρήγματα ανυπολόγιστου βάθους, όστρακα δακρύων σε τάφους, λίγο καθαρό νερό. Για να τα παραδώσω στην προστατευτική σκοτεινιά της κρύπτης ενός βιβλίου. Δεν είναι λίγες οι φορές που βρίσκω μόνο τον εαυτό μου να με κοιτά. Αν μου κάνεις αύριο την ίδια ερώτηση, θα σου δώσω, πιθανότατα, μια διαφορετική απάντηση.

Η λογοτεχνία λειτουργεί ως ξόρκι και φυλαχτό απέναντι στην απειλή ή ως τρόπος να μιλήσουμε για το τέλος του κόσμου με τρυφερότητα; Ως ξόρκι, ως φυλαχτό κι ως ένας τρόπος να μιλήσουμε για το τέλος του κόσμου (μας) με τρυφερότητα, με γενναιότητα και συντριβή. Λειτουργεί και ως θυμίαμα σε κενοτάφια. (Αναφέρομαι στο βιβλίο μου). Δεν ξέρω αν βγαίνω εκτός θέματος, αλλά θα ήθελα να σημειώσω ένα ελάχιστο, προσωπικό παράδειγμα το οποίο θεωρώ ότι συνοψίζει αυτά που με ρωτάς για τον Χρόνο, τη γραφή, τη μνήμη, το (μετα)φυσικό ή μυστηριακό: Το αυλάκι της παιδικής μου ηλικίας με το ξέβαθο νερό, εξακολουθεί να σκοτεινιάζει ανάμεσα στις δαμασκηνιές και τα βάτα κι οι φωνές των φίλων ν’ ακούγονται καθώς πηδούν από τη μια στην άλλη όχθη του, ενώ στην πραγματικότητα, το αυλάκι, οι δαμασκηνιές και τα βάτα, δεν υπάρχουν· ξεριζώθηκαν, τσιμεντώθηκαν. Κι οι φωνές των φίλων έχουν σιγήσει. Επικαλούμαι, με γοερή κατάφαση, τους στίχους του Π. Χάντκε, από το ποίημά του «Διάρκεια»: Με την ευλογία της Διάρκειας ήμουν και θα είμαι μαζί με όλους αυτούς που στη λίμνη του Γκρίφεν πριν από μένα στάθηκαν.  

Η μνήμη είναι φορτίο ή δύναμη; Είναι φορτίο δύναμης… Η ανάληψή του γίνεται από τα ανεξάντλητα βάθη του αίματός μας. Είναι κι ευθύνη παράδοσης.

«Οι ερχόμενοι»
Εκδ. Τεχνοδρόμιον
Σελ. 80
Τιμή: €13.00

Ελεύθερα, 17.8.2025